ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ “ΕΓΩ”

Φεβρουάριος του 1988. Στις Καρυές κάνει αρκετό κρύο. Έχει σημαντικό υψόμετρο. έχει και υγρασία που δυσκολεύει τα πράγματα. Σήμερα όμως είναι ξερός ο καιρός. Έχει κι ένα αεράκι που αν είσαι καλά ντυμένος το απολαμβάνεις. Είναι απόγευμα. Μόλις έπεσε ο ήλιος πίσω από το βουνό. Προχωρούμε στο μονοπάτι μαζί με τον π. Παΐσιο. Στον δρόμο συναντούμε τον π. Καλλί¬νικο από τη Σκήτη του Κουτλουμουσίου. Φθάνουμε στο ξύλινο γεφυράκι του. Γύρω μας φουντουκιές γυμνές χωρίς φύλλα. Μόνο κλαδιά.

«Μπα, ποιός έφερε μανταρίνια;», ρωτά έκπληκτος ο π. Παΐσιος.

Στο βάθος, σε απόσταση μεγαλύτερη από εξήντα μέτρα, διακρίνεται η πόρτα της αυλής του και κάτι που ροδίζει στη βάση της, ίσως να ‘ναι χρώματος πορτοκαλί. Η απόσταση δεν αφήνει περιθώρια για περισσότερες λεπτομέρειες.

Σε λίγη ώρα πλησιάζουμε. Πράγματι, βλέπουμε μια μεγάλη σακούλα διαφανή, πορτοκαλί χρώματος, γεμάτη μανταρίνια. Πού τα είδε ο άνθρωπος! Πώς διέκρινε ότι είναι μανταρίνια και όχι πορτοκάλια! Αφού δε και η σακούλα είναι πορτοκαλί, θα μπορούσε να περιείχε και μήλα.

«Πως μ’ αρέσουν τα μανταρίνια!», λέει με εμφανώς προσποιητή λαιμαργία, ο γέροντας. «Θα κρατήσω για τον εαυτό μου τρία… Καλύτερα, ας τα κάνω πέντε… Μια που βρήκα την ευκαιρία, θα πάρω επτά», λέει με ένα πολύ χαριτωμένο χαμόγελο και σταματά. «Πάρε τα υπόλοιπα, π. Καλλίνικε, και πήγαινε τα απέναντι στον γερο-Ιωσήφ».

Ο γερο-Ιωσήφ ήταν ένα γεροντάκι στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη, 103 ετών, που όμως καθημερινά καλλιεργούσε τον κήπο του.

Ο π. Καλλίνικος έβαλε σχήμα, ζήτησε ευλογία και έφυγε. Εμείς με τον π. Παΐσιο μπήκαμε στο καλυβάκι του. Καθίσαμε στο ένα κελλί και μου ζήτησε να του διαβάσω κάτι χειρόγραφα κείμενά του.

Πέρασαν περίπου είκοσι λεπτά και χτυπάει το σίδερο της αυλόπορτας. Κάποιοι ήλθαν για να τον συναντήσουν.

« Να ανοίξω, γέροντα;», ρωτώ.

«Άσε καλύτερα. Αν είναι περίεργοι θα φύγουν. Αν είναι πονεμένοι ή διψασμένοι θα επιμείνουν».

Συνεχίζουμε την ανάγνωση. Σε λίγα λεπτά ξαναχτυπάει το σίδερο.

«Τί κάνουμε τώρα, γέροντα;». ξαναρωτώ.

Στο παράθυρο του, αντί κουρτίνας κρεμόταν ένα κομμάτι από σεντόνι.

«Κοίτα λοξά, να μην σε δουν και δες πόσοι είναι», μου λέγει.

«Δεν μπορώ να τους μετρήσω, δεν φαίνονται», απαντώ.

«Καλά, δεν ξέρεις ούτε αριθμητική; Τί έκανες τόσα χρόνια στην Αμερική; Ας περιμένουμε, αυτοί θα ξαναχτυπήσουν».

Πράγματι, σε λίγα λεπτά, χτυπούν για τρίτη φορά.

«Τώρα θα προσπαθήσω εγώ να τους μετρήσω. Μπορεί να μην τελείωσα το Δημοτικό, αλλά θα τα καταφέρω», μου λέγει.

Σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα της καλύβας.

«Τί πάθατε. παλικάρια, τέτοια ώρα; Τί ήλθατε να κάνετε;».

«Πάτερ, θέλουμε λίγο να σας δούμε. Γίνεται;».

«Να με δείτε γίνεται. Αλλά τί θα βρούμε να σας κεράσουμε. Πόσοι είστε; Για να σας μετρήσω ένας, δύο… επτά. Για να δω τί θα βρούμε στο μαγαζί, τέτοια ώρα».

Μπαίνει μέσα και επιστρέφει με τα επτά μανταρίνια.

Τί φοβερός άνθρωπος, σκέπτομαι έκπληκτος από μέσα. Πού το ήξερε και κράτησε τα μανταρίνια ! Το προγνώριζε; Τον φώτισε ο Θεός χωρίς αυτός να το συνειδητοποιεί;

«Από πού έρχεσθε, παλικάρια;», ρωτάει με ενδιαφέρον.

«Είμαστε από την Αθήνα. Και ο Βruce με τον John από την Αμερική».

«Από την Αμερική; Μα αν τους κεράσουμε ένα μανταρίνι, αυτοί θα μας ρεζιλέψουν σε όλο τον κόσμο. Για να βρούμε κάτι Αμερικάνικο στο… supermarket».

Ξαναμπαίνει μέσα και επιστρέφει με ένα πακέτο αμερικάνικα μπισκότα και ένα κουτί ξηρούς καρπούς διαφόρων ειδών Ρlanters, της πιο φημισμένης δηλαδή μάρκας στην Αμερική. Έκπληκτοι αυτοί εκφράζουν τον θαυμασμό και τον εντυπωσιασμό τους.

«Πάτερ, τί συμβολίζει το τάλαντο που χτυπούν στα μοναστήρια;», ρωτάει δειλά ο ένας.

«Δεν ξέρω τί συμβολίζει. Ούτε και έχει καμιά σημασία. Αυτό που έχει άξια δεν είναι να χτυπά¬ει κάνεις το τάλαντο του μοναστηρίου, αλλά να πολλαπλασιάζει το τάλαντο του Θεού. Ακούστε, παιδιά! Επειδή η ώρα πέρασε, πρέπει να πηγαίνετε. Ένα μόνο να πω: το πρόβλημα με τους Αμερικάνους είναι ότι στα Αγγλικά το “εγώ” γράφεται πάντοτε με κεφαλαίο, ενώ εμείς στην Ελλάδα το γράφουμε πότε-πότε και με μικρό».

Γέλασαν με τη χαριτωμένη παρατήρηση και ρωτούν οι Αμερικάνοι:

«Αυτό τί σημαίνει; Εμείς τί πρέπει να κάνου¬με ;».

«Να διαγράψετε το “εγώ” από το λεξιλόγιο σας, παιδιά. Ο εγωισμός είναι ο μεγάλος μας εχθρός. Αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε όλοι ανεξαιρέτως»

Η αγιότητα έχει μια ευγένεια, μια λεπτότητα, μια χάρη πάνω της. Δεν είπε σοφίες ούτε θεολογίες ούτε έκανε εντυπωσιακές αποκαλύψεις. Γέμισε όμως όλων την καρδιά. Προνόησε διακριτικά, κάλυψε το χάρισμά του, ευγενικά κέρασε τους επισκέπτες του, όμορφα πρωτοτύπησε με τον τρόπο του, οικοδόμησε με τον λόγο του,

ανέπαυσε με την παρουσία του. Χωρίς να προσπαθεί να πείσει για κάτι κανέναν, πείθει για τα πιο μεγάλα όλους. Δίπλα του φωτίζεσαι, χαίρεσαι, αναπαύεσαι. Αισθάνεσαι σαν τη Μαρία «παρά τους πόδας του Ιησού». Σαν τους αποστόλους στο όρος της θείας Μεταμορφώσεως -δεν θέλεις να ξεκολλήσεις με τίποτα.

Αναρτήθηκε από PROSKINITIS 

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος.

  Οι κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αυτοί που ζουν στα παλάτια και έχουν όλες τις ευκολίες». Αλλ’ όμως μακάριοι είναι αυτοί που κατόρθωσαν να απλοποιήσουν την ζωή τους και ελευθερώθηκαν από την θηλειά της κοσμικής αυτής εξελίξεως των πολλών ευκολιών, των πολλών δυσκολιών και απαλλάχθηκαν από τον φοβερό άγχος της σημερινής εποχής μας. Αν δεν απλοποιήσει την ζωή του ο άνθρωπος, βασανίζεται. Ενώ, αν την απλοποιήσει, δεν θα έχει αυτό το άγχος. Ένας Γερμανός μία φορά στο Σινά είπε σε ένα Βεδουινάκι που ήταν πανέξυπνο: «Εσύ είσαι έξυπνο, μπορείς να μάθεις γράμματα». «Και μετά;», τον ρωτάει εκείνο. «Με­τά θα γίνεις μηχανικός». «Και μετά;». «Μετά θ’ ανοίξεις ένα συνεργείο αυτοκινήτων». «Και μετά;». «Μετά θα το μεγαλώσεις». «Και μετά;». «Μετά θα πάρεις και άλλους να δουλεύουν και θα έχεις πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, του λέει, να έχω έναν πονοκέφαλο, να βάλω άλλον έναν πονοκέφαλο και μετά να βάλω και έναν άλλον; Δεν είναι καλύτερα τώρα που έχω ήσυχο το κεφάλι μου;». Ο περισσότερος πονοκέφαλος είναι από αυτές τις σκέψεις, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο. Αν ήταν πνευματικές οι σκέψεις, θα ένιωθε κανείς πνευματική παρηγοριά και δεν θα είχε πονοκέφαλο. Τώρα και στους κοσμικούς τονίζω πολύ την απλότητα. Γιατί πολλά από αυτά που κάνουν, δεν χρειάζονται και τους τρώει το άγχος. Τους μιλάω για την λιτότητα και την ασκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Απλοποιήστε την ζωή σας, για να φύγει το άγχος». Και τα περισσότερα διαζύγια από ‘κει ξεκινούν. Πολλές δουλειές, πολλά πράγματα έχουν να κάνουν οι άνθρωποι και ζαλίζονται. Δουλεύουν και οι δύο, πατέρας και μάνα, αφήνουν και τα παιδιά εγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεύρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγάς – αυτόματο διαζύγιο μετά, εκεί φθάνουν. Αν απλοποιούσαν όμως την ζωή τους, θα ήταν και ξεκούραστοι και χαρούμενοι. Αυτό το άγχος είναι καταστροφή! Μία φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια και, καθώς συζητούσαμε, μου είπαν: «Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται». «Ζείτε στην κόλαση, τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί», είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Που θέλεις να σε βάλουμε, σε μία φυλακή ή σε ένα σπίτι σαν αυτό;», θα έλεγα: «Σε μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γης, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα ομοίαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τι θα μου θύμιζε και σε τι θα με βοηθούσε; Γι’ αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και από ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι». Κάποτε που είχα φιλοξενηθεί στην Αθήνα σ’ έναν φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίσει, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχομαι για την οικογένειά του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δυό το ανδρόγυνο και άλλοι δυό οι γονείς του, εν όλω έντεκα ψυχές, και έμεναν όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε: «Όρθιους μας χωράει το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στο ύπαιθρο». Η εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίσει, για να βρεθεί εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνάει τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλοσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλοσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τα έπλενε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους έφτιαχνε και καμμιά σούπα. Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμά­τος χαρά και το δωμάτιό του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δυό άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Ακόμη και πνευματικοί άνθρωποι, όσους χώρους και να έχουν, βλέπεις να μη χωρούν, γιατί μέσα τους δεν έχει χωρέσει ο Χριστός ολόκληρος. Αν οι γυναίκες που ζούσαν στα Φάρασα έβλεπαν την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα, ακόμη και σε πολλά Μοναστήρια, θα έλεγαν: «Θα ρίξει ο Θεός φωτιά να μας κάψει! Εγκατάλειψη Θεού!». Εκείνες μάζευαν τις δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί έπρεπε να βγάλουν τα γίδια, μετά να συμμαζέψουν το σπίτι. Ύστερα πήγαιναν στα εξωκκλήσια ή μαζεύονταν στις σπηλιές, και μία που ήξερε λίγα γράμματα διάβαζε το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά δωσ’ του μετάνοιες, έλεγαν και την ευχή. Και δούλευαν, κουράζονταν. Μία γυναίκα έπρεπε να ξέρει να ράβει όλα τα ρούχα του σπιτιού. Και τα έραβαν με το χέρι. Μηχανές του χεριού λίγες είχαν σε καμμιά πόλη, στα χωριά δεν είχαν. Αν υπήρχε στα Φάρασα όλο και όλο μία μηχανή του χεριού. Έρραβαν ακόμη και του άνδρα τα ρούχα και ήταν πιο άνετα, και τις κάλτες τις έπλεκαν στο χέρι. Είχαν γούστο, μεράκι, αλλά τους περίσσευε και χρόνος, γιατί τα είχαν όλα απλά. Οι Φαρασιώτες δεν κοιτούσαν λεπτομέρειες. Ζούσαν την χαρά της καλογερικής. Και αν, για παράδειγμα, η κουβέρτα δεν ήταν καλά στρωμένη και κρεμόταν λίγο από την μία μεριά και έλεγες: «Σιάξε την κουβέρτα», θα σου έλεγαν: «Σε εμποδίζει στην προσευχή σου;». Να συλλάβει κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού…». Από εκεί ξεκινά η απλότητα και κάθε σωστή αντιμετώπιση. Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

διαβάστε περισσότερα »

Η Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Ιερό Ναό μας. (Φωτογραφίες)

Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖςπρεσβείαις ταῖςσαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν. Από την Θεία Λειτουργία επί τη Θεομητορική Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

διαβάστε περισσότερα »

Η Εορτή της Μεταμορφώσεως στον Ιερό Ναό μας. (Φωτογραφίες)

Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι. Από την Θεία Λειτουργία επί τη Δεσποτική Εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.

διαβάστε περισσότερα »

”Τι πρέπει να κάνουμε, όταν είμαστε πληγωμένοι..”

Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, επειδή έπεσες σε κάποιο αμάρτημα λόγω αδυναμίας σου ή καμιά φορά με τη θέλησή σου μη δειλιάσεις· ούτε να ταραχθείς γι’ αυτό, αλλά αφού επιστρέψεις αμέσως στον Θεό, μίλησε έτσι: «Βλέπε, Κύριέ μου· έκανα τέτοια πράγματα, σαν τέτοιος που είμαι· ούτε ήταν δυνατό να περίμενες και τίποτε άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετο και αδύνατο, παρά ξεπεσμό και γκρέμισμα». Και ευχαρίστησέ τον και αγάπησέ τον περισσότερο παρά ποτέ, θαυμάζοντας την τόσο μεγάλη ευσπλαχνία του, διότι μολονότι λυπήθηκε από σένα, πάλι σου δίνει το δεξί του χέρι και σε βοηθάει, για να μη ξαναπέσεις στην αμαρτία· τελευταία, πες με μεγάλο θάρρος στη μεγάλη ευσπλαχνία του: «Εσύ, Κύριέ μου, συγχώρησέ με και μην επιτρέψεις στο εξής να ζω χωρισμένος από σένα, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ, ούτε να σε λυπήσω πλέον». Και κάνοντας έτσι, μη σκεφτείς αν σε συγχώρεσε, διότι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά υπερηφάνεια, ενόχληση του νου, χάσιμο του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διάφορες καλές προφάσεις. Γι’ αυτό, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερο στα ελεήμονα χέρια του Θεού, ακολούθησε την άσκησή σου, σαν να μην είχες πέσει. Και αν συμβεί εξ’ αιτίας της αδυναμίας σου να αμαρτήσεις πολλές φορές την ημέρα, κάνε αυτό που σου είπα όλες τις φορές, όχι με μικρότερη ελπίδα στον Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, αγωνίσου να ζεις με μεγαλύτερη προφύλαξη. Αυτή η εκγύμναση δεν αρέσει στον διάβολο· γιατί βλέπει πως αρέσει πολύ στον Θεό, επειδή και μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας ότι νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πριν νικήσει. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους για να μας εμποδίσει, να μην το κάνουμε. Και πολλές φορές πετυχαίνει το σκοπό του εξ’ αιτίας της αμέλειάς μας και της μικρής φροντίδας που έχουμε στον εαυτό μας.[…] Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσεις την ειρήνη, είναι ο εξής· να ξεχάσεις τελείως την πτώση και την αμαρτία σου και να παραδοθείς στη σκέψη της μεγάλης αγαθότητας του Θεού· και ότι, αυτός μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέσει κάθε αμαρτία, όσο και αν είναι βαριά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους δρόμους, για να έλθει σε συναίσθηση και να ενωθεί μαζί του σε αυτήν τη ζωή με την χάρι του· στην δε άλλη να τον αγιάσει με τη δόξα του και να τον κάνει αιώνια μακάριο. Κατόπιν, όταν έλθει η ώρα της εξομολογήσεως, την οποία σε προτρέπω να κάνεις πολύ συχνά, θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες, και με νέο πόνο και λύπη, φανέρωσέ τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σου ορίσει. Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο