Η πιο εύκολη αμαρτία.

Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν.

Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μια μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: «Τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»;

Αρχίζει. ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουθένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουθένωση του πλησίον.

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουθένωση.

Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.

Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή.

Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πει: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία.

Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει. Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;

Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.

Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πώς μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Πού ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουθενώνουμε.

Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.

Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι: «Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».

Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.

Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: « Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τί άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον.

Από ποιον άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον. Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν. Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται.

Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος.

Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Έργα Ασκητικά”
του Άββα Δωρόθεου

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Όσοι ομιλούν για “ένωση Εκκλησιών”, δεν γνωρίζουν.

”Η διδασκαλία της Εκκλησίας, που έλαβε την τελική της μορφή από τις Οικουμενικές Συνόδους, δεν επιδέχεται καμιά αλλαγή… Όλη η μετέπειτα επιστημονική εργασία, πρέπει απαραίτητα να συμφωνεί μέ ότι δόθηκε στη Θεία αποκάλυψη, και διατυπώθηκε στη διδαχή των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας… Το ίδιο ισχύει και για τη χάρη. Το πλήρωμα της χάριτος μπορεί να κατέχει μόνο η Μία και μοναδική Εκκλησία…” Μὲ τὸν τρόπο ποὺ προσεύχονται οἱ Δυτικοὶ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὶς πολύωρες προσευχὲς τῶν Ὀρθοδόξων Μοναχῶν. Αὐτοὶ μὲ μισῆ ὥρα προσευχὴ κουράζονται, γιατί προσεύχονται μὲ τὸ μυαλό, διανοητικά. Οἱ Ὀρθόδοξοι προσευχόμαστε μὲ τὸν νοῦ (καρδιακά). Οἱ Ἰουδαῖοι προσεύχονταν μὲ τὴν λογική τους. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δόθηκε στοὺς Ἀποστόλους τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς πύρινες γλῶσσες καὶ κατάλαβαν ἕνα ἄλλο εἶδος προσευχῆς, τὴν καρδιακὴ προσευχή. Πρώτη φορὰ προσεύχονταν μὲ τὴν καρδιά τους. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἕνας Δυτικὸς ποὺ βαπτίζεται Ὀρθόδοξος, θὰ περάσει πολλὰ χρόνια μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ καθοδήγηση ἐμπείρου πνευματικοῦ ὁδηγοῦ γιὰ νὰ ἀποκτήσει καθαρὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ ἦθος… Αὐτὸς εἶναι ο λόγος ποὺ ΔΕΝ μπορεῖ νὰ γίνει «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν»… Ἡ «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» εἶναι δύσκολη, ἕως ἀδύνατη! Ὅσοι ὁμιλοῦν γιὰ «ἕνωση Ἐκκλησιῶν» δὲν γνωρίζουν οὔτε τὴν νοοτροπία τῶν ἑτεροδόξων οὔτε τὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας! Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνει, τουλάχιστον τώρα, ἡ «Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», διότι οἱ Ρωμαῖοι (Λατίνοι) δὲν θὰ ἀλλάξουν, ἀλλὰ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ διαφθαροῦν… Νὰ κρατοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη! Καί, ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ δύσκολους καιρούς, θὰ λάβουμε μισθὸ περισσότερο ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ἔζησαν τὶς παλαιότερες ἐποχὲς καὶ κράτησαν τὴν πίστη… ~ Όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

διαβάστε περισσότερα »

Τι πρέπει να κάνουμε, όταν είμαστε πληγωμένοι.

  Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, επειδή έπεσες σε κάποιο αμάρτημα λόγω αδυναμίας σου ή καμιά φορά με τη θέλησή σου μη δειλιάσεις· ούτε να ταραχθείς γι’ αυτό, αλλά αφού επιστρέψεις αμέσως στον Θεό, μίλησε έτσι: «Βλέπε, Κύριέ μου· έκανα τέτοια πράγματα, σαν τέτοιος που είμαι· ούτε ήταν δυνατό να περίμενες και τίποτε άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετο και αδύνατο, παρά ξεπεσμό και γκρέμισμα». Και ευχαρίστησέ τον και αγάπησέ τον περισσότερο παρά ποτέ, θαυμάζοντας την τόσο μεγάλη ευσπλαχνία του, διότι μολονότι λυπήθηκε από σένα, πάλι σου δίνει το δεξί του χέρι και σε βοηθάει, για να μη ξαναπέσεις στην αμαρτία· τελευταία, πες με μεγάλο θάρρος στη μεγάλη ευσπλαχνία του: «Εσύ, Κύριέ μου, συγχώρησέ με και μην επιτρέψεις στο εξής να ζω χωρισμένος από σένα, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ, ούτε να σε λυπήσω πλέον». Και κάνοντας έτσι, μη σκεφτείς αν σε συγχώρεσε, διότι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά υπερηφάνεια, ενόχληση του νου, χάσιμο του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διάφορες καλές προφάσεις. Γι’ αυτό, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερο στα ελεήμονα χέρια του Θεού, ακολούθησε την άσκησή σου, σαν να μην είχες πέσει. Και αν συμβεί εξ’ αιτίας της αδυναμίας σου να αμαρτήσεις πολλές φορές την ημέρα, κάνε αυτό που σου είπα όλες τις φορές, όχι με μικρότερη ελπίδα στον Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, αγωνίσου να ζεις με μεγαλύτερη προφύλαξη. Αυτή η εκγύμναση δεν αρέσει στον διάβολο· γιατί βλέπει πως αρέσει πολύ στον Θεό, επειδή και μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας ότι νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πριν νικήσει. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους για να μας εμποδίσει, να μην το κάνουμε. Και πολλές φορές πετυχαίνει το σκοπό του εξ’ αιτίας της αμέλειάς μας και της μικρής φροντίδας που έχουμε στον εαυτό μας.[…] Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσεις την ειρήνη, είναι ο εξής· να ξεχάσεις τελείως την πτώση και την αμαρτία σου και να παραδοθείς στη σκέψη της μεγάλης αγαθότητας του Θεού· και ότι, αυτός μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέσει κάθε αμαρτία, όσο και αν είναι βαριά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους δρόμους, για να έλθει σε συναίσθηση και να ενωθεί μαζί του σε αυτήν τη ζωή με την χάρι του· στην δε άλλη να τον αγιάσει με τη δόξα του και να τον κάνει αιώνια μακάριο. Κατόπιν, όταν έλθει η ώρα της εξομολογήσεως, την οποία σε προτρέπω να κάνεις πολύ συχνά, θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες, και με νέο πόνο και λύπη, φανέρωσέ τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σου ορίσει. (“Αόρατος Πόλεμος” – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

διαβάστε περισσότερα »

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από τη συνείδηση.

  Ο άδικος, και γενικά κάθε ένοχος, όταν δεν ζητήσει συγχώρηση, ταλαιπωρείται από τη συνείδησή του και επιπλέον από την αγανάκτηση του αδικημένου. Γιατί, όταν ο αδικημένος δεν τον συγχωρήσει και γογγύζει, τότε ο άδικος ταλαιπωρείται πολύ, βασανίζεται. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Σαν να τον χτυπούν κύματα και τον φέρνουν σβούρα. Είναι μυστήριο πράγμα το πώς το πληροφορείται! Όπως, όταν ένας αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση. Ω, ο γογγυσμός του άλλου τον κάνει άνω-κάτω! Και μακριά να είναι, τι στην Αυστραλία, τι στο Γιοχάνεσμπουργκ, δεν μπορεί να ησυχάσει, όταν είναι αγανακτισμένος ο άλλος εξαιτίας του. – Αν είναι αναίσθητος; – Οι αναίσθητοι λες ότι δεν υποφέρουν; Το πολύ-πολύ να καταφύγουν σε καμιά ψυχαγωγία, για να ξεχασθούν. Μπορεί πάλι ο αδικημένος να τον συγχώρησε τον ένοχο, αλλά να έχει μείνει λίγη αγανάκτηση μέσα του. Τότε και ο ίδιος ταλαιπωρείται σε έναν βαθμό, αλλά ο ένοχος ταλαιπωρείται πολύ από την αγανάκτηση του άλλου. Αν όμως ο ένοχος ζητήσει συγγνώμη και δεν του τη δώσει ο αδικημένος, τότε ταλαιπωρείται εκείνος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από τη συνείδηση. Τη βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σ’ ετούτη τη ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώει στην άλλη ζωή, την αιώνια, «ο ακοίμητος σκώληξ», αν δεν μετανοήσει ο άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή και δεν επιστρέψει τις αδικίες του στους συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρεση, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλον τρόπο. Θυμάμαι ένας δικηγόρος, που έκανε πολλές αδικίες, πόσο βασανίσθηκε στο τέλος της ζωής του. Εξασκούσε το επάγγελμά του σε μία επαρχία που είχε πολλούς κτηνοτρόφους. Εκεί, φυσικά, γίνονταν και αγροζημιές και πολλοί βοσκοί έτρεχαν σ’ αυτόν τον δικηγόρο, γιατί με πονηρά επιχειρήματα έπειθε και τον αγρονόμο και τον ειρηνοδίκη. Έτσι οι καημένοι γεωργοί πολλές φορές όχι μόνο δεν έβρισκαν το δίκαιο για τα σπαρτά που τους κατέστρεφαν τα κοπάδια, αλλά έβρισκαν και τον μπελά τους. Όλοι τον ήξεραν τον δικηγόρο αυτόν και κανείς τίμιος άνθρωπος δεν τον πλησίαζε. Ακόμη και ο Πνευματικός να δείτε τι συμβούλεψε έναν ευαίσθητο βοσκό. Ο βοσκός αυτός είχε ένα μικρό κοπάδι και μία σκύλα. Μία φορά που η σκύλα είχε γεννήσει, έδωσε τα κουταβάκια σε άλλους και κράτησε μόνο τη μάνα. Εκείνο το διάστημα είχε χαθεί μία προβατίνα και είχε αφήσει το αρνάκι της που θήλαζε. Αυτό, επειδή δεν είχε μάνα, έτρεχε πίσω από τη σκύλα και θήλαζε από αυτή, η οποία ένιωθε και η ίδια ανακούφιση. Έτσι τα δύο ζώα είχαν συνηθίσει και το ένα έβρισκε το άλλο. Ο καημένος ο βοσκός, όσο και να προσπαθούσε να τα ξεχωρίσει, εκείνα έσμιγαν. Επειδή ήταν ευαίσθητος ο βοσκός, σκέφθηκε να ρωτήσει τον Πνευματικό εάν τελικά τρώγεται το κρέας του αρνιού ή όχι . Ο Πνευματικός, έχοντας υπ’ όψιν του και τη φτώχεια του βοσκού, σκέφτηκε λίγο και του είπε: «Το αρνί αυτό, παιδί μου, δεν τρώγεται, γιατί θήλασε από την σκύλα, αλλά ξέρεις τι να κάνεις; Επειδή όλοι οι άλλοι βοσκοί πηγαίνουν δώρα στον δικηγόρο τον δείνα αρνιά και τυριά, να του πας και συ αυτό το αρνί να το φάει. Μόνον αυτός έχει ευλογία να το φάει, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει που είναι άδικος». Όταν είχε γεράσει πια ο άδικος αυτός δικηγόρος και έπεσε στο κρεβάτι, υπέφερε χρόνια από εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον χτύπησε και ημιπληγία και δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Προσπάθησε ο Πνευματικός να τον κάνει τουλάχιστον να γράψει τις αμαρτίες του, αλλά είχε χάσει και τον έλεγχο, και αναγκαζόταν να του διαβάζει την ευχή των Επτά Παίδων, για να κλείσει λίγο τα μάτια του να κοιμηθεί. Του διάβαζε και εξορκισμούς, για να γαληνέψει λίγο, μέχρι που αναπαύθηκε, και ας ευχηθούμε ο Θεός να τον αναπαύσει πραγματικά. – Γέροντα, πολλοί πιστεύουν ότι τους έχουν κάνει μάγια. Πιάνουν τα μάγια; – Εάν ο άνθρωπος έχει μετάνοια και εξομολογείται, δεν πιάνουν. Για να πιάσουν τα μάγια, θα έχει δώσει κάποιο δικαίωμα ο άνθρωπος. Θα αδίκησε κάποιον, θα κοροϊδεύει καμιά κοπέλα κ.λπ. Τότε θα πρέπει να μετανοήσει, να ζητήσει συγχώρηση, να εξομολογηθεί, να ταχτοποιηθεί και να επανορθώσει αυτό που έκανε. Γιατί αλλιώς, και όλοι οι παπάδες να του διαβάσουν εξορκισμούς, δεν λύνονται τα μάγια. Αλλά και μάγια να μην του έκαναν, και μόνον το άχτι της αδικημένης ψυχής αρκεί για να τον βασανίζει. Υπάρχουν δύο μορφές αδικίας, η υλική και η ηθική. Υλική αδικία είναι, όταν αδικεί κανείς τον άλλον σε υλικά πράγματα. Ηθική είναι, όταν λ.χ. κάποιος γελάσει μία κοπέλα, και αν μάλιστα είναι ορφανή, με πενταπλάσιο βάρος βαραίνει την ψυχή του. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, Με πόνο και αγάπη

διαβάστε περισσότερα »

Ο καθένας θα δοξασθεί κατά το μέτρο της αγάπης του!

Πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν την οδό της σωτηρίας. Μπήκαν στο σκοτάδι και δεν βλέπουν το Φως της Αλήθειας. Εκείνος, όμως, ήταν, είναι και θα είναι ελεήμων και καλεί από ευσπλαχνία όλους κοντά Του: «Ελάτε σ’ Εμένα όλοι οι “κοπιώντες και πεφορτισμένοι”, γνωρίστε Με και εγώ θα δώσω σε σας την ανάπαυση και την ελευθερία». Να η αληθινή ελευθερία –όταν βρισκόμαστε εν τω Θεώ. Κι εγώ δεν το γνώριζα αυτό προηγουμένως. Ως την ηλικία των εικοσιεπτά ετών πίστευα μόνο ότι ο Θεός υπάρχει αλλά δεν Τον γνώριζα. Αφότου, όμως, Τον γνώρισα εν Πνεύματι Αγίω, η ψυχή μου ορμά με πάθος προς Αυτόν και Τον ζητώ διακαώς ημέρα και νύχτα. Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Σε αυτό έγκειται η ελευθερία: στην αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατον να υπάρξει ισότητα –αυτό, όμως, δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς η άρχοντας, πατριάρχης, η ηγούμενος, η διοικητής. Μπορείς, όμως, όπου και να ανήκεις, να αγαπάς τον Θεό και είσαι ευάρεστος σε Αυτόν- και αυτό είναι σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο τον Θεό στη γη, θα έχουν μεγαλύτερη δόξα στη Βασιλεία και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξασθεί κατά το μέτρο της αγάπης του. Η γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος μεταμορφώνει εντελώς τον άνθρωπο, και τον διδάσκει να αγαπά απόλυτα τον Θεό. Πεπληρωμένη με την αγάπη του Θεού η ψυχή δεν εγγίζει τον κόσμο, παρότι ζει στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους Έμαθα ότι η αγάπη ποικίλλει ως προς την έντασή της. Όποιος φοβάται τον Θεό, φοβάται να Τον λυπήσει με κάτι· αυτός είναι ο πρώτος βαθμός. Όποιος έχει το νου του καθαρό από εμπαθείς λογισμούς, αυτός είναι ο δεύτερος βαθμός, μεγαλύτερος από τον πρώτο. Όποιος αισθητά έχει τη χάρη στη ψυχή του, αυτός είναι ο τρίτος βαθμός της αγάπης, ακόμη μεγαλύτερος. Η τέταρτη βαθμίδα, η τελεία αγάπη για τον Θεό, είναι όταν έχει κάποιος τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και στην ψυχή και στο σώμα. Τα σώματα των ανθρώπων αυτών αγιάζουν και μετά τον θάνατό τους γίνονται άγια λείψανα. Αυτό γίνεται με τα σώματα των αγίων μαρτύρων, των προφητών, των οσίων ανδρών. Όποιος βρίσκεται σε αυτό το μέτρο, δεν προσβάλλεται από τη σαρκική επιθυμία, και θα μπορούσε να κοιμηθεί με νέα γυναίκα, χωρίς καμμιά επιθυμία γι’ αυτήν. Η αγάπη του Θεού είναι ισχυρότερη από την αγάπη της γυναίκας, προς την οποία ελκύονται όλοι, εκτός από αυτούς που έχουν το πλήρωμα της χάριτος του Θεού, γιατί η γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος μεταμορφώνει εντελώς τον άνθρωπο, και τον διδάσκει να αγαπά απόλυτα τον Θεό. Πεπληρωμένη με την αγάπη του Θεού η ψυχή δεν εγγίζει τον κόσμο, παρότι ζει στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους. Η ψυχή λησμονεί όλα τα επίγεια από τη μεγάλη αγάπη της για τον Θεό. Η δυστυχία μας έγκειται στο ότι δεν στεκόμαστε ακλόνητοι, εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας, στη χάρη αυτή, και η χάρη μας εγκαταλείπει, και τότε η ψυχή την αναζητεί με θρήνους και οδυρμούς και λέει: «Διψά η ψυχή μου τον Κύριο». Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο