Στην αρχή της πνευματικής σου προσπάθειας ήρθε η Χάρις του Θεού και σε επισκίασε. Όλα γινόταν με χαρά και εύκολα. Είχες μέσα σου χαρά, αισθανόσουν τον Χριστό στην προσευχή σου, στην ανάσα σου, στην ζωή σου. Τώρα νιώθεις ότι Τον έχεις χάσει. Απογοητεύεσαι. Στις δυσκολίες, στους πειρασμούς και στις δοκιμασίες της ζωής σου νιώθεις μόνη σου. Ψάχνεις τον Θεό μα δεν Τον βρίσκεις. Αισθάνεσαι εγκαταλελειμμένη.
Εκκλησιάζεσαι, μελετάς τον Λόγο του Θεού, εξομολογήσε τακτικά, όμως ο Θεός είναι απών. Πού είναι ο Χριστός; Πού πήγε η Χάρις του; Τι έκανα λάθος; Τι κάνω λάθος; Αυτά και άλλα πολλά μου έγραψες. Αυτό που βιώνεις το έχουν περιγράψει μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας από την δική τους πείρα.
Το αίσθημα αυτό της εγκατάλειψης του Θεού είναι ένα γεγονός το οποίο στιγματίζει την πνευματική προσπάθειά μας λόγο του ναρκισσισμού μας. Σκέψου ότι μόνο που νιώθεις αδικημένη, εγκαταλελειμμένη είναι δείγμα του εγωισμού. Δεν μπορείς να αποδεχτείς ότι έκανες κάτι λάθος. Περιμένεις την αναταπόδωση ως ένα μισθωτός. Θέλεις τον Χριστό, λες· όμως ουσιαστικά προσδοκείς κάτι από τον Χριστό. Αντιδράς και απογοητεύεσαι διότι δεν μπορείς να δεχθείς ότι χρειάζεται τόσος κόπος και πόνος, τόση αυταπάρνηση και υπομονή σ’αυτήν την ζωή.
Σπάνια κάποιος μπορεί να κρατήσει την δωρεάν Χάρη του Θεού που εμφανίζεται στην αρχή της πνευματικής του προσπάθεια χωρίς να την απωλέσει. Μόνο ο πραγματικά ταπεινός. Αυτός που ζει ως έσχατος κατ’ επίγνωσιν και κατ’επιλογήν μένει χαριτωμένος.Όπως σημειώνει ο μακαριστός γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ: “Σχεδόν όλοι μας πέφτουμε στην παγίδα να πλησιάζουμε τον Θεό ατομικά-νοητικά, αφήνοντας την υπόλοιπη δημιουργία στο περιθώριο”. Εδώ έγκειται ο ναρκισσισμός μας. Βλέπουμε τον εαυτό μας και τον Χριστό και τίποτα πέρα από αυτό. Γι’αυτό και ενώ στην αρχή ο Χριστός μας γλυκαίνει με την Χάρη του, μετά αποτραβιέται για να ταπεινωθούμε, για να μην νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι σπουδαίοι από μόνοι μας.
Στην αρχή όλα τα πνευματικά ήταν εύκολα, τώρα όμως χρειάζεται κόπος, προσπάθεια μεγάλη. Η ενθύμηση του πρώτου καιρού -της γλυκάδος της Χάριτος- υπάρχει μέσα στην καρδιά μας ώστε να μην απογοητευόμαστε αλλά να ελπίζουμε. Μέσα από την θεοεγκατάλειψη οι Άγιοι συνειδητοποίησαν την Πατρότητα του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει ότι ο…
άνθρωπος μπορεί να γίνει άπληστος και αχάριστος όταν του δοθούν όλα εύκολα και δωρεάν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί να γίνει σκληρός με τους άλλους· να ξεχάσει τον συνάνθρωπο, να αποκοπεί από την Δημιουργία, νομίζοντας ότι ο “πνευματικός του θρίαμβος” αρκεί.
Ουσιαστικά όμως από αυτά που μου έγραψες διαπιστώνω το εξής: Αισθάνεσαι την θεοεγκατάλειψη την ώρα της δοκιμασίας και του πειρασμού. Εάν δεν υπήρχαν πειρασμοί και δοκιμασίες, θα το αισθανόσουν; Τελικά μήπως δεν είναι θεοεγκατάλειψη αλλά εγκατάλειψη από μέρους σου; Μήπως απλά αναζητάς τον Χριστό στα δύσκολα; Διότι οι Άγιοι βίωναν την θεοεγκατάλειψη όχι επειδή ο Θεός δεν τους έκανε τα χατίρια ή επειδή περνούσανε κάποιον πειρασμό ή δοκιμασία, βίωναν την θεοεγκατάλειψη ως την ίδια την δοκιμασία που καλούνται να περάσουν όπως ο χρυσός μέσα από το καμίνι. Η προσευχή τους δεν καταναλωνόταν σε αιτήματα επίγεια και κοσμικά αλλά ήταν κυρίως μια αυθεντική κένωση του ανθρώπου προς τον Θεό. Αυτό που έλεγε ο γέροντας Αιμιλιανός: “Κύριε σβήσε με, πάψε με ώστε να είσαι μόνο εσύ σε μένα”. Μεγάλο παράδειγμα θεοεγκατάλειψης (για λόγους παιδαγωγίας) βλέπουμε στον βίο του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, ενός μεγάλου ασκητού, ενός ησυχαστού που έζησε σε κοινόβιο. Βλέπουμε τον Άγιο να παλεύει με τον Θεό. Να παλεύει χωρίς σταματημό, μέρα και νύχτα, την ώρα της ακολουθίας, την ώρα της εργασίας, την ώρα της προσευχής.
Ο Κύριος όμως απών. Καμία παρηγορία. Καμία θαλπωρή. Ο Άγιος βιώνει την απόλυτη μοναξιά. Παλεύει τώρα μόνος του, με τον εαυτό του. Νιώθει χαμένος, φτάνει στις εσχατιές της πίστης του. Ένα βράδυ, όπως κάθε βράδυ, γονατίζει και προσεύχεται. Μιλά στον Θεό, Τον αναζητά, κλαίει για την μοναξιά του, κλαίει για την αμαρτία του, κλαίει για την ορφάνια του. Αγαπά τον Χριστό αλλά απαιτεί και την παρουσία Του. Ξεστομίζει βαριά κουβέντα: “Θεέ μου, είσαι αδυσώπητος”! Και τότε, μέσα στην απόγνωσή του, μέσα στην κραυγή της ύπαρξής του για λίγη παρηγοριά εμφανίζεται μπροστά του ο Νυμφίος της ψυχής του.
Ο Χριστός στέκει μπροστά στον Σιλουανό. Στέκει εκεί βλέποντας το πλάσμα του να κλαίει. Να κλαίει γι’Αυτόν, όχι για κάτι άλλο, να φωνάζει Αυτόν, όχι για κάτι άλλο. Αυτόν θέλει, Αυτόν ποθεί, με Αυτόν τα έχει βάλει. Στέκει λοιπόν εκεί, μπροστά στον Σιλουανό, αυτόν τον άνθρωπο που τόλμησε μέσα από τον πόθο του και την αγάπη του προς τον Χριστό να φτάσει να ονομάσει τον Χριστό αδυσώπητο. Γι’αυτό και ο Πανοικτίρμων Κύριος στέκει τώρα μπροστά του. Ανοίγει το μακάριο στόμα Του και λέγει: “Σιλουανέ, έχε το νου σου στον Άδη, και μην απελπίζου”.
Ο Σιλουανός ντύνεται σ’αυτήν την χαρά που μόνο το άγγιγμα του Θεού μπορεί να δώσει. Κλαίει τώρα από ευτυχία, από ειρήνη. Όλα κατανοούνται βαθιά, όλα πλέον φωτίζονται. Ακόμα και τότε που όλα χάνονται μην απελπίζεσαι. Τότε που φαινόταν ότι έφτασε στα όριά του, έρχεται ο Χριστός και καταργεί αυτά τα όρια. Τα ρίχνει στον Άδη, τα υψώνει στον Ουρανό. Που βρίσκεις τον Θεό; με ρωτάς. Δεν Τον βρίσκεις εσύ, σε έχει βρει Αυτός εδώ και καιρό. Δεν μπορείς εσύ να Τον ανακαλύψεις, Αυτός θα σου αποκαλυφθεί, όταν θέλει και όπως θέλει. Εσύ μην απελπίζεσαι. Ακόμα και τότε που χάνεσαι, ακόμα και τότε που η ζωή σου είναι σαν τον Άδη, μην απελπίζεσαι. Ησύχασε. Ησύχασε γιατί η μεγαλύτερη απειλή που είναι ο θάνατος έχει γίνει ζωή.
“Ιδού η πλέον σύντομος και εύκολος οδός προς την σωτηρίαν: Έσο υπήκοος, εγκρατής, μη κατακρίνης και φύλαττε τον νουν και την καρδίαν σου από τους κακούς λογισμούς. Σκέπτου, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και ότι τους αγαπά ο Κύριος. Ένεκα αυτών των ταπεινών σκέψεων η χάρις του Αγίου Πνεύματος θα ενοικήση εν τη καρδία σου, και συ θα λέγης «Ελεήμων ο Κύριος!». Εάν όμως κατακρίνης, είσαι μεμψίμοιρος, αγαπάς να κάμνης το θέλημά σου, τότε έστω και αν προσεύχησαι πολύ, η ψυχή σου θα πτωχεύη και θα λέγης: «Με εγκατέλειψεν ο Κύριος». Όμως δεν είναι ο Κύριος, όστις σε εγκατάλειψειν, αλλά συ εξέκλινας εκ της οδού της ταπεινώσεως, και δι’ αυτό η χάρις του Θεού δεν μένει εις την ψυχήν σου.
Η Παναγία υπήρξεν ταπεινή περισσότερον «παρά πάντας τους ανθρώπους τους όντας επί της γης» και διά τούτο δοξάζεται εις τον ουρανόν και επί της γης. Και κάθε άνθρωπος όστις ταπεινούται, θα δοξασθή υπό του Θεού και θα βλέπη την δόξαν του Κυρίου.Ψυχή, ήτις εγνώρισε τον Κύριον διά Πνεύματος Αγίου, εκτείνεται ορμητικώς προς Αυτόν. Η μνήμη Του με δύναμιν αρπάζει τον νουν, ώστε λησμονεί τον κόσμον. Και όταν πάλιν μνησθή του κόσμου, τότε διαπύρως ποθεί διά πάντας την ιδίαν χάριν, και προσεύχεται δι’ όλον τον κόσμον, ίνα οι πάντες μετανοήσωσι και γνωρίσωσιν, οπόσον ελεήμων είναι ο Θεός. Μακάριος εκείνος ο οποίος δεν απώλεσε την χάριν του Θεού, αλλά αναβαίνει εκ δυνάμεως εις δύναμιν. Άνευ της χάριτος του Θεού όμοιοι είμεθα προς κτήνη, αλλά κατά την χάριν ο άνθρωπος μέγας είναι παρά Θεώ”. (Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης)
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
iellada.gr