Γιατί επιτρέπει ο Θεός το κακό στον κόσμο;

Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται.

Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε: – Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου. Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα. Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ’ ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού.

Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα. Ο γέροντας, όταν τ’ άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ’ ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος. Εκεί κοντά ήταν μία βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά. Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε. Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα. Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν’ αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά.

Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ’ απ’ τα χωράφια. Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει. Την ώρα, που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμισε επάνω του. Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε. Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.

Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα απ’ την κουφάλα και θαύμαζε. Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο, έλεγε:

– Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, Σε παρακαλώ, πώς υπομένει η αγαθότητα Σου τέτοια αδικία. Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!

Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο Άγγελος Κυρίου και του είπε:
– Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού. Αλλά άπ’ αυτά πού συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατά οικονομία. Άκουσε λοιπόν: Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά. Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση.

Γι’ αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά. Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο. Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα. Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο πού έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!». Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή πού εκδήλωσε τη μετάνοιά του.

Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο. Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο – όπως του το είχε ζητήσει – και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντας του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι’ αυτό του το φιλότιμο! Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του. Το άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια. Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!

»Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός; Γι’ αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες. Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας: «Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.» (Ψαλμ. ΡΙΗ, 137).

Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης

 synodoiporia.

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Συμμετέχοντας στις Ιερές Ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

