Τί ἐννοεῖ ὅταν λέει, ὅτι οἱ παπᾶδες θὰ ζοῦν σὰν τοὺς λαϊκούς; Δηλαδή· πάει στὸ καφενεῖο ὁ λαϊκός, θὰ πάῃ καὶ ὁ κληρικός. Πάει στὸν κινηματογράφο ὁ λαϊκός, θὰ πάῃ καὶ ὁ κληρικός. Κουρεύει τὰ μαλλιά του ὁ λαϊκός, θὰ τὰ κουρέψῃ καὶ ὁ κληρικός. Παίζει φουτ – μπὼλ ὁ λαϊκός, θὰ παίξῃ καὶ αὐτός. Παίζει χαρτιὰ ὁ λαϊκός, θὰ παίξῃ καὶ αὐτός. Καὶ στὸ χορὸ ἀκόμα πᾶνε. Βγάζουν τὸ ῥάσο καὶ τὸ καλυμμαύχι τους καὶ χορεύουν. Αὐτοὶ εἶνε οἱ μοντέρνοι παπᾶδες, ποὺ θέλουν νὰ πνεύσῃ ἕνα νέο ῥεῦμα στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ ὁ ὀρθόδοξος κόσμος τοὺς ἔχει σιχαθῆ. Τὰ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, καὶ τώρα γίνονται. Μείναμε δυστυχῶς λίγοι νὰ διαμαρτυρώμεθα. Δὲν ξέρω τί θὰ γίνῃ ἂν αὔριο ἔρθῃ ἄλλη κατάστασι· ἐμεῖς, ὅσο μποροῦμε, θὰ κρατήσουμε τὴν τιμὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ἀδιαφοροῦμε τί λένε καὶ κάνουν οἱ νεωτερισταί. Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν οἱ παπᾶδες θὰ ζοῦν σὰν τοὺς λαϊκούς, τότε οἱ λαϊκοὶ θὰ γίνουν σὰν τὰ κτήνη, καὶ τότε θὰ ἔρθῃ τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Καὶ τώρα ἀκοῦς πλέον τοὺς λαϊκοὺς νὰ λένε· Ἔ, κι ὁ παπᾶς τὸ κάνει αὐτό… Ὁ παπᾶς πάει στὸ θέατρο, ὁ παπᾶς πάει στὸν κινηματογράφο, ὁ παπᾶς πάει στὸ γήπεδο, ὁ παπᾶς πάει ἐδῶ, ὁ παπᾶς πάει ἐκεῖ. Ἡ παπαδιά του φοράει μίνι, τὰ κορίτσια του γυρίζουν δεξιὰ κι ἀριστερά, τὰ ἀγόρια του ἔχουν γίνει τεντυμπόηδες. Τί διαφέρει, σοῦ λέει, ὁ παπᾶς ἀπὸ τὸ λαϊκό; Ἐπάγγελμα καὶ μαγαζὶ εἶνε ἡ ἐκκλησία… Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς ἔχει ἀποκτηνωθῆ. Λέγοντας βέβαια αὐτὰ γιὰ τὸν κλῆρο δὲν παίρνουμε σβάρνα ὅλους τοὺς κληρικούς. Ξέρουμε πολὺ καλά, ὅτι ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ ποὺ εἶνε καλοὶ γεωργοὶ καὶ τηροῦν τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Μπορεῖ οἱ περισσότεροι νὰ ἔχουν ξεφύγει, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἕνα μικρὸ ποσοστὸ εὐλαβῶν ἱερέων. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ παπᾶς πρέπει νὰ εἶνε σὰν ἄγγελος μέσα στὸν κόσμο αὐτόν. ΜΗΤΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!
Περί του ότι “Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!»” (Αγίου Νικολάου Αχριδος). O αμαρτωλός δημιουργεί διπλή απώλεια με τον ξαφνικό του θάνατο: πρώτα στον εαυτό του κι έπειτα στην οικογένειά του. Στον εαυτό του επειδή πεθαίνει αμετανόητος. Στην οικογένειά του επειδή αιφνιδιάζει τους συγγενείς του μ’ ένα αναπάντεχο χτύπημα κι αφήνει πίσω του εκκρεμότητες. Μακάριος είναι εκείνος που προτού πεθάνει δοκιμάζεται από κάποια αρρώστια, από τον πόνο. Σ’ αυτόν δίνεται η ευκαιρία να κάνει μία ανασκόπηση της ζωής του, να εξετάσει τις αμαρτίες του, να μετανοήσει για όλα τα κακά που έχει κάνει, για όλα τα καλά που δεν έκανε, να θρηνήσει με μετάνοια ενώπιον του Θεού, να καθαρίσει την ψυχή του με δάκρυα και να ζητήσει συχώρεση από το Θεό. Θά ‘χει την ευκαιρία να συγχωρέσει κι αυτός εκείνους που τον πρόσβαλαν, που τον έβλαψαν στη ζωή του, να χαιρετήσει όλους τους φίλους ή εχθρούς του, να θυμήσει στα παιδιά του το φόβο του Θεού, νά ‘χουν στο νου την ώρα του δικού τους θανάτου και να οπλίσουν την ψυχή τους με πίστη, προσευχή και καλά έργα. Ας δούμε στην Παλαιά Διαθήκη πως πέθαναν οι άνθρωποι που ευαρέστησαν στο Θεό: ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής κι ο Δαβίδ. Προτού πεθάνουν, όλοι τους είχαν αρρωστήσει. Όσο κράτησε η αρρώστια τους, το όνομα του Θεού δεν έλειπε από τα χείλη τους. Άφησαν όλοι καλή κληρονομιά στους απογόνους τους και τους ευλόγησαν. Αυτός είναι θάνατος δίκαιου ανθρώπου. Ίσως διερωτηθείς: Μα δεν πέθαναν πολλοί από τους δίκαιους στη μάχη, απροετοίμαστοι; Όχι! Οι δίκαιοι ποτέ δεν πεθαίνουν απροετοίμαστοι! Προετοιμάζονται πάντα για το θάνατό τους, περιμένουν από μέρα σε μέρα την αναχώρησή τους απ’ αυτή τη ζωή. Η καρδιά τους βρίσκεται σε διαρκή μετάνοια, εξομολογούνται στο Θεό και τον δοξολογούν. Οι δίκαιοι το κάνουν αυτό σε καιρούς ειρήνης και ευμάρειας. Το κάνουν όμως πολύ περισσότερο σε περιόδους πολέμου, βίας και ταραχών. Η ζωή τους ολόκληρη είναι μια διαρκής προετοιμασία για το θάνατο κι έτσι δεν πεθαίνουν ποτέ απροετοίμαστοι. Προετοιμασία για το θάνατο σημαίνει επίσης το «να πλουτίζει κανείς εν Χριστώ». Μόνο εκείνοι που πιστεύουν πραγματικά στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή προετοιμάζονται για το θάνατο, για την αιώνια ζωή. Οι άπιστοι δεν προετοιμάζονται ποτέ για το θάνατο. Το μόνο που φροντίζουν, είναι να ζήσουν όσο γίνεται περισσότερο στη γη. Φοβούνται ακόμα και να σκεφτούν το θάνατο και κάνουν ελάχιστη προσπάθεια για «να πλουτίσουν εν Χριστώ». Όποιος προετοιμάζεται για το θάνατο, προετοιμάζεται και για την αιώνια ζωή. Τη φύση της προετοιμασίας αυτής για την αιώνια ζωή, τη γνωρίζει κάθε χριστιανός. Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει κάθε μέρα την πίστη του στο Θεό, προφυλάσσει την καρδιά του από την απιστία, την αμφιβολία και την κακία, όπως ο συνετός αγρότης προφυλάσσει το αμπέλι του από τα έντομα και τις ακρίδες. Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει καθημερινά τον εαυτό του αν τηρεί τις εντολές του Θεού με πράξεις συγγνώμης, αγάπης και ελεημοσύνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο «πλουτίζει εν Χριστώ». Ο συνετός άνθρωπος δεν αποθηκεύει τα αγαθά του σε αποθήκες, αλλά τα εμπιστεύεται στη φύλαξη του Θεού. Το πιο πολύτιμο πράγμα γι’ αυτόν είναι η ψυχή του. Είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός του, το μόνο που δε φθείρεται και δεν πεθαίνει. Ο συνετός άνθρωπος ρυθμίζει τα θέματά του με τον κόσμο ισορροπημένα, καθημερινά. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνει με σταθερή την πίστη πως θα παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού και κει τον περιμένει ζωή αιώνια. Ο όσιος Αντώνιος έλεγε: «Να σκέφτεσαι μέσα σου και να λες: “Σήμερα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου”. Έτσι δε θ’ αμαρτήσεις ποτέ στο Θεό». Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!». Έτσι μιλάνε οι ελαφρόμυαλοι κι οι άθεοι. Ο συνετός κι αφοσιωμένος πιστός λέει: «Γενηθήτω το θέλημα του Θεού!» Καλύτερα να μείνεις χρόνια στο κρεβάτι με αρρώστιες και πόνους, παρά να πεθάνεις απροετοίμαστος κι αμετανόητος. Οι πόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο περνούν γρήγορα, όπως κι οι χαρές. Στον άλλο κόσμο όμως δεν υπάρχει τίποτα εφήμερο και παροδικό. Όλα είναι αιώνια, είτε βάσανα είτε χαρά. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να υποφέρεις λίγο εδώ παρά εκεί, όπου το μέτρο τόσο του πόνου όσο και της χαράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο. [Λόγος στην Θ’ Κυριακή του Λουκά, του αφρονα πλουσίου]