Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως «Ἀλλ’ ἀκόμη δέν ἀνέφερα τό ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, οὔτε τό κυριώτερον μέρος τῆς συμφορᾶς ἀπεκάλυψα, διότι πολλάκις, πού ἠτοιμάσθην νά τό εἰπῶ ἐκοκκίνησα, πολλάκις δέ ἐντράπηκα. Ποῖον λοιπόν εἶναι αὐτό; Διότι πρέπει πλέον νά τό ἀποτολμήσωμεν νά τό εἴπωμεν. Ἄλλωστε θά ἦτο μεγάλη ἀνανδρία, ἐνῶ πρόκειται νά ἐκριζώσωμεν κάτι κακόν, νά μή τολμῶμεν οὔτε κἄν νά ὁμιλήσωμεν δι’ αὐτό, ὡσάν νά πρόκειται ἡ σιωπή νά ἰατρεύση ἀφ’ ἑαυτῆς τήν ἀσθένειαν. Δέν θά σιωπήσωμεν λοιπόν, καί ἄν ἀκόμη πρόκειται μυριάκις νά ἐντραπῶμεν καί νά κοκκινίσωμεν. Διότι καί ὁ ἰατρός, προκειμένου νά καθαρίση τήν μολυσμένην πληγήν, θά παραιτηθῆ ἀπό τοῦ νά χρησιμοποίηση τόν σίδηρον, καί νά βυθίση τά δάκτυλά του εἰς τόν πυθμένα τοῦ τραύματος; Λοιπόν, οὔτε καί ἡμεῖς πρόκειται νά σταματήσωμεν τόν λόγον αὐτόν, καθ’ ὅσον ἡ μόλυνσις εἶναι χειροτέρα. Ποῖον λοιπόν εἶναι τό κακόν; Κάποιος παράδοξος καί παράνομος πόθος εἰσῆλθεν εἰς τήν ζωήν μας. Ἐπέπεσεν ἀσθένεια βαρεία καί ἀθεράπευτος καί ἐνέσκηψε πανώλης χειροτέρα ὅλων… Ἐπενοήθη κάποια νέα καί φοβερά παρανομία, διότι ἀνατρέπονται ὄχι μόνον οἱ ἀνθρώπινοι, ἀλλά καί οἱ φυσικοί νόμοι. Κατήντησε λοιπόν μικρόν πρᾶγμα ἡ πορνεία θεωρουμένη ὡς συνήθης ἀσέλγεια. Καί ὅπως εἰς τάς ὀδύνας, τό τυραννικώτερον πάθος, ὅταν ἐπέλθη, καλύπτει τήν ἐντύπωσιν τοῦ προηγουμένου, ἔτσι καί τό ὑπερβολικόν μέγεθος αὐτῆς τῆς ὕβρεως κάμνει τό ἀνυπόφορον, νά μή φαίνεται πλέον ὡς ἀνυπόφορον, δηλαδή τήν ἀκολασίαν περί τήν γυναίκα. Διότι φαίνεται ὅτι εἶναι εὐχάριστον τό νά ἠμπορέση νά διαφύγη κανείς ἀπό τά δίκτυα αὐτά καί κινδυνεύει εἰς τό ἑξῆς νά γίνη περιττόν τό γυναικεῖον φύλον, ἐφ’ ὅσον οἱ νέοι ἀναπληρώνουν ἀντί ἐκείνων, ὅλα τά εἰς ἐκείνας ἀνήκοντα. Καί δέν εἶναι μόνον αὐτό τό κακόν, ἀλλ’ ὅτι μέ πολλήν ἐλευθερίαν ἀποτολμᾶται τοιαύτη ἀκολασία καί ἐνομιμοποιήθη ἡ παρανομία. Κανείς λοιπόν δέν φοβεῖται καί δέν τρέμει. Κανείς δέν ἐντρέπεται οὔτε κοκκινίζει, ἀλλά καί ὑπερηφανεύεται διά τήν γελοίαν αὐτήν πράξιν καί θεωροῦνται παράφρονες οἱ σώφρονες καί ὅτι δῆθεν παραπλανῶνται οἱ νουθετοῦντες. Καί ἄν μέν τύχη νά εἶναι κατώτεροι σωματικῶς, δέρονται, ἄν δέ εἶναι ἰσχυρότεροι χλευάζονται, καταγελῶνται, περιλούονται μέ μυριάδας ἐμπαιγμούς. Εἰς τίποτε δέν ὠφελοῦν τά δικαστήρια, οὔτε οἱ νόμοι, οὔτε οἱ παιδαγωγοί, οὔτε οἱ πατέρες, οὔτε οἱ ὑπηρέται, οὔτε οἱ διδάσκαλοι. Διότι ἄλλους μέν κατώρθωσαν νά διαφθείρουν διά χρημάτων, αὐτοί δέ ἐνδιαφέρονται πῶς νά ἀποκτήσουν μισθόν. Ἐξ ἐκείνων δέ πού εἶναι φρονιμώτεροι καί φροντίζουν διά τήν σωτηρίαν αὐτῶν, πού τούς ἔχουν ἐμπιστευθῆ, ἄλλοι μέν πολύ εὐκόλως ἀποκοιμίζονται καί ἐξαπατῶνται, ἄλλοι δέ φοβοῦνται τήν δύναμιν τῶν ἀνηθίκων. Ἄλλωστε εὐκολώτερον θά ἠδύνατο νά γλυτώση κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔχει γίνει ὕποπτος ὅτι ἐποφθαλμιᾶ τό βασιλικόν ἀξίωμα, παρά νά ξεφύγη ἀπό τά χέρια τῶν μιαρῶν ἐκείνων, ἄν προσπαθήση νά ἁρπάξη ἀπό αὐτούς τά παιδιά. Ἔτσι, ὡσάν εἰς μεγάλην ἐρημίαν, μέσα εἰς τάς πόλεις οἱ ἀρσενικοί μέ ἀρσενικούς διαπράττουν τήν ἀκολασίαν. Ἐάν δέ μερικοί ἔχουν ξεφύγει τάς παγίδας αὐτάς, δυσκόλως θά ἀποφύγουν ὅμως τήν κακήν φήμην αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι διαπράττουν τάς ἀσχήμιας αὐτάς. Πρῶτον μέν, διότι εἶναι πάρα πολύ ὀλίγοι καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπον εὐκόλως θά ἠμποροῦσαν νά κρύπτωνται ἀνάμεσα εἰς τό πλῆθος τῶν κακῶν, δεύτερον δέ, διότι καί οἱ ἴδιοι οἱ μιαροί καί οἱ μολυσμένοι ἐκεῖνοι δαίμονες, ἐπειδή δέν ἠμποροῦν κατ’ ἄλλον τρόπον νά βλάψουν αὐτούς οἱ ὁποῖοι τούς περιεφρόνησαν, προσπαθοῦν νά τούς τιμωρήσουν διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ. Διότι, ἀφοῦ δέν ἠμπόρεσαν νά τούς πλήξουν θανασίμως οὔτε νά ἐγγίσουν τήν ἰδίαν τήν ψυχήν των, ἐπιχειροῦν λοιπόν νά πληγώσουν τουλάχιστον τόν διάκοσμον τῆς σωφροσύνης των, τόν ὁποῖον λαμβάνουν ἀπό τήν κοινωνίαν καί νά καταστρέψουν τήν καλήν ὑπόληψίν των. Διά τοῦτο καί ἤκουσα ὅτι πολλοί παραξενεύονται, πῶς ἀκόμη καί σήμερον δέν ἔβρεξε ἄλλην πυρίνην βροχήν, πῶς δέν ἐπαθεν ἡ πόλις μας αὐτά, ποὺ ἔπαθον τά Σόδομα ἐνῶ εἶναι ἀξία διά πολύ σκληροτέραν τιμωρίαν, καθόσον δέν ἐσωφρονίσθη οὔτε μέ τά κακά ἐκείνων; Ἀλλά μολονότι λοιπόν ἡ χώρα ἐκείνη ἐπί δύο χιλιάδες ἔτη βοᾶ διά τῆς ὄψεώς της λαμπρότερον καί ἀπό φωνήν, πρός ὅλην τήν οἰκουμένην, διά νά μή ἀποτολμήση παρόμοιον ἁμάρτημα, ὄχι μόνον δέ ἐμειώθη ἡ τάσις των διά τήν ἁμαρτίαν αὐτήν, ἀλλά καί περισσότερον αὐθάδεις ἔγιναν, ὡσάν νά φιλονεικοῦν καί μάχωνται μέ τόν Θεόν καί προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν ἐμπράκτως ὅτι τόσον περισσότερον θά εἶναι προσκεκολλημένοι εἰς τά κακά αὐτά, ὅσον περισσότερον τοὺς ἀπειλεῖ. Πῶς λοιπόν δέν ἔγινε τίποτε τέτοιο, ἐνῶ τά μέν Σοδομιτικά ἁμαρτήματα διαπράττονται, ὅμως, δέν ἐπιβάλλονται αἱ τιμωρίαι τῶν Σοδόμων; Ἐπειδή τούς ἀναμένει ἄλλο πῦρ καυστικώτερον καί τιμωρία ἀτελεύτητος. Ἄλλωστε καί ἐκεῖνοι, ἐνῶ διέπραξαν πολύ βαρύτερα ἁμαρτήματα ἀπό τούς καταστραφέντας διά τοῦ κατακλυσμοῦ, ἐννοῶ τούς μετέπειτα, καμμία τέτοια ραγδαία βροχή, δέν ἔγινε μετά ἀπό ἐκεῖνον. Καί ἐδῶ πάλιν ὁ λόγος εἶναι ὁ ἴδιος. Διατί τάχα οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ὅταν οὔτε δικαστήρια ὑπῆρχον, οὔτε φόβος ὑπῆρχε ἀπό τούς ἄρχοντας, οὔτε νόμος νά τούς ἀπειλῆ, οὔτε ὅμιλος προφητῶν διά νά τούς ἐπαναφέρη εἰς τάξιν, οὔτε φόβος κολάσεως, οὔτε ἐλπίς βασιλείας αἰωνίου, οὔτε ἄλλη γνῶσις ἀληθείας, οὔτε καί τά θαύματα, πού ἠμποροῦν νά ἀναστήσουν καί τούς λίθους, πῶς λοιπόν αὐτοί, πού δέν ἀπήλαυσαν τίποτε ἀπό αὐτά, ἐτιμωρήθησαν τόσον αὐστηρά διά τάς ἁμαρτίας των καί αὐτοί, πού ἔχουν συμμετάσχει εἰς ὅλα αὐτά καί ζοῦν μέσα εἰς τόσον φόβον καί θείων καί ἀνθρωπίνων δικαστηρίων, δέν ἐτιμωρήθησαν ἀκόμη μέχρι σήμερον μέ τάς αὐτὰς τιμωρίας, ἐνῶ εἶναι ἄξιοι σκληροτέρας τιμωρίας; Ἄρα, δέν εἶναι εὐνόητον καί εἰς ἕνα παιδί, ὅτι τούς ἐπιφυλάσσεται αὐστηροτέρα τιμωρία; Διότι, ἐάν ἐμεῖς ὀργιζώμεθα ἔτσι καί ἀγανακτῶμεν, ὁ Θεός, πού φροντίζει δι’ ὅλα καί ἰδιαιτέρως διά τό ἀνθρώπινον γένος καί ἀποστρέφεται καί μισεῖ σφοδρῶς τήν κακίαν, πῶς θά ἠνείχετο νά ἀποτολμῶνται αὐτά χωρίς τιμωρίαν; Δέν εἶναι ἔτσι, ὄχι! Ἀλλά θά ἐπιφέρη ἐπ’ αὐτῶν τήν παντοδύναμον χείρα του καί τήν ἀφόρητον πληγήν καί τήν ὀδύνην τῶν βασανιστηρίων ἐκείνων, πού εἶναι τόσον φοβερά, ὥστε αἱ συμφοραί τῶν Σοδόμων συγκρινόμενοι πρός αὐτά, θά θεωροῦνται ἀστεῖαι. Διότι ποίους βαρβάρους δέν ἐξεπέρασαν, ποῖον γένος θηρίων, διά τῆς μιαρᾶς αὐτῆς σαρκικῆς μίξεως; Ὑπάρχει εἰς μερικά ἀπό τά ἄλογα ζῶα μεγάλη γενετήσιος ὁρμή καί ἐπιθυμία ἀσυγκράτητος, πού δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τήν τρέλλαν. Ἀλλ’ ὅμως, δέν γνωρίζουν τόν ἔρωτα αὐτόν τοῦ ἀρσενικοῦ πρός τό ἀρσενικόν, ἀλλά στέκονται εἰς τά ὅρια, πού ἔθεσεν ἡ φύσις. Καί ἄν ἀκόμη μυριάκις κοχλάζει μέσα των τό πάθος, ὅμως, δέν ἀνατρέπουν τούς νόμους τῆς φύσεως. Οἱ δῆθεν, ὅμως, λογικοί, πού ἐγνώρισαν τήν θείαν διδασκαλίαν καί διδάσκουν εἰς ἄλλους τί