Ὁ Θεὸς δὲν νοιάζεται γιὰ τὸν τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιᾶς καὶ ἁγνότητα ψυχῆς.
Πολλοὶ μπαίνουν στὴν ἐκκλησία, λένε διάφορες προσευχὲς καὶ βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τί εἶπαν. Τὰ χείλη τους κινοῦνται, ἀλλὰ τ’ αὐτιά τους δὲν ἀκοῦνε. Ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ τὴν ἀκούσει ὁ Θεός; “Γονάτισα”, λές. Γονάτισες, ἀλλά, ἐνῶ τὸ σῶμα σου ἦταν μέσα, ὁ νοῦς σου πετοῦσε ἔξω. Μὲ τὸ στόμα ἔλεγες τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴ σκέψη λογαρίαζες τόκους, ἔκανες συμβόλαια, πουλοῦσες ἐμπορεύματα, ἀγόραζες κτήματα, συναντοῦσες τοὺς φίλους σου. Γιατί ὁ διάβολος, ποὺ εἶναι πονηρὸς καὶ γνωρίζει ὅτι στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τότε ἀκριβῶς ἔρχεται καὶ σπέρνει λογισμοὺς μέσα μας. Νά, πολλὲς φορὲς εἴμαστε ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, καὶ τίποτα δὲν συλλογιζόμαστε• πᾶμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ τότε χίλιες σκέψεις περνοῦν ἀπὸ τὸ νοῦ μας. Ἔτσι χάνουμε τοὺς καρποὺς τῆς προσευχῆς, φεύγοντας ἀπὸ τὸ ναὸ μὲ ἄδεια χέρια. Τὸ ἴδιο, βέβαια, γίνεται καὶ ὅταν προσευχόμαστε στὸ σπίτι μας ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.
Κάθε φορά, λοιπόν, πού, καθὼς προσευχόμαστε, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ νοῦς μας ἔχει φύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἔχει στραφεῖ σὲ βιοτικὰ πράγματα, ἂς τὸν φέρνουμε πίσω, ἀναγκάζοντάς τον νὰ μένει σταθερὰ καὶ προσεκτικὰ προσκολλημένος στὰ νοήματα τῆς προσευχῆς. Ἂς ἐπαναλαμβάνουμε, μάλιστα, τὴν προσευχὴ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Κι ἂν παθαίνουμε πάλι καὶ πάλι τὸ ἴδιο, ἂς τὴν ἐπαναλαμβάνουμε καὶ γιὰ τρίτη καὶ γιὰ τέταρτη φορά. Ἂς μὴ σταματᾶμε, πρὶν ποῦμε ὁλόκληρη τὴν προσευχή, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος, μὲ ἄγρυπνη διάνοια καὶ ἀδιατάρακτο λογισμό. Καὶ ὅταν ὁ διάβολος ἀντιληφθεῖ ὅτι δὲν καταθέτουμε τὰ ὄπλα, θὰ σταματήσει πιὰ κι αὐτὸς νὰ μᾶς πολεμάει.
Ὅταν παρουσιαζόμαστε γιὰ ὁποιοδήποτε ζήτημά μας σ’ ἕναν ἐπίγειο ἄρχοντα, εἴμαστε τόσο προσεκτικοὶ καὶ αὐτοσυγκεντρωμένοι, ὥστε δὲν βλέπουμε οὔτε ἐκείνους ποὺ βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στὸ νοῦ μας δὲν ὑπάρχουν παρὰ ὁ ἄνθρωπος, μπροστὰ στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε, καὶ τὸ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο θέλουμε νὰ τοῦ μιλήσουμε. Τὸ ἴδιο, πολὺ περισσότερο, δὲν πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν ὕψιστο Θεό, ἐμμένοντας σταθερὰ στὴν προσευχή μας καὶ μὴν περιφέροντας τὸ νοῦ ἐδῶ κι ἐκεῖ; Ἂν ἡ γλώσσα μας προφέρει προσευχητικὰ λόγια καὶ ἡ διάνοιά μας ὀνειροπολεῖ, τίποτα δὲν ἔχουμε νὰ ὠφεληθοῦμε. Ἀπεναντίας, θὰ κατακριθοῦμε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μὲ μεγαλύτερη ὑπομονὴ καὶ ἐντατικότερη προσοχὴ μιλᾶμε σὲ ἀνθρώπους παρὰ στὸν Κύριό μας. Στὸ κάτω-κάτω, κι ἂν ἀκόμα δὲν πάρουμε τίποτε ἀπ’ Αὐτόν, τὸ νὰ βρισκόμαστε σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί Του μικρὸ καλὸ εἶναι; Ἂν ὠφελούμαστε πολύ, ὅταν συζητᾶμε μ’ ἕναν ἐνάρετο ἄνθρωπο, πόσο θὰ ὠφεληθοῦμε, ἀλήθεια, συνομιλώντας μὲ τὸν Πλάστη, τὸν Εὐεργέτη, τὸ Σωτήρα μας, ἔστω κι ἂν δὲν μᾶς δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητᾶμε;
Γιατί, ὅμως, δὲν μᾶς δίνει; Θὰ τὸ τονίσω γι’ ἄλλη μία φορά: Γιατί συνήθως Τοῦ ζητᾶμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πὼς εἶναι καλὰ καὶ ὠφέλιμα. Δὲν γνωρίζεις, ἄνθρωπέ μου, τὸ συμφέρον σου. Ἐκεῖνος, ποὺ τὸ γνωρίζει, δὲν εἰσακούει τὴν παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο ἀπὸ σένα γιὰ τὴ σωτηρία σου. Ἂν οἱ γονεῖς δὲν δίνουν πάντα στὰ παιδιὰ τοὺς ὅ,τι τοὺς ζητοῦν, ὄχι βέβαια ἐπειδὴ τὰ μισοῦν, μὰ ἐπειδή, ἀπεναντίας, ὑπερβολικὰ τὰ ἀγαποῦν, πολὺ περισσότερο θὰ κάνει τὸ ἴδιο ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καὶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας, μᾶς ἀγαπᾶ καὶ καλύτερα ἀπ’ ὅλους γνωρίζει ποιὸ εἶναι τὸ καλό μας.
Ὅταν, λοιπόν, ἀποκάνεις ἱκετεύοντας τὸν Κύριο, κι Ἐκεῖνος δὲν σοῦ δίνει σημασία, μὴν παραπονιέσαι. Ξεχνᾶς, ἄλλωστε, πόσες φορὲς ἐσὺ ἄκουσες κάποιον φτωχὸ νὰ σὲ παρακαλάει καὶ δὲν τοῦ ἔδωσες σημασία; Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανες ἀπὸ σκληρότητα, ἐνῶ ὁ Θεὸς τὸ κάνει ἀπὸ φιλανθρωπία. Ὡστόσο, ἐνῶ δὲν δέχεσαι νὰ κατηγορήσουν ἐσένα, ποὺ ἀπὸ σκληρότητα δὲν ἄκουσες τὸν συνάνθρωπό σου, κατηγορεῖς τὸ Θεό, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία δὲν σὲ ἀκούει.
Εἶπα ὅμως προηγουμένως, ὅτι κι ὅταν ἀκόμα δὲν σὲ ἀκούει, ἡ ὠφέλειά σου ἀπὸ τὴν προσευχὴ εἶναι μεγάλη. Γιατί εἶναι ἀδύνατο ν’ ἁμαρτήσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται πρόθυμα καὶ ἀδιάλειπτα, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ συντρίβει τὴν καρδιά του, ἀνεβάζει τὸ νοῦ του στὸν οὐρανὸ καὶ ὁμολογεῖ ταπεινὰ στὸν Κύριο τὰ ἁμαρτήματά του. Γιατί, ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριὰ κάθε φροντίδα γιὰ τὰ γήινα, ἀποκτάει φτερά, γίνεται ἀνώτερος ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα πάθη.
Τὰ δροσερὰ νερὰ δὲν δίνουν στὰ φυτὰ τόση θολερότητα, ὅση δίνουν τὰ δάκρυα στὸ δέντρο τῆς προσευχῆς, κάνοντάς το ν’ ἀνεβαίνει ψηλά, ὡς τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μάλιστα, Ἐκεῖνος εἰσακούει τὴν προσευχή μας. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἰσακούσει τὴν προσευχὴ μιᾶς ψυχῆς, ποῦ στέκεται μπροστά Του μὲ αὐτοσυγκέντρωση, μὲ κατάνυξη, μὲ ταπείνωση; Μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἔχει μεταφερθεῖ νοερὰ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό; Μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἔχει διώξει κάθε ἀνθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτικὴ μέριμνα, κάθε ἐμπαθῆ προσκόλληση, κι ἔχει ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴ μυστικὴ καὶ πανευφρόσυνη κοινωνία μὲ τὸν Κύριό της;
Ναί, ἔτσι πρέπει νὰ προσεύχεται ὁ χριστιανός. Ἀφοῦ συγκεντρώσει καὶ ἐντείνει ὅλη του τὴ σκέψη, τότε νὰ ἱκετεύει τὸ Θεὸ ἔμπονα. Δὲν χρειάζεται νὰ λέει ἀτέλειωτα λόγια, φτάνουν τὰ λίγα καὶ ἁπλά. Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Κυρίου στὴν προσευχὴ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν λόγων, ἀλλ’ ἀπὸ τὴ νήψη τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
Ὅποιος προσεύχεται, λοιπόν, ἂς μὴ λέει περίσσια λόγια. Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Παῦλος, ἄλλωστε, μᾶς σύστησαν νὰ προσευχόμαστε συχνά, ἀλλὰ μὲ συντομία καὶ μικρὰ διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας τὴν προσευχή, εἶναι δυνατὸ νὰ χάσεις τὴν προσοχή. Κι ἔτσι δίνεις τὴν εὐκαιρία στὸ διάβολο νὰ σὲ πλησιάσει καὶ νὰ σοῦ ὑποβάλει τοὺς δικούς του λογισμούς. Ἄν, ὅμως, οἱ προσευχές σου εἶναι σύντομες καὶ συχνές, τότε θὰ μπορεῖς εὔκολα νὰ τὶς κάνεις μὲ προσοχὴ καὶ νήψη, καλύπτοντας μ’ αὐτὲς ὅλο τὸν διαθέσιμο χρόνο σου.
Καὶ μὴ μοῦ πεῖς, ὅτι, καθὼς εἶσαι συνέχεια ἀπασχολημένος μὲ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς, δὲν μπορεῖς νὰ τρέχεις κάθε τόσο στὴν ἐκκλησία οὔτε νὰ προσεύχεσαι ὅλη μέρα. Στὴν ἐκκλησία, ἔστω, δὲν μπορεῖς νὰ πηγαίνεις. Ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, ὅμως, μπορεῖς νὰ στήσεις τὸ θυσιαστήριό σου. Οὔτε ὁ τόπος οὔτε ἡ ὥρα σὲ ἐμποδίζουν. Κι ἂν δὲν γονατίσεις, κι ἂν δὲν κλάψεις, κι ἂν δὲν ὑψώσεις τὰ χέρια σου στὸν οὐρανό, ἡ προσευχή σου θὰ εἶναι τέλεια, ἐφόσον θὰ ἔχεις διάνοια θερμή. Ἐσὺ ποὺ βαδίζεις στὸ δρόμο, ἐσὺ ποὺ βρίσκεσαι στὴν ἀγορά, ἐσὺ ποὺ ταξιδεύεις στὴ θάλασσα, ἐσὺ ποὺ κάθεσαι στὸ ἐργαστήριό σου, ἐσὺ ποὺ μαγειρεύεις στὸ σπίτι σου, ἐσὺ ποὺ καλλιεργεῖς τὸ χωράφι σου κι ἐσὺ ποὺ σὲ κάποιαν ἄλλη ἐργασία καταγίνεσαι, ὅταν δὲν μπορεῖτε νὰ ἔρθετε στὴν ἐκκλησία, κάντε, ἐκεῖ ποὺ εἶστε, προσευχὴ ἐκτενῆ καὶ προσεκτική. Ὁ Θεὸς δὲν νοιάζεται γιὰ τὸν τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιᾶς καὶ ἁγνότητα ψυχῆς.
“Και τί θὰ λέω, ὅταν προσεύχομαι;”, θὰ μὲ ρωτήσεις. Θὰ λὲς ὅ,τι καὶ ἡ Χαναναία τοῦ Εὐαγγελίου. «Ἐλέησέ με, Κύριε!», παρακαλοῦσε ἐκείνη. «Ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιο». “Ελέησέ με, Κύριε!”, θὰ παρακαλᾶς κι ἐσύ. “Η ψυχή μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιο”. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι μεγάλος δαίμονας. Ὁ δαιμονισμένος ἐλεεῖται, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀποδοκιμάζεται. “Ελέησέ με!”. Μικρὴ εἶναι ἡ φράση. Καὶ ὅμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, ὅπου ὑπάρχει ἔλεος, ἐκεῖ ὑπάρχουν ὅλα τὰ ἀγαθά.
Καὶ ὅταν βρίσκεσαι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, φώναζε μυστικά: “Ἐλέησέ με!”. Φώναζε μὲ τὴ σκέψη σου, χωρὶς νὰ κινεῖς τὰ χείλη σου. Γιατί ὁ Θεὸς μᾶς ἀκούει καὶ ὅταν σωπαίνουμε. Δὲν ἀπαιτεῖται τόσο τόπος, ὅσο τρόπος προσευχῆς. Καὶ στὸ λουτρὸ ἂν εἶσαι, νὰ προσεύχεσαι. Ὅπου κι ἂν εἶσαι, νὰ προσεύχεσαι. Ὅλη ἡ κτίση εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐσὺ ὁ ἴδιος εἶσαι ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ψάχνεις τόπο γιὰ νὰ προσευχηθεῖς;
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
imverias.blogspot.