  Διανύουμε την ιερότερη περίοδο του εκκλησιαστικού μας έτους. Την Μεγάλη Σαρακοστή. Ένα χρονικό διάστημα που θα μας οδηγήσει στο Πάσχα. Κι ως τότε: Νηστεία, εγκράτεια, αγώνας και μπόλικη προσευχή. Ως την «ἑορτή τῶν ἑορτῶν», τό Πάσχα, οἱ Ἱερές Ἀκολουθίες, οἱ ὁμαδικές αὐτές προσευχές πού τελοῦνται στούς Ὀρθόδοξους Ναούς μας – τουλάχιστον ὅπου ὑπάρχει ἐφημέριος – εἶναι ἀρκετές, εἶναι κατανυκτικές, γλυκές, κουραστικές καί ταυτόχρονα …ξεκούραστες. Κουραστικές για το στόμα από τα πολλά ψαλλόμενα, κουραστικές για τα πόδια από την ορθοστασία, αλλά ξεκούραστες για τη ψυχή και το ανθρώπινο ταλαιπωρημένο πνεύμα. Η κάθε ενορία, με τούτο το Σαρακοστιανό λειτουργικό πρόγραμμα, μεταμορφώνεται σ’ ένα μικρό Μοναστήρι! Κι είναι όμορφη αυτή η εμπειρία. Η κάθε ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι ένα εικοσιτετράωρο γεμάτο προσευχή! «Ἀπό φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός». Η εκκλησιαστική ημέρα ξεκινά πάντα το απόγευμα. Έτσι οι καμπάνες, τα στόματα αυτά των Ναών που προσκαλούν όσους πιστούς θέλουν στο επίγειο σπίτι του Θεού Πατέρα, χτυπούν ρυθμικά κάθε απόγευμα. Κι ο Ιερεύς και οι λιγοστοί πιστοί συμπροσεύχονται με την Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου. Ένα σύνολο ψαλμών, κατανυκτικών ύμνων και ευχών. Οι παλαιότεροι την ονόμαζαν «Κύριε τῶν δυνάμεων», γιατί ακούγεται τούτος ο υπέροχος ύμνος. Ένας ύμνος που διαδηλώνει προς κάθε κατεύθυνση πως ο Θεός είναι δυνατότερος, ισχυρότερος, βοηθός, σκεπαστής και σωτηρία. Ένας ύμνος που προσκαλεί το Θεό να έλθει κοντά στον άνθρωπο! «Μεθ’ ἠμῶν γενού», έλα μαζί μας… Το λειτουργικό πρωινό ξεκινά με την Ακολουθία του Μεσονυκτικού. Προσευχή που παλαιότερα γινόταν τα μεσάνυχτα. Καθώς απλώνει η νύκτα τη σκοτεινιά της, ο πιστός σκέφτεται το θάνατο, το τέλος της επίγειας ζωής του και καταφεύγει στον Πλάστη του ζητώντας το θείο Του έλεος! Μιλά με το Θεό χωρίς πολλούς ύμνους, τροπάρια και ψαλμωδίες. «Ἐλέησον με», Του λέει και Τον παρακαλεί. Καί καθώς συμμαζεύει ἡ νύχτα τή ψύχρα καί τή μαυρίλα της, συνεχίζουμε τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Σάν τίς Μυροφόρες πού μαζί μέ τή Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ «ὄρθρου βαθέως» έτρεξαν στον Τάφο του Κυρίου, τρέχουμε κι εμείς στο Ναό. Είναι μία προσευχή που μας θυμίζει πολλά μα, κυρίως τον Άγιο που γιορτάζει τη κάθε μία ημέρα και τους βασικούς στόχους της Μεγάλης Σαρακοστής, τη μετάνοια, τη νηστεία, την εγκράτεια… Λίγο πριν κλείσει ο Όρθρος αρχίζουν οι Ακολουθίες των Ωρών. Η κάθε μία – η Πρώτη, η Τρίτη, η Έκτη και η Ενάτη – μας θυμίζει κάποιο σημαντικό γεγονός από τη ζωή της Εκκλησίας μας. Τη Σταύρωση, το Θάνατο του Ιησού, την Πεντηκοστή… Και, Τετάρτες και Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, έχουμε τη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Εσπερινός και Λειτουργία μαζί! Ήθελαν οι παλαιότεροι Χριστιανοί να κοινωνούν τακτικότερα: Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο! Τι να γράψω για τα δειλινά των Παρασκευών, με την Ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου; Άλλη νότα, άλλο ύφος, άλλα λόγια, άλλα ψαλσίματα. Ελπιδοφόρα, χαρούμενα. Κυριαρχεί Αυτή που βασιλεύει στις καρδιές μας, η Παναγία η Κεχαριτωμένη, όπως Την ονόμασε ο Αρχάγγελος. Πόσες παιδικές θύμισες δεν κουβαλά ο καθένας μας από τα βράδια εκείνα των Χαιρετισμών! Δυστυχώς, τα παιδιά μας σήμερα, πνιγμένα στα φροντιστήρια και στις άλλες εξωσχολικές τους ενασχολήσεις, αύριο θα είναι στεγνά από όλα δαύτα… Ακολουθία – κατά τη γνώμη μου –  γλυκύτερη, θεωρώ πως είναι ο Κατανυκτικός Εσπερινός της Κυριακής, ο Εσπερινός της συγνώμης. Θαυμάσια τροπάρια! Μας μεταγγίζουν το θείο έλεος. Μας αρπάζουν τη ψυχή και μας τη μεταφέρουν στο θρόνο του Θεού για να Του πούμε δακρυσμένοι: «Κύριε, μη αποστρέψεις το πρόσωπό Σου, από μένα το παιδί Σου, γιατί θλίβομαι, υποφέρω και πονώ παντοιοτρόπως»… «Κύριε, συγχώρεσε με, γιατί κι εγώ συμφιλιώθηκα με τον αδελφό μου». Τι κρίμα που όλες αυτές τις Ακολουθίες της «Ἁγίας Σαρακοστῆς», τις αγνοούν οι Χριστιανοί μας! Σίγουρα είναι δύσκολο κάποιος να τις παρακολουθήσει όλες. Οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, οι εργασίες μας αποπνικτικές, ο χρόνος μας λίγος κι η θέλησή μας μηδαμινή… Όμως, αξίζει τον κόπο. Μία απόφαση χρειάζεται, μία προσπάθεια. «Πίστη» και «πόθος»… Για να καταλάβουμε πως ήρθε Σαρακοστή και πως, έρχεται το Πάσχα. π. Χρήστος Πιτιρίνης

διαβάστε περισσότερα »

Ο Ψάλτης και ο διάβολος.

Ο μοναχός Προκόπιος από το κελί «Εισόδια της Θεοτόκου», Αγία Άννα το ερημητήριο, είχε μεγάλη επιθυμία να μάθει μουσική, για να δοξάσει τον Θεό όπως οι άλλοι μοναχοί. Επειδή όμως ήταν λίγο ψεύτικος, οι γονείς του απέφευγαν να του μάθουν μουσική. Ο μοναχός Προκόπιος είχε το χάρισμα από τον Θεό να λέει ακατάπαυστα την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», και στο αριστερό του χέρι κρατούσε πάντα το κομποσχοίνι, το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ. Μια μέρα, λυπημένος γιατί δεν έβρισκε κανέναν να του διδάξει μουσική και ανησυχώντας υπερβολικά γι’ αυτό, σταμάτησε να λέει την προσευχή. Περπατώντας στην έρημο, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένας ευσεβής γέρος, άγνωστος στον μοναχό, ο οποίος του είπε: – Αδελφέ Προκόπιε, γιατί είσαι τόσο λυπημένος; Τι σε νοιάζει; Τότε ο μοναχός Προκόπιος του απάντησε: – Τι φταίει, Γκερόντα, θέλω κι εγώ να μάθω λίγη μουσική και δεν βρίσκω κανέναν να με μάθει, γιατί οι Γονείς μου λένε ότι είμαι λίγο ψεύτικος. Ο γέρος του είπε: – Μα γι’ αυτό στενοχωριέσαι, καημένη; Θα σου διδάξω μουσική και θα σε κάνω το καλύτερο ψαλτήρι του Αγίου Όρους. Θα τραγουδήσεις σαν το πιο όμορφο αηδόνι, αλλά θέλω κι εγώ κάτι από σένα. – Δηλαδή, τι θέλεις από μένα;, τον ρώτησε ο μοναχός Προκόπιος. Θέλεις να σε πληρώσω; Θα σου δώσω όσα ζητήσεις. Τότε εκείνος ο γέρος του απάντησε: – Η πληρωμή που θα μου δώσετε είναι να πετάξεις από τα χέρια σας αυτό που ονομάζετε κομποσχοίνι και να σταματήσεις να λές αυτή την προσευχή. Και για αυτό θα σας διδάξω ό,τι θέλετε. Μόλις το άκουσε αυτό, ο μοναχός Προκόπιος κατάλαβε ότι αυτός που του εμφανίστηκε δεν ήταν μοναχός, αλλά ο πολύ πανούργος διάβολος, που ήθελε να τον κάνει να σταματήσει να προσεύχεται. Αμέσως έκανε το σημείο του Σταυρού και είπε: «Πήγαινε πίσω μου, πονηρέ σατανά! Δεν χρειάζομαι τη μουσική σου, ούτε τα κόλπα σου, ούτε τα υπάρχοντά σου ». Και αμέσως ο διάβολος εξαφανίστηκε. ______________________________ Από αυτό μαθαίνουμε πόσο φοβάται ο διάβολος το κομποσχοίνι για τον οποίο καλά λένε οι Πατέρες ότι είναι το όπλο του χριστιανού ενάντια στον διάβολο, και της Προσευχής του Ιησού, που καίει τον πονηρό. Ενώ δεν φοβούνται τόσο πολύ και προσέχουν τους ψαλμούς, γιατί ξεχωρίζουν εύκολα από την προσευχή τραγουδώντας και πέφτουν σε εγωισμό και υπερηφάνεια.

διαβάστε περισσότερα »

Για να φτάσει κάποιος στο σημείο να ματιάζει, πρέπει να έχει κάνει πλήθος μεγάλων αμαρτημάτων.

  Γεννιέται ένα παιδί και παρατηρούμε την ανοησία πολλών, να κρεμάνε στο χέρι και στα ρούχα του παιδιού «φυλαχτά», για να μην το ματιάξουν. Τί πιο γελοίο υπάρχει απ’ αυτό, από το να εμπιστεύονται την ασφάλεια του παιδιού σε κλωστές και νήματα και σε άλλα παρόμοια «φυλαχτά» και όχι στον Κύριο; Δεν θα έπρεπε να κρεμάνε «φυλαχτά», παρά μόνο το σταυρό, που κατακεραύνωσε τον διάβολο. (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) Πρώτος βαθμός μαγείας, της πιο μικρής που μπορεί να υποστεί ένας Ορθόδοξος, είναι η βασκανία, το μάτιασμα. Το μάτιασμα, είναι το μαύρο φως του διαβόλου που σκοτώνει τον άνθρωπο. Το φως αυτό είναι σαν ακτίνες Χ και περνούν από τα μάτια αυτού που βασκαίνει, στα μάτια αυτού που βασκαίνεται. Αυτοί που ματιάζουν, έχουν άπειρο μίσος, είναι πολύ κακοί άνθρωποι, στους οποίους υπάρχουν δαιμόνια στον εγκέφαλο και μέσω των ματιών τους, τα δαιμόνια διαχέουν το μαύρο φως του διαβόλου στα μάτια αυτών που βασκαίνουν. Για να φτάσει κάποιος στο σημείο να ματιάζει, πρέπει να έχει κάνει πλήθος μεγάλων αμαρτημάτων. Αυτός που ματιάζεται, έχει ένα μόνο πρόβλημα: Έχει τουλάχιστον μία ανεξομολόγητη αμαρτία, η οποία τον κάνει ευάλωτο στο μάτιασμα. Επομένως κάνοντας κανείς καθαρή εξομολόγηση, κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να τον ματιάσει. (Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα) Η βασκανία είναι μια μορφή δαιμονισμού, αλλά πάρα πολύ μικρή, διότι ο δαίμονας της βασκανίας είναι νάνος, πάρα πολύ μικρός σε σχέση με τα άλλα δαιμόνια. (Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα) Όταν τα παιδιά τα μικρά συμβεί να ματιαστούν, θα παίρνετε λίγο βαμβάκι, θα το βουτάτε στο κανδήλι που έχετε στις εικόνες σας και θα αλείφετε το παιδί στο μέτωπο και το πρόσωπο σταυροειδώς και θα λέτε τα εξής τροπάρια: «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της Οικουμένης, Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας, Σταυρός βασιλέων το κραταίωμα, Σταυρός πιστών το στήριγμα, Σταυρός Αγγέλων η δόξα καί των δαιμόνων το τραύμα. Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ημίν Σωτήρ ημών Δόξα Σοι.» Μπορείτε και με ένα Σταυρό μικρό να τα σταυρώνετε και να λέγετε τα ανωτέρω τροπάρια. Όταν υπάρχει Ιερεύς να τα σταυρώνει εκείνος και να λέει την ευχή της βασκανίας. Ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή είναι πρόσωπα ιερά και έχουν εξουσία στα παιδιά τους, μπορούν να «σταυρώνουν» τα παιδιά τους και μόνο τα παιδιά τους. Το ίδιο ισχύει και για τον παππού ή τη γιαγιά σε σχέση με τα εγγονάκια τους. (Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος) Ο άνθρωπος που τον πιάνει το «μάτι» και ματιάζεται είναι άοπλος, γιατί δεν έχει Χριστό πάνω του και δεν ζει τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας. Μοιάζει με έναν αδύναμο οργανισμό, που με την παραμικρή αφορμή αρρωσταίνει, γιατί δεν έχει τα ανάλογα αντισώματα. (Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας) Η Εκκλησία λύνει τα μάγια κατά της ψυχής και του σώματος, ενώ οι μάγοι και οι μάγισσες λύνουν τα μάγια του σώματος, όχι όμως και της ψυχής και έτσι παραμένει σκλαβωμένη η ψυχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μάτιασμα, η βασκανία, που η Εκκλησία την παραδέχεται και έχει ευχές για να «λύσει» το μάτιασμα. Όταν όμως οι άνθρωποι δεν καταφεύγουν στην Εκκλησία, δια των ιερέων Της, αλλά πάνε στην κυρία «Κατίνα» που ξεματιάζει και που είναι όργανο του σατανά, ο σατανάς αποσύρεται. Έτσι η κυρία Κατίνα γίνεται «αγία» στα μάτια του κόσμου και αυτός που θεραπεύτηκε από αυτήν, την βλέπει σαν σωτήρας της. Είναι τέχνασμα του σατανά. Ο σατανάς είναι αυτός που προκάλεσε το όλο ζήτημα του ματιάσματος και αυτός είναι πάλι που αποσύρεται. Και οι άνθρωποι πηγαίνοντας στον διάβολο (στην κυρία Κατίνα) και όχι στην Εκκλησία, χαίρεται, γιατί συλλαμβάνει την ψυχή κάνοντας καλά το σώμα. (Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας) Βλέπουμε πολλές κατεξοχήν γυναίκες να «ξεματιάζουν» και να υποκαθιστούν έτσι την Εκκλησία, που έχει ειδική ευχή για την βασκανία. Πίσω από αυτήν την ενέργεια του «ξεματιάσματος» κρύβεται ο διάβολος. Μα το «Πάτερ ημών…» λέει η κυρία Κατίνα και «ξεματιάζει» που είναι το κακό, λένε πολλοί. Κανένα αγκρίστρι δεν πιάνει ψάρι, χωρίς δόλωμα. «Πάτερ ημών» θέλει ο διάβολος να του βάλεις, μα είναι δικό του το αγκίστρι. Και φεύγει ο διάβολος από τον ματιασμένο από σκοπού, για να φανεί στον άλλον, ότι η Εκκλησία δεν έχει δύναμη, «να η κυρία Κατίνα την έχει την δύναμη», αλλά και η κυρία Κατίνα, που είναι όργανο του σατανά, χωρίς να το καταλαβαίνει, να πιστέψει ότι είναι κάποια. Μ’ αυτόν τον πονηρό τρόπο, ο διάβολος λύνει τα μάγια του σώματος εκείνου που «ματιάστηκε», αλλά παράλληλα σκλαβώνει την ψυχή του. (Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας)  

διαβάστε περισσότερα »

Η νυχτερινή προσευχή καθαρίζει την σκουριά των αμαρτιών μας.

Η προσευχή της Εκκλησίας έχει τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε και αν ακόμη είμαστε πιο άφωνοι και από τις πέτρες, θα μπορούσε να κάνει τη γλώσσα μας πιο ελαφρά από το φτερό. Διότι, όπως ο ζέφυρος (άνεμος) όταν φυσάει στα πανιά του πλοίου το κάνει να τρέχει πιο γρήγορα από το βέλος, έτσι και η προσευχή της Εκκλησίας όταν πέσει στη γλώσσα αυτού που τη λέει, κινεί τον λόγο δυνατότερο από τον ζέφυρο. Πόση τιμή δεν έχει το πράγμα, να είναι κάποιος άνθρωπος και να συνομιλεί με τον Θεό, όλοι το γνωρίζουν, αλλά να δείξουν με λόγια το μέγεθός της δεν μπορούν οι πολλοί, διότι αυτή η τιμή ξεπερνά και των Αγγέλων τη μεγαλοπρέπεια. Αυτό το γνωρίζουν οι ίδιοι οι Άγγελοι, αφού φαίνονται πως έφερναν τις δεήσεις των Προφητών στον Θεό, τους ύμνους και τις λατρείες στον Δεσπότη με φόβο πολύ, έχοντας και τα πόδια σκεπασμένα από τη μεγάλη ευλάβεια. Αλλά αν εκείνοι που πετούν και δεν ησυχάζουν καθόλου δείχνουν τον φόβο που έχουν, τούτο μου φαίνεται ότι το κάνουν για να εκπαιδεύουν εμάς στον καιρό της προσευχής, για να λησμονούμε την ανθρώπινη φύση. Και με την προθυμία και τον φόβο που έχουμε, να μην βλέπουμε, ούτε να φανταζόμαστε κανένα πράγμα τούτου του κόσμου, αλλά να μας φαίνεται πως είμαστε μεταξύ των Αγγέλων και προσφέρουμε τη λατρεία που προσφέρουν κι εκείνοι. Διότι όλα τα άλλα, τα δικά μας, είναι πολύ χωρισμένα από τα δικά τους· και η φύση και ο τρόπος ζωής και η σοφία και η φροντίδα και ό,τι άλλο· η προσευχή όμως είναι κοινό έργο των Αγγέλων και των ανθρώπων. Αυτή η προσευχή σε ξεχωρίζει από τα άλογα ζώα, αυτή η προσευχή σε κάνει σύντροφο των Αγγέλων· αυτή μπορεί γρήγορα να σε ανεβάσει στη δική τους πολιτεία, στη ζωή, στη δίαιτα, και την τιμή και τη συγγένεια, και τη σύνεση και τη σοφία, και να σε κάνει να φροντίζεις όλη σου τη ζωή να βρίσκεσαι σε προσευχές και στη λατρεία του Θεού. «O Πέτρος» λέει «ήταν στη φυλακή· η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στον Θεό γι’ αυτόν» (Πράξ. 12, 5). Ακούτε πώς τους αισθάνονταν τους δασκάλους τους; Δεν επαναστάτησαν, δεν θορυβήθηκαν, αλλά κατέφυγαν στην προσευχή, την πραγματικά άμαχη σύμμαχο… Άρα τίποτε δεν είναι καλύτερο από τη μέτρια θλίψη. Ανυμνούσαν τον Θεό με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αγόρια, κορίτσια, και είχαν γίνει με τη θλίψη πιο καθαροί από τον ουρανό. Ενώ τώρα, αν δούμε μικρό κίνδυνο, πέφτουμε σε αδράνεια. Τίποτε δεν ήταν λαμπρότερο από εκείνη την Εκκλησία. Ας τους μιμηθούμε αυτούς, ας τους ζηλέψουμε. Η νύχτα δεν έγινε για να κοιμόμαστε συνεχώς και να βρισκόμαστε σε αργία. Και αυτό το μαρτυρούν οι χειροτέχνες, οι αμαξηλάτες, οι έμποροι, η Εκκλησία του Θεού, που ξυπνά μέσα στη νύχτα. Σήκω και εσύ και κοίταξε τον χορό των άστρων, τη βαθιά σιγή, την πολλή ησυχία. Τότε η ψυχή είναι καθαρότερη· είναι πιο ελαφρά και πιο λεπτή, πετά πιο ελεύθερη· αυτό το σκοτάδι, η σιγή η πολλή, είναι ικανά να προκαλέσουν κατάνυξη. Και αν δεις τον ουρανό και τα στίγματα των άστρων σαν να είναι άπειρα μάτια, θα αισθανθείς κάθε γλυκύτητα, φέρνοντας αμέσως στον νου σου τον Δημιουργό. Αν σκεφτείς ότι αυτοί που στη διάρκεια της ημέρας κραυγάζουν, γελούν, σκιρτούν, πηδούν, πλεονεκτούν, απειλούν ότι θα προκαλέσουν χιλιάδες κακά, αυτοί τώρα δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους νεκρούς, θα κατηγορήσεις όλη την ανθρώπινη αυθάδεια. Ήρθε ο ύπνος να ελέγξει τη φύση· είναι εικόνα του θανάτου, εικόνα της συντέλειας. Αν σκύψεις στο στενό, δεν θα ακούσεις φωνή· αν δεις στο σπίτι, θα τους δεις όλους ξαπλωμένους κάτω, σαν σε τάφο. Όλα αυτά είναι αρκετά για να διεγείρουν την ψυχή και να της προκαλέσουν την έννοια της συντέλειας. Γονάτισε, στέναξε, παρακάλεσε τον Κύριό σου να δείξει ευσπλαχνία· κάμπτεται ευκολότερα στις νυχτερινές προσευχές, όταν εσύ κάνεις την ώρα της αναπαύσεως ώρα θρήνων. Θυμήσου τον βασιλέα Δαυίδ τι έλεγε: «Κουράστηκα από τον στεναγμό μου, κάθε νύχτα λούζω το κρεβάτι μου, και βρέχω το στρώμα μου με τα δάκρυά μου» (Ψαλ. 6, 6). Όσο και να ζεις μέσα στις ανέσεις, πάντως όχι περισσότερο από εκείνον, όσο και να είσαι πλούσιος, δεν είσαι πλουσιότερος από τον Δαυίδ. Και πάλι ο ίδιος λέει: «Τα μεσάνυχτα σηκωνόμουν…» (Ψαλ. 118, 62). Τότε ούτε η κενοδοξία μας ενοχλεί, διότι πώς να μας ενοχλήσει όταν όλοι κοιμούνται και δεν βλέπουν; Τότε δεν μας επιτίθεται η ραθυμία και το χασμουρητό· πώς να μας επιτεθεί, όταν η ψυχή έχει τόσες αφορμές να διεγείρεται; Μετά δε από τέτοιες αγρυπνίες και ο ύπνος είναι γλυκός και αποκαλύψεις θαυμαστές συμβαίνουν. Όπου είναι ο Χριστός στη μέση, εκεί υπάρχει και πλήθος πολύ· όπου είναι ο Χριστός, απαραιτήτως βρίσκονται και Άγγελοι και Αρχάγγελοι και άλλες νοερές Δυνάμεις. Άρα δεν είστε μόνοι, αφού έχετε τον Κύριο των όλων. Αλλά κουράστηκα, λέει, την ημέρα πολύ και δεν μπορώ. Αυτά είναι δικαιολογίες και προφάσεις, επειδή όσο και να κουραστείς δεν θα κοπιάσεις όσο ο σιδηρουργός, που χτυπά τόσο βαρύ σφυρί από πολύ ψηλά πάνω στα πυρωμένα σίδερα και δέχεται όλη την κάπνα στο σώμα του, και όμως το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας το καταναλώνει έτσι. Κάνε, λοιπόν, και εσύ πνευματικό σιδηρουργείο που θα κατασκευάσει όχι χύτρες και καζάνια, αλλά την ψυχή σου, που είναι πολύ πιο πολύτιμη από τον σιδηρουργό και τον χρυσοχόο. Αυτήν που πάλιωσε από τις αμαρτίες, βάλε τη μέσα στο χωνευτήρι της εξομολογήσεως. Χτύπησε το βαρύ σφυρί από πολύ ψηλά, δηλαδή τους λόγους της κατακρίσεως του εαυτού σου. Άναψε τη φωτιά του Πνεύματος. Έχεις πολύ μεγαλύτερη τέχνη. Δεν συναρμολογείς σκεύη χρυσά, αλλά την πολυτιμότερη απ’ όλα τα χρυσάφια ψυχή. Άναψε την ψυχή με τη προσευχή. Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας. Ας ντραπούμε, αν όχι κανέναν άλλον, τους νυχτερινούς φύλακες. Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και τη σωτηρία σου και για τη φύλαξη των χρημάτων σου. Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή; Και

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο