Κάποιος ἀδελφός διηγήθηκε στοὺς ὑπολοίπους μετὰ τὴν ἀπόλυση τῆς Θείας Λειτουργίας τὰ ἑξῆς: «Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστόλου κι ἐνῶ ὁ διάκονος ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα γιὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, εἶδα νὰ ἀνοίγει ἡ στέγη τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ φαίνεται ὁ οὐρανός. Συγχρόνως, εἶδα τὸν διάκονο νὰ κυκλώνεται ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη μὲ πῦρ. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ἔγινε ἡ προσκομιδὴ καὶ ἡ προσφορὰ τῶν Τιμίων Δώρων, εἶδα νὰ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ κατέρχεται πάνω στὰ Τίμια Δῶρα πῦρ. Κατόπιν πλῆθος ἀγγέλων ἄρχισαν νὰ κατεβαίνουν, ἔχοντας στὴν μέση ἕνα παιδί. Τὸ πρόσωπό τους ἦταν φωτεινὸ ὅπως