Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τοῦ τίτλου ποικίλλει, ἀνάλογα μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπαντάει. Οἱ περισσότεροι λένε ὅτι εἶναι ἐπάγγελμα, ἀφοῦ οἱ κληρικοὶ εἶναι μισθωτοί τοῦ δημοσίου, ἀγνοοῦν ὅμως τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε ἐπάγγελμα καὶ τί ὅταν λέμε διακονία καὶ λειτούργημα. Ὑπάρχει οὐσιώδης διαφορά. Καὶ ὁ λειτουργὸς πληρώνεται, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐπαγγελματίας. Ἐργάζεται ἀδιάκοπα. Δὲν στοχεύει στὴν αὔξηση τῶν ἐσόδων του. Εἶναι ἐθελοντής. Τὸ ρασοφορεῖν εἶναι πολὺ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα. Ἂς δοῦμε τὴ μεγάλη διαφορά. Τὸ ἐπάγγελμα ἔχει συγκεκριμένες ὧρες καθημερινῆς ἐργασίας καὶ ὑποχρεώσεις ποὺ ἰσχύουν κατὰ τὸ χρόνο ποὺ ἀσκεῖται. Τὰ δύο τρίτα τοῦ εἰκοσιτετραώρου ὁ κάθε ἐπαγγελματίας εἶναι ἐλεύθερος γιὰ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπιλογή, χωρὶς καμιὰ δέσμευση. Ὑπάρχουν ἐπίσης ἐπαγγέλματα ποὺ ἀπαιτοῦν εἰδικὴ στολὴ ἀπὸ τοὺς ἐργαζομένους. Εἶναι οἱ ἀξιωματικοί, οἱ ἀστυνομικοί, οἱ πυροσβέστες, οἱ ὑγειονομικοί, οἱ ἀνώτεροι δικαστικοὶ κλπ. Ἡ στολὴ δίνει λάμψη καὶ ὑπενθυμίζει τὰ καθήκοντα αὐτῶν ποὺ τὴ φοροῦν καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῶν ὑφισταμένων τους. Χωρὶς τὴ στολὴ δὲν ἰσχύει τίποτα. Παύουν τὰ καθήκοντα καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ξανοίγονται σὲ χώρους τῆς ἐπιλογῆς τους. Φεύγοντας ἀπὸ τὸ χῶρο ἐργασίας, ἀδιαφοροῦν γιὰ καθετὶ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ ἐπάγγελμα. Καὶ βέβαια, ὅταν συνταξιοδοτηθοῦν, παύει κάθε ἐπαγγελματικὴ ὑποχρέωση. Ἀντίθετα, ὁ ἱερέας εἶναι ἰσόβιος ρασοφόρος. Ὅσο ζεῖ, φορεῖ τὸ ράσο. Καὶ ὅταν ἀπὸ ἀνώτερη βία δὲν τὸ φορεῖ, ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι γυμνὸς καὶ ντρέπεται. Δὲν θέλει νὰ τὸν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι μὲ πολιτικὰ ἐνδύματα. Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τὸν ἀκολουθεῖ μέχρι τὴν τελευταία του πνοή. Ἡ συνταξιοδότησή του δὲν ἀλλάζει τίποτα. Καὶ ὅταν ὑπάρχουν δυνάμεις, σωματικὲς καὶ πνευματικές, συνεχίζει τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ὡς φυσικὴ συνέχεια. Ὁ ἱερέας δὲν ἔχει ὧρες ἐργασίας. Εἶναι πάντα σὲ ἐπιφυλακὴ καὶ ἡ προθυμία του γιὰ προσφορὰ παραμένει πάντα ἀμείωτη. Ὅπου νὰ πάει εἶναι διακριτός. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τὸν προσέχουν μὲ αὐξημένη περιέργεια. Μοιάζει μὲ πόλη ποὺ εἶναι χτισμένη στὸ βουνό. Ἡ παρουσία του στὴν ἀγορὰ ἐντυπωσιάζει καὶ γίνεται ἀντικείμενο σχολιασμοῦ. Ἄλλοι τὸν ἐπαινοῦν καὶ ἄλλοι τὸν κατηγοροῦν. Ὁ συνειδητὸς καὶ ἄξιος ἱερέας εἶναι ἄγρυπνος φύλακας τῆς πίστεως, ἀκούραστος διακονητὴς καὶ ζηλωτὴς καὶ δὲν λέει ποτέ ὄχι στὰ αἰτήματα τῶν ἐνοριτῶν του, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, ὅταν ἐργάζεται σὲ πόλη. Τὸ ἔργο του ὅμως μερικὲς φορὲς ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὰ «κατορθώματα» ἀναξίων ἱερέων, ποὺ δύσκολα ἀντιμετωπίζονται. Ὁ Φώτης Κόντογλου, ἀναφερόμενος στοὺς ἀνάξιους κληρικούς, τονίζει: «Πάντα, σὲ κάθε ἐποχή, ὑπῆρχαν οἱ ἀνάξιοι κληρικοί, κοντὰ στοὺς ἁγίους ρασοφόρους. Ἀλλὰ σήμερα τὸ πρᾶγμα ἐχειροτέρεψε κατὰ πολύ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς αἰτίες αὐτῆς τῆς θλιβερῆς καταστάσεως εἶναι τὸ ὅτι γίνονται συχνὰ κληρικοὶ κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν κλίση στὴ θρησκεία καὶ ποὺ γι’ αὐτοὺς τὸ ρασοφορεῖν εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα. Ὁ ἱερεὺς ὄχι μοναχὰ πρέπει νὰ ἔχει κλίση στὴ θρησκεία, ἀλλὰ νὰ φλέγεται ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὰ θεῖα, νὰ εἶναι «τῷ πνεύματι ζέων», ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Καὶ νὰ τελεῖ τὴ θείαν μυσταγωγία μὲ τέτοια κατάνυξη, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ δακρύζει μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἱερουργώντας μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο. Ἐνῷ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ρασοφόρους, ἀντὶ ἡ εὐσέβειά τους καὶ ἡ κατάνυξή τους νὰ συνεπάρει τοὺς ἐκκλησιαζόμενους, τοὺς παγώνει ἡ ἀτονία, ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ψυχρότητα, μὲ τὴν ὁποία ἐκτελοῦν τὶς ἱεροτελεστίες». Ρασοφόροι ὅμως δὲν εἶναι μόνο οἱ κληρικοί. Εἶναι καὶ οἱ ἀξιοθαύμαστοι μοναχοὶ καὶ μοναχές, ποὺ εἶναι ἀφοσιωμένοι στὸ Θεό, τηροῦν τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ πάντα ἀποφεύγουν τὸν οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο, ἀλλὰ καὶ τὶς τυφλὲς ὑπερβολές, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν τὴν ἀπουσία τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς γενικῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Οἱ μοναχοὶ δὲν ξεχνοῦν τὴν ἀποστολή τους καὶ δὲν γίνονται ἀνεύθυνοι διδάσκαλοι καὶ φαντασιόπληκτοι «προφῆτες». Μελετοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τηροῦν τὶς τρεῖς βασικὲς ἀρετές, παρθενία, ἀκτημοσύνη καὶ ὑπακοὴ καὶ δὲν ἀσχολοῦνται μὲ κοσμικὲς ὑποθέσεις. Τὸ ρασοφορεῖν λοιπὸν δὲν εἶναι ἐπάγγελμα. Εἶναι σύμβολο ἀφοσίωσης στὸ Θεὸ καὶ ταπεινὴ διακονία πρὸς τὸν πλησίον. Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση. Ορθόδοξος Τύπος

Οι σπανιότερες νηστίσιμες συνταγές από το Άγιο Όρος.
Οι μοναχοί του Αγίου Όρους έχουν δημιουργήσει πολλές μοναδικές και σπάνιες νηστίσιμες συνταγές που αντικατοπτρίζουν την αυστηρότητα της νηστείας τους αλλά και την αγάπη τους για απλά και φυσικά υλικά. 1. Αγιορείτικη Φάβα με Μανιτάρια Υλικά: 500 γρ. φάβα 1 κρεμμύδι, ψιλοκομμένο 2 σκελίδες σκόρδο, ψιλοκομμένες 200 γρ. μανιτάρια, κομμένα σε φέτες 1/2 φλιτζάνι ελαιόλαδο Χυμός από 1 λεμόνι Αλάτι και πιπέρι Λίγο μαϊντανό, ψιλοκομμένο Εκτέλεση: Ξεπλύνετε τη φάβα και βράστε την σε νερό μέχρι να μαλακώσει. Στο μεταξύ, σοτάρετε το κρεμμύδι και το σκόρδο σε ελαιόλαδο μέχρι να γίνουν διάφανα. Προσθέστε τα μανιτάρια και συνεχίστε το σοτάρισμα μέχρι να μαλακώσουν. Όταν η φάβα είναι έτοιμη, πολτοποιήστε την μέχρι να γίνει κρέμα. Ανακατέψτε τα σοταρισμένα λαχανικά με τη φάβα, προσθέστε το χυμό λεμονιού, αλάτι και πιπέρι. Σερβίρετε με λίγο ελαιόλαδο και μαϊντανό. 2. Αγιορείτικη Σαλάτα με Σταφύλια και Καρύδια Υλικά: 1 φλιτζάνι σταφύλια, κομμένα στη μέση και χωρίς κουκούτσια 1 φλιτζάνι καρύδια, χοντροκομμένα 1 μαρούλι, ψιλοκομμένο 1/2 φλιτζάνι ελαιόλαδο Χυμός από 1 λεμόνι 1 κουταλάκι του γλυκού μουστάρδα Αλάτι και πιπέρι Εκτέλεση: Σε ένα μεγάλο μπολ ανακατέψτε το μαρούλι, τα σταφύλια και τα καρύδια. Σε ένα μικρό μπολ, ανακατέψτε το ελαιόλαδο, το χυμό λεμονιού, τη μουστάρδα, το αλάτι και το πιπέρι μέχρι να ομογενοποιηθούν. Περιχύστε τη σαλάτα με το ντρέσινγκ και ανακατέψτε καλά. Σερβίρετε αμέσως. Αυτές οι συνταγές αναδεικνύουν την ικανότητα των μοναχών να δημιουργούν νόστιμα και υγιεινά πιάτα με απλά υλικά, διατηρώντας την παράδοση της νηστείας.