Οι παλαιοί είχαν το καλό έθιμο να τρώνε αντίδωρο κάθε πρωί, πίνοντας αγιασμό και κάνοντας τον σταυρό τους, πριν αρχίσουν κάθε έργο. Σήμερα, αυτό γίνεται στα μοναστήρια. Όταν δεν τελείται η Θεία Λειτουργία, δηλαδή δεν υπάρχει Θεία Κοινωνία άρα δεν υπάρχει αντίδωρο, στην έξοδο από την ορθρινή ακολουθία, προσφέρεται αγιασμός και φρυγανισμένο αντίδωρο, μικρό κυβάκι, από κάποια άλλη μέρα που τελέστηκε η Λειτουργία. Οι μοναχοί αρχίζουν την καθημερινή τους διατροφή με βρώση και πόση αγιασμένη, αντίδωρο κι αγιασμό. Κάθε σκέψη και κίνηση να γίνεται Χριστός. Εύκολα λοιπόν θα σκεφτεί κανείς κι αμέσως θα κολλήσει την “ταμπέλα” του αναχρονιστή ή παλιομοδίτη σε κάποιον που διατηρεί αυτή τη συνήθεια. Δεν είναι μόνο ο κακός λογισμός των άλλων αλλά και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε κι εμείς συχνά τα πράγματα. “Θα φάω αντίδωρο και θα πιω αγιασμό για να μου πάει καλά η μέρα…”, θα σκεφτεί κάποιος. “Φάε λίγο αντίδωρο, έτσι για το καλό! ”, θα πει η μάνα στο παιδί και θα επιμείνει. Εξετάζουμε όμως συχνά το αποτέλεσμα και όχι την αιτία. Όντως είναι καλό κι ευλογημένο να τρώμε αντίδωρο το πρωί, πριν από κάθε τροφή και να πίνουμε αγιασμό. Όχι απλώς για να μας “πάει καλά η μέρα”..! Το ότι τρώω λοιπόν αντίδωρο το πρωί και πίνω αγιασμό σημαίνει ότι στυλώνω το σώμα μου μαζί με την Εκκλησία του Χριστού. Του λέω, στην ουσία, ότι “και σήμερα αρχίζω τη συντήρηση του χωματένιου μου σώματος από Σένα”. Θυμίζει σ’ όλους ότι θα κοινωνήσουμε και την επόμενη Κυριακή. Φαντάσου ο καθένας να είχε στο νου του να κοινωνάει κάθε Κυριακή. Πόσο διαφορετικοί θα είμασταν όλοι… Αν αρχίζουμε με το Θεό τη μέρα μας, ας συμμετέχουμε στη Λειτουργία, να καταλαβαίνουμε τα λόγια, να μη τ’ ακούμε μηχανικά, να τα ζούμε, έστω να προσπαθούμε…τότε, τίποτε δεν θα πηγαίνει στραβά ή εμείς θα έχουμε αλλάξει τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Κι αυτό κι αν είναι ευτυχία. Μακαριότητα.
![](https://i0.wp.com/agiafotini.gr/wp-content/uploads/2024/07/cyprus9-3.webp?fit=300%2C243&ssl=1)
Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις.
Είπα σε κάποιους γιατρούς, που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά η στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί, χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει. Αλλά προηγείται ο «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε και αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα; Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν, λοιπόν, μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα. -του έλεγε ο Εβραίος- Θα σου το δώσω πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο. Σου λέει: «Τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…». Έδωσε λοιπόν τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο. Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί, έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά, γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Άλλα τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο! Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Άλλα για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από εδώ, σε τραβάει από εκεί, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.