Γιατί η ζωή μου ολόκληρη βρίσκεται στα χέρια του Θεού.
Γιατί με τη θέλησή Του υπάρχω, ζω και αναπνέω.
Γιατί η προσευχή είναι επικοινωνία με τον Θεό
Με την υπέρτατη Αγάπη, μέσα από την οποία αντλώ δύναμη
Να ατενίζω το μέλλον με αισιοδοξία
Και να μοιράζω φωτεινά χαμόγελα γύρω μου.
Γιατί ο Θεός είναι ο φίλος μου ο αληθινός
Που έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για μένα!
Και γι΄ αυτό δεν πρόκειται να με αφήσει ποτέ μόνο!
Γιατί τον φίλο μου δεν τον ξεχνώ αλλά κάθε μέρα, κάθε στιγμή, θέλω να είμαι κοντά Του
Και να ζω τη χαρά της κοινωνίας μαζί Του.
Γιατί κοντά Του βρίσκω καταφύγιο στις τρικυμίες της ζωής στήριγμα εκεί που όλα καταρρέουν
Συμπαραστάτη στις στιγμές της μοναξιάς, αχτίδα φωτός στη μαύρη ομίχλη της απελπισίας…
Γιατί όταν χρειαστώ τη βοήθειά Του, βρίσκεται πάντα δίπλα μου ακόμα και όταν νομίζω πως δεν με ακούει…
Εκείνος όμως ρυθμίζει τα πάντα με τόση σοφία, για το δικό μου πνευματικό συμφέρον.
Γιατί νιώθω την ανάγκη καθημερινά να Τον ευχαριστώ που με διατηρεί υγιή και με σώας τας φρένας
Που ζω σε μια κοινωνία ελεύθερη και ειρηνική, που έχω όποιο αγαθό επιθυμήσω…
Δηλαδή, για τα αυτονόητα…
Γιατί ακόμα και αν ζούσα κάτω από αντίξοες συνθήκες η προσευχή θα ήταν το στήριγμά μου
Ο σύνδεσμός μου με την αληθινή Ζωή
Με την πραγματική Δικαιοσύνη
Με την ασάλευτη Αλήθεια
Με την μόνη τροφή που μπορεί να θρέψει την καρδιά μου.
Γιατί έχω το προνόμιο να γνωρίζω τον αληθινό Θεό, που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους
Και δεν είναι δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας ή διανόησης.
Και αυτό με κάνει να νιώθω ξεχωριστός!
Γιατί είμαι πλασμένος να επιστρέφω σε Αυτόν
Την αγάπη που τόσο απλόχερα έχει σκορπίσει στον κόσμο.
Και αυτό το κάνω με τη ζωή μου ολόκληρη, αλλά πολύ περισσότερο με την προσευχή!
Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις.
Είπα σε κάποιους γιατρούς, που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά η στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί, χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει. Αλλά προηγείται ο «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε και αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα; Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν, λοιπόν, μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα. -του έλεγε ο Εβραίος- Θα σου το δώσω πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο. Σου λέει: «Τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…». Έδωσε λοιπόν τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο. Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί, έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά, γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Άλλα τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο! Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Άλλα για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από εδώ, σε τραβάει από εκεί, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.