“Κάποιος αδελφός νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και έκαμε την αμαρτία καθημερινά, αλλά και καθημερινά ζητούσε έλεος από τον Κύριο με δάκρυα και προσευχές. Νικημένος από την συνήθεια έπεφτε στην αμαρτία και στη συνέχεια έτρεχε στην Εκκλησία, και με πικρά δάκρυα έλεγε: “Σπλαγχνίσου με Κύριε, και πάρε μου αυτόν τον πειρασμό”.
Και όταν έβγαινε από την Εκκλησία έπεφτε πάλι στον βούρκο. Όμως δεν απελπιζόταν για την σωτηρία του, αλλά από την αμαρτία ξαναγύριζε στην Εκκλησία και έλεγε στον φιλάνθρωπο Κύριο:
“Εσένα, Κύριε, βάζω εγγυητή, ότι δεν θα ξανακάμω την αμαρτία. Και αφού έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι γύριζε στην αμαρτία… Αυτό γινόταν για δέκα χρόνια και περισσότερο.
Μια μέρα, καθώς ο αδελφός βρισκόταν στην Εκκλησία και παρακαλούσε τον Θεό, ο Διάβολος παρουσιάσθηκε φανερά και στρέφοντας προς την εικόνα του Κυρίου έλεγε: Τι θα γίνει με μας τους δύο Ιησού Χριστέ; Η άμετρη συμπάθειά σου με νικά, καθώς δέχεσαι αυτόν τον πόρνο, που κάθε μέρα σου λέει ψέματα. Δεν είσαι δίκαιος κριτής.
Εμένα για την μικρή παράβαση της υπερηφάνειας με έριξες από τον ουρανό κάτω, ενώ αυτός είναι ψεύτης και πόρνος, αλλά του χαρίζεις την ευμένειά σου”.
Τότε ακούστηκε μία φωνή από το άγιο Βήμα να λέγει: Παμπόνηρε δράκοντα, δε χόρτασε η κακία σου που κατάπιες όλο τον κόσμο, αλλά και αυτόν που κατέφυγε στο άπειρο έλεος της ευσπλαχνίας μου πασχίζεις να τον αρπάξεις; Έχεις να παρουσιάσεις αμαρτήματα τόσα που να ζυγίζουν βαρύτερα από το πολύτιμο Αίμα που έχυσα γι’ αυτόν πάνω στον Σταυρό;
Σου λέγω ότι, επειδή καταφεύγει σ’ εμένα, δεν θα τον αποστραφώ, ώσπου να τον πάρω δικό μου. Διότι εγώ για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκα, ώστε όποιος θέλει να σωθεί, να καταφεύγει σε εμένα και να σώζεται…
Άκουσε λοιπόν:
Αυτόν τον βρήκα τώρα σε μετάνοια. Θα τον πάρω και θα σώσω την ψυχή του, επειδή δεν απελπίστηκε για την σωτηρία του”. Και όπως ήταν ο αδελφός πεσμένος μπρούμυτα και θρηνούσε, παρέδωσε την ψυχή του. Και αμέσως ήλθε οργή μεγάλη σαν φωτιά και έπεσε επάνω στον σατανά και τον κατέκαιγε…..
Από το Γεροντικόν