Μεγάλη Σαρακοστή: Μια μακρά και κοπιαστική πορεία προς το Πάσχα

 

Το Πάσχα δεν είναι για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς μια εκκλησιαστική εορτή όπως όλες οι άλλες, αλλά είναι αναμφίβολα η εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων.

Αποτελεί το επίκεντρο, αλλά και το επιστέγασμα ολοκλήρου του εκκλησιαστικού μας έτους και ταυτοχρόνως νοηματοδοτεί ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας μας.

Κάθε Κυριακή είναι για την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας Ανάσταση και κάθε Θεία Λειτουργία, όποτε κι αν αυτή τελείται, είναι ένα αναστάσιμο γεγονός. Κι ενώ οι υπόλοιπες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές του εκκλησιαστικού μας έτους αποδίδονται σε οκτώ το πολύ ημέρες, το Πάσχα αποδίδεται στις σαράντα ημέρες. Ολόκληρη η μετά το Πάσχα εβδομάδα, η εβδομάδα της Διακαινησίμου όπως λέγεται, λογίζεται ως μία ημέρα, ενώ για σαράντα ημέρες ψάλλεται σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες ο νικητήριος παιάνας “Χριστός Ανέστη” και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ζουν την παγκόσμια χαρά που εξανέτειλε από τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, την παγκόσμια χαρά για τη νίκη της ζωής επί του θανάτου.

Για να μπορέσει κανείς να ζήσει πραγματικά τα μεγάλα σωτηριολογικά γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα, το Πάθος και τον σταυρικό θάνατο, την ταφή και την εις Άδου κάθοδο, κυρίως όμως την τριήμερη λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου, πρέπει να κάνει την ανάλογη πνευματική προετοιμασία. Έτσι λοιπόν η Εκκλησία μας για δέκα ολόκληρες εβδομάδες μας προετοιμάζει σταδιακά για το Πάσχα.

Οι τρεις πρώτες εβδομάδες (από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή της Τυρινής) είναι προπαρασκευαστικές για τη Μεγάλη Σαρακοστή, οι επόμενες έξι εβδομάδες (από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή προ των Βαίων) αποτελούν τη Μεγάλη Σαρακοστή και η τελευταία εβδομάδα είναι φυσικά η Μεγάλη Εβδομάδα, η Εβδομάδα των Παθών, που αποτελεί το αποκορύφωμα της νηστείας και της εν γένει προετοιμασίας μας για το Πάσχα.

Η Μεγάλη Σαρακοστή ως εκ τούτου είναι μια μακρά και κοπιαστική πορεία προς το Πάσχα. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός διέρχεται διά της στενής και τεθλιμμένης οδού της Μεγάλης Σαρακοστής, για να μπορέσει να εισέλθει στην παγκόσμια χαρά της Αναστάσεως του Κυρίου.

Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι η κατ’ εξοχήν περίοδος νηστείας, εγκρατείας, μετανοίας, κατανύξεως, εντατικής προσευχής και εντατικού πνευματικού αγώνα. Είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια, αλλά και η αυστηρότερη περίοδος νηστείας του εκκλησιαστικού μας έτους. Κατ’ αυτήν επιτρέπεται η κατάλυσις οίνου και ελαίου μόνο κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Ταυτοχρόνως, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας μας υποβοηθεί στην εντονώτερη προσευχή και στον εντατικώτερο πνευματικό αγώνα μέσα από τις ιδιαίτερες λατρευτικές Ακολουθίες της περιόδου αυτής, που αποτελούν έναν πραγματικό λειτουργικό θησαυρό.

Η λειτουργική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Σαρακοστής είναι εντελώς διαφορετική από τη λειτουργική ατμόσφαιρα του υπολοίπου εκκλησιαστικού μας έτους. Οι Ακολουθίες είναι μακρές και κατανυκτικές, κυριαρχούν δε σε αυτές τα πολλά “διαβαστά” (ψαλμοί, αναγνώσματα, ευχές), η λιτότητα και η αρχαιοπρέπεια. Η σημαντικότερη διαφορά της Μεγάλης Σαρακοστής από το υπόλοιπο εκκλησιαστικό έτος είναι η απαγόρευση της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας εκτός Σαββάτου και Κυριακής.

Αντί της κανονικής Θείας Λειτουργίας τελείται κατά τις καθημερινές της Μεγάλης Σαρακοστής (κυρίως τις Τετάρτες και τις Παρασκευές) η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, η οποία αποτελεί χωρίς αμφιβολία την καρδιά της Μεγάλης Σαρακοστής.

Τη λειτουργική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Σαρακοστής συμπληρώνουν οι Κατανυκτικοί Εσπερινοί των Κυριακών, το Μεγάλο Απόδειπνο που αναγινώσκεται από τη Δευτέρα μέχρι την Πέμπτη με ψαλμωδία μέρους του Μεγάλου Κανόνος του Αγίου Ανδρέου Κρήτης κατά την πρώτη εβδομάδα και Κανόνων από το Θεοτοκάριο κατά τις υπόλοιπες εβδομάδες, ο Όρθρος, οι Ώρες και ο Εσπερινός, που έχουν αυτή την περίοδο έντονο κατανυκτικό χρώμα, και φυσικά η ιδιαίτερα λαοφιλής Ακολουθία των Χαιρετισμών στην Υπεραγία Θεοτόκο που τελείται κάθε Παρασκευή.

Με την Ακολουθία των Χαιρετισμών διακόπτεται για δύο ημέρες η πένθιμη και κατανυκτική ατμόσφαιρα των καθημερινών της Μεγάλης Σαρακοστής, για να επανέλθει και πάλι το απόγευμα της Κυριακής με τον Κατανυκτικό Εσπερινό, αφού πρώτα ζήσουμε τη χαρμόσυνη και αναστάσιμη ατμόσφαιρα των Κυριακών της Μεγάλης Σαρακοστής με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου και τη διπλή τους θεματολογία.

Η νηστεία, η εντονότερη προσευχή και η κατά το δυνατόν συμμετοχή στις κατανυκτικές Ακολουθίες της περιόδου της Μεγάλης Σαρακοστής μας υποβοηθούν να εντείνουμε όσο μπορούμε περισσότερο τον πνευματικό μας αγώνα, που δεν είναι αγώνας μόνο της Μεγάλης Σαρακοστής, αλλά αγώνας ολόκληρής μας της ζωής, και αποσκοπεί στην καταπολέμηση των παθών, των αδυναμιών και των ελαττωμάτων μας και την καλλιέργεια των χριστιανικών αρετών, στην κάθαρση της ψυχής από ό,τι αμαυρώνει τη στολή της, για να μπορέσει να βρει χώρο μέσα μας η χάρις του Θεού να ενεργήσει.

Ο πνευματικός αγώνας όμως, για να φέρει πραγματικά αποτελέσματα, πρέπει να θεμελιωθεί πάνω στη βάση της ταπεινώσεως και να στολιστεί με τους καρπούς της μετανοίας.

Αυτές τις δύο αλήθειες μας προβάλλει η Εκκλησία μας προτού ακόμη ξεκινήσουμε το ταξίδι και τον εντατικό πνευματικό αγώνα της Μεγάλης Σαρακοστής μέσα από τα ευαγγελικά αναγνώσματα και τα θαυμάσια τροπάρια των πρώτων εβδομάδων του Τριωδίου, των εβδομάδων προπαρασκευής για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Έτσι με την Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, με την οποία αρχίζει η περίοδος του Τριωδίου, η Εκκλησία μας μας υπενθυμίζει ενόψει της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής μια μεγάλη αλήθεια: Καμιά αρετή και κανένα καλό έργο, άρα ούτε και η νηστεία μας ούτε και ο λοιπός πνευματικός μας αγώνας, δεν έχει αξία, αν δεν συνοδεύεται από την ταπείνωση, αν δεν θεμελιώνεται πάνω στην ταπείνωση, γιατί σε τελευταία ανάλυση δεν μας σώζουν ούτε οι αρετές μας ούτε τα καλά μας έργα, αλλά ο βαθμός της ταπεινώσεως και της μετανοίας μας.

Η ταπείνωση και η μετάνοια ελκύουν όντως τη χάρη του Θεού. Με την Παραβολή του ασώτου εξάλλου, που αναγινώσκεται τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, η Εκκλησία μας μας υπενθυμίζει μια άλλη μεγάλη αλήθεια: Η αγάπη του Θεού είναι τόσο μεγάλη, που καμιά αμαρτία, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν μπορεί να την εμποδίσει, φτάνει όμως να υπάρξει αληθινή μετάνοια. Ο Θεός περιμένει από εμάς να κάνουμε το πρώτο βήμα της μετανοίας, για να κάνει Εκείνος όλα τα υπόλοιπα βήματα.

Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι, όπως είπαμε, μια μακρά και κοπιαστική πορεία προς το Πάσχα. Εκτός όμως από μια ιδιαίτερη περίοδος του εκκλησιαστικού μας έτους, είναι ταυτοχρόνως και ένας τρόπος ζωής. Είναι η στενή και τεθλιμμένη οδός του συνεχούς και αδιάκοπου πνευματικού αγώνα, η στενή και τεθλιμμένη οδός της απαρνήσεως του δικού μας αμαρτωλού θελήματος και του αμαρτωλού μας εαυτού, διά της οποίας πρέπει να διέλθει κανείς, για να εισέλθει στη χαρά της αιώνιας Βασιλείας των ουρανών. Αν η ζωή μας γίνει μια διαρκής Μεγάλη Σαρακοστή, τότε θα είναι και μια διαρκής Ανάσταση, ένα αδιάκοπο Πάσχα, που θα μας οδηγήσει στην ανάσταση στην αιώνια ζωή.

Πρωτ. Μιχαήλ Βοσκού

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς;

Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου. Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του». Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια. Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων. Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι’ αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

διαβάστε περισσότερα »

Τι σημαίνει η Ίνδικτος – Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους.

  Η Ίνδικτος προέρχεται από τη λατινική λέξη indictio η οποία σημαίνει ορισμός. Ο όρος προήλθε από τη συνήθεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να ορίζουν διά θεσπίσματος για διάστημα δεκαπέντε ετών το ποσό του ετήσιου φόρου που εισέπρατταν αυτή την εποχή για τη συντήρηση του στρατού. Κατ’ επέκταση καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτίωνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη υπεύθυνη του ερευνητικού Εργαστηρίου Παλαιογραφίας και Αρχείου Μικροταινιών του Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης: «Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους». Τι σημαίνει αρχή Ινδίκτου Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε να εορτάζουν οι χριστιανοί την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά του προς την κτίση. Είναι αυτό που ήδη έκαναν οι Ιουδαίοι σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου· την πρώτη δηλαδή ημέρα του εβδόμου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποίαν εσχόλαζαν από κάθε εργασία, για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων «εις οσμήν ευωδίας Κυρίω» (Λευϊτ. 23,18). Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δημιουργός του χρόνου και του σύμπαντος, ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων, ο οποίος εσαρκώθη, για να αποκαταλλάξη τα πάντα εις Εαυτόν και να συναγάγη Ιουδαίους και εθνικούς εις μίαν Εκκλησίαν, ήθελε να ανακεφαλαιώση εν Εαυτώ τον αισθητό κόσμο και τον γραπτό Νόμο. Έτσι, αυτήν την ημέρα που η φύσις ετοιμάζεται να διατρέξη ένα νέο κύκλο εποχών, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαϊου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν (= έτος) Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18). Όλες οι Εκκλησίες, συναθροισμένες «επί το αυτό», αναπέμπουν σήμερα δοξολογία προς τον ένα τρισυπόστατο Θεό, ο οποίος διαμένει στην αιώνια μακαριότητα, διακρατεί τα πάντα εν τη ζωή και στέλνει άφθονες τις ευλογίες του κάθε εποχή στα κτίσματά του. Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμε, για να γίνωμε μέτοχοι της αιωνιότητός του. (Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Μακαρίου ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος) Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους; Τα περισσότερα ημερολόγια στην περιοχή της Ανατολής είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή, όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου ήταν τα γενέθλια του Αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού, η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 του ίδιου μήνα, ημέρα η οποία καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, της περιόδου, δηλαδή, του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια. Έτσι, Ίνδικτος κατέληξε να σημαίνει αργότερα το έτος και αρχή της Ινδίκτου η πρωτοχρονιά. Αυτή την πρωτοχρονιά βρήκε η Εκκλησία και της προσέδωσε χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σε αυτή την εορτή της σύλληψης του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής ιστορίας. Το 462 μ.Χ. για πρακτικούς λόγους αλλά και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μήνα, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην ορθόδοξη ανατολή κατά τα νεότερα χρόνια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι λίγα χρόνια πριν, η Εκκλησία όρισε την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στο φυσικό περιβάλλον. Η Ίνδικτος κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι). Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν

διαβάστε περισσότερα »

Ράσα και Ιερά άμφια.

Το ράσο, η ιδιαίτερη αυτή ενδυμασία των ορθοδόξων κληρικών, έχει την ιστορία του, μια ιστορία ζυμωμένη με δάκρυα και πόνο, μια ιστορία μακραίωνη. Το ράσο δεν αποτελεί δόγμα της πίστης μας. Η Εκκλησία μας στις μέρες της δοκιμασίας που ζούμε δεν έχει ανάγκη από εξωτερικές μεταρρυθμίσεις, αλλά από εσωτερικές αλλαγές. Έχει ανάγκη από αγίους και εμπνευσμένους κληρικούς, που θα φορέσουν και θα τιμήσουν το ράσο και θα το κάνουν λάβαρο των πιο ωραίων αγώνων για τη θρησκευτική, ηθική και εθνική αναγέννηση του Γένους μας. Δε φταίει το ράσο για τυχόν αστοχίες και σκάνδαλα των σημερινών κληρικών. Αυτά, ακόμα και αν αυτό καταργηθεί, δεν θα εκλείψουν. Η ενδυμασία αυτή από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, χρησιμεύει για να γίνεται διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Το ράσο αποτελεί ειδική περιβολή, η οποία συντελεί στη διατήρηση σεβασμού προς τους ιερείς. Σε καιρό διωγμών, (όπως ήταν οι διωγμοί των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού), οι κληρικοί δε φορούσαν ιδιαίτερη ενδυμασία, καθώς διέτρεχαν τον κίνδυνο να συλληφθούν και να θανατωθούν. Κανένας ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να τους διακρίνει από την εξωτερική τους περιβολή. Οι κληρικοί των πρώτων αιώνων ξεχώριζαν από το βίο τους. Το ράσο, όπως προαναφέραμε, ξεχωρίζει τον ιερέα από τους λαϊκούς. Προφυλάσσει τον ιερέα από δημόσιες εκτροπές. Για αυτό οι ιερείς που θέλουν να ζουν κοσμική ζωή και να απολαμβάνουν και αυτοί τις κοσμικές ηδονές, είναι συνήγοροι της κατάργησης του ράσου, του ράσου που δόξασαν αναρίθμητοι ευσεβείς κληρικοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και στους δικούς μας χρόνους σε μη Χριστιανικά κράτη απαγορεύουν την εμφάνιση των κληρικών με την ιδιαίτερη ενδυμασία τους και έτσι οι κληρικοί δε φορούν ράσο. Στην Τουρκία, όπου ο Χριστιανισμός είναι στο περιθώριο, (ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922), απαγορεύθηκε το ράσο, με εξαίρεση τους κληρικούς του Πατριαρχείου και τον Πατριάρχη, στον οποίο επετράπη να φοράει ράσο, όταν βγαίνει έξω από το Πατριαρχείο. Με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι φανέρωναν την άρνησή τους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά πως ο κλήρος ήταν εκείνος που διατήρησε 400 χρόνια και δεν άφησε να πεθάνει η εθνική συνείδηση όχι μονάχα της Ελλάδας, αλλά και των υπολοίπων βαλκανικών λαών. Επίσης στην Αμερική, στην Αυστραλία, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου δε θέλουν τους ρασοφόρους και οι ιερείς συχνά γίνονται αποδέκτες ύβρεων. Ο ιερέας, ο ευλαβής ιερέας όταν πρόκειται να πάει στο ναό για να τελέσει μια ιεροτελεστία, πρέπει να προετοιμάσει τον εαυτό του ψυχολογικά. Πρέπει να αφήσει έξω από το ναό ό,τι ανθρώπινο και κοσμικό, να ξεχάσει τον εαυτό του και τα πάθη του και να θυμηθεί τίνος εκπρόσωπος είναι. Ο ιερέας όταν λειτουργεί πρέπει να είναι και να φαίνεται σαν άγγελος. Κι όπως οι άγγελοι στον ουρανό στέκονται με φόβο και με τρόμο μπροστά στο θρόνο του Θεού, έτσι πρέπει και οι ιερείς να στέκονται μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Αν όλοι οι ιερείς είχαν αυτό τον άγιο φόβο και λειτουργούσαν με ιερή κατάνυξη, όλος ο κόσμος θα άλλαζε. Αυτοί που διαθέτουν καλή προαίρεση αισθάνονται πως κάτι μεγάλο και υψηλό τελείται την ώρα που ο Ιερέας λειτουργεί. Αλλά ο ορθόδοξος ιερέας δε διακρίνεται μόνο από το ράσο. Διακρίνεται και από τα άμφια. Τα άμφια είναι η επίσημη στολή που φοράει ο ιερέας όταν λειτουργεί. Τα άμφια έχουν τη δική τους γλώσσα. Συνοδεύονται από ρητά της Αγίας Γραφής και φωνάζουν στον ιερέα: «Πρόσεξε, απομάκρυνε από πάνω σου καθετί αμαρτωλό και κοσμικό, που είναι σαν ρούχο παλιό και ακάθαρτο. Ντύσου την αρετή, την αγιότητα, που είναι λαμπρή στολή της ψυχής. Ντύσου το Χριστό, κι έτσι φωτεινός και λαμπρός προχώρα στην τέλεση των ιερών μυστηρίων». Πολλά και διάφορα είναι τα άμφια που φορούν οι κληρικοί όταν λειτουργούν. Από τα άμφιά τους, διακρίνονται οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης. Αναφέρουμε εδώ τα κυριότερα. Ο διάκονος διακρίνεται από το άμφιο που λέγεται οράριο. Είναι μια πλατειά ταινία, που από το ένα άκρο της κρέμεται από τον αριστερό ωμό προς τα πίσω, το δε άλλο άκρο της το κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν εκφωνεί τις δεήσεις. Στην παλιά εποχή πάνω στο οράριο ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ». Το οράριο σημαίνει, πως ο διάκονος μιμούμενος τους αγγέλους πρέπει να προσεύχεται συνεχώς. Το οράριο θυμίζει το ρητό του αποστόλου Παύλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Άλλο άμφιο του διακόνου είναι τα επιμάνικα. Όπως αναφέρουν οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, τα επιμάνικα, που φορούν και οι διάκονοι και οι ιερείς και οι αρχιερείς σημαίνουν τα δεσμά με τα οποία έδεσαν το Χριστό. Ο κληρικός πρέπει να είναι έτοιμος, χάρη του Ευαγγελίου, να υποστεί το διωγμό, τη φυλακή και το μαρτύριο. Ο ιερέας διακρίνεται από τα εξής άμφια: Το επιτραχήλιο: Το πετραχήλι είναι το πιο σπουδαίο άμφιο του ιερέα. Χωρίς πετραχήλι καμιά ιεροτελεστία δεν μπορεί να κάνει ο ιερέας. Σημαίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πλούσια σαν ποτάμι τρέχει και ποτίζει τις ψυχές δια μέσου των ιερών μυστηρίων. Το πετραχήλι έχει στο κάτω άκρο τα λεγόμενα κρόσια. Σημαίνουν τις ψυχές που ο Θεός έχει εμπιστευτεί στον κάθε ιερέα. Ενώ ο λαϊκός θα δώσει λόγο για την ψυχή του, ο ιερέας θα δώσει λόγο και για τις ψυχές που ανήκουν στην ενορία του. Ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιερεμία λέει: «Θα ζητήσω το αίμα των ανθρώπων εκείνων που εξαιτίας των ιερέων έχουν χαθεί». Άλλο άμφιο του ιερέα είναι η ζώνη. Η ζώνη δεν είναι μόνο για να συγκρατεί την ενδυμασία, αλλά και για να θυμίζει στον ιερέα πως πρέπει να συγκρατεί τις κακές επιθυμίες και να κυριαρχεί στα πάθη του. Ευπρεπής, εύζωνος και ταχύς στην οδό του Κυρίου. Άλλο άμφιο του ιερέα είναι το φελόνιο, το φελόνι, που φοριέται από το λαιμό και θυμίζει την κόκκινη χλαμύδα που έντυσαν τον Ιησού οι στρατιώτες στο πραιτόριο του Πιλάτου για να τον εμπαίξουν. Έτσι και ο ιερέας που βαδίζει στα ίχνη του Χριστού θα εμπαιχθεί από ανθρώπους που αντιστρατεύονται το Χριστό μας. Ο αρχιερέας διακρίνεται από τα εξής άμφια: Ωμοφόριο. Είναι μια πλατειά ταινία, που ρίχνεται πάνω στους ώμους και τα άκρα της καταλήγουν μπροστά στο στήθος και θυμίζει την παραβολή του απολωλότος προβάτου. Άλλο άμφιο του αρχιερέα είναι ο σάκκος. Αντιστοιχεί προς το φελόνι του ιερέως, σημαίνει την κόκκινη χλαμύδα, έχει δε

διαβάστε περισσότερα »

Έχει ευθύνη η Εκκλησία για το κατάντημα της κοινωνίας;

  Μας ρωτήσατε το εξής: Είμαστε μια χώρα όπου το 90% είναι ορθόδοξοι, δεν είναι μια αποτυχία της εκκλησίας το γεγονός ότι έχει ευθύνες για μια τόσο εγωιστική κοινωνία όπως είναι η ελληνική; 1)Η ερώτησή σας από την αρχή είναι διατυπωμένη λάθος. Λέτε «εκκλησία». Τι είναι εκκλησία για εσάς; Δεν είναι κλήρος και λαός μαζί; Μάλλον με τον όρο «εκκλησία» εννοείται μόνο την διοικούσα εκκλησία, δηλαδή τους αρχιερείς και τους ιερείς και όχι τον λαό. Αυτό είναι λάθος. Ας πάρουμε όμως ως εκκλησία – σύμφωνα με το σκεπτικό σας- μόνο τον κλήρο. Τότε θα λέγαμε ότι σίγουρα υπάρχει κάποιο μέρος ευθύνης και σ’ αυτούς. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι ο κλήρος δεν ήρθε ουρανοκατέβατος, αλλά πηγάζει μέσα από τον πιστό λαό. Ως άνθρωποι λοιπόν οι κληρικοί ίσως κάνουν λάθη. Όμως σίγουρα δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις ότι ευθύνονται για το κατάντημα της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να μιλούμε με γενικότητες, δεν μπορούμε να κατηγορούμε το σύνολο του κλήρου για κάποια λάθη που έχουν γίνει από ένα μέρος του κλήρου. Όπως έλεγε ένας γέροντας, θέλετε καλούς ιερείς, κάντε τα παιδιά σας. Κατηγορούμε τους ιερείς ότι δεν είναι καλοί, ότι τα χωριά μας σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν ιερέα. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Η διοικούσα εκκλησία; Φυσικά όχι. Την ευθύνη έχει ο λαός, την ευθύνη έχουν οι γονείς που θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν οτιδήποτε άλλο, αλλά όχι ιερείς. Τί υποκρισία; Να κατηγορείς τον εκάστοτε αρχιερέα ότι δεν έστειλε ιερέα στο χωριό τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα (λες και το κάνει επίτηδες) και από τη άλλη ολόκληρο το χωριό εδώ και δεκαετίες να μην έχει ούτε έναν άνθρωπο που να θέλει να διακονήσει ως ιερέας στο χωριό του. Να περνούν οι γενιές των ανθρώπων και ούτε ένας!…ούτε ένας να μην θέλει να γίνει ιερέας. Ενώ από την άλλη όλοι να κατηγορούν την διοικούσα εκκλησία για αδιαφορία. Ποιος είναι τελικά ο αδιάφορος; 2)Έχει μέρος ευθύνης ο κλήρος για την τόσο εγωιστική κοινωνία; Έχει. Όπως έχει ευθύνη ένας δάσκαλος για την αποτυχία του μαθητή του. Όμως τελικά, ποιος ευθύνεται πιο πολύ; Ο δάσκαλος ή ο μαθητής; Μάλλον ο μαθητής για την αδιαφορία του. Μπορεί ο δάσκαλος να έκανε κάποια λάθη, όμως δεν ευθύνεται για την αποτυχία του μαθητή. Εάν υπήρχε ενδιαφέρον από το μαθητή θα άλλαζε διδάσκαλο, θα πήγαινε σε κάποιον άλλο που θα του μετέδιδε καλύτερα τις γνώσεις που επιζητούσε. 3) Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση μιλούμε για μια πνευματική αποτυχία. Ειδικά σε πνευματικά θέματα την ευθύνη τη φέρει κυρίως -αν όχι εξολοκλήρου- ο ίδιος ο άνθρωπος. Σίγουρα παίζουν ρόλο και οι δίπλα του αλλά την ευθύνη των πράξεων, των λόγων, της στάσης ζωής του την επιλέγει ελεύθερα ο ίδιος ο άνθρωπος. Με το σκεπτικό σας θα έπρεπε να κατηγορήσουμε και τον Θεό ότι απέτυχε για την παρακοή των πρωτοπλάστων, το Θείο Βρέφος για την σφαγή των νηπίων από τον μανιώδη Ηρώδη. Θα έπρεπε να κατηγορήσουμε τον Χριστό για τον Ιούδα και τους σταυρωτάς Του, τους Αποστόλους για τους διώκτες τους, τους Μάρτυρες για τους δημίους τους, τους Θεοφόρους Πατέρες για τους αιρεσιάρχες που πλάνεψαν και πλανούν εκατομμύρια ανθρώπων. Όμως κάτι τέτοιο θα είναι αναληθές. 4)Η πνευματική αναγέννηση και πρόοδος στηρίζεται στην ελευθερία, στηρίζεται στο αυτεξούσιο. Είναι πολύ βολικό να βρίσκουμε κουσούρια στους άλλους ώστε να δικαιολογούμε την δική μας ανεπάρκεια. Είναι εύκολο να λέμε «με έκοψε ο καθηγητής» από το να λέμε «κόπηκα γιατί δεν διάβασα». Από την άλλη μεριά λέμε «πέρασα το μάθημα» και όχι «με πέρασε ο καθηγητής». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το πρόβλημά μας είναι πολύ μεγάλο. Για όλα τα κακά κατηγορούμε τον Θεό, την Εκκλησία Του, τους ιερείς, τους πολιτικούς, τους άλλους…βάζουμε ταμπέλες σε όλους και όλα, και το κυριότερο βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω. 5) Η πραγματική αποτυχία είναι να αντιμετωπίζεις την αποτυχία του συνόλου ως ευκαιρία για κατάκριση των άλλων και όχι ως αφορμή για αυτοκριτική. Αποτυχία είναι να σηκώνεις τα χέρια σου και να μουτζώνεις, να βρίζεις, να γιουχάρεις τους άλλους χωρίς να σκέφτεσαι τα δικά σου λάθη και σφάλματα. Αποτυχία είναι να θέλουμε να βρούμε παντού και πάντοτε κάποιον Ηρώδη για να κατηγορήσουμε αφήνοντας τον Ηρώδη που κρύβουμε μέσα μας να μεγαλουργεί… Αποτυχία είναι να θεωρούμε Εκκλησία μόνο τους ιερείς και όχι τον εαυτό μου, τον δίπλα μου, την οικογένειά μου… Όταν η μετάνοια και η ταπείνωση έρθει στην ζωή μας, τότε και μόνο τότε θα αντιληφθούμε το κακό που έχουμε προκαλέσει εμείς οι ίδιοι στην κοινωνία παύοντας να κατηγορούμε τους άλλους. Διότι τελικά οι άλλοι είμαστε εμείς κι ας μην θέλουμε να το παραδεχτούμε… αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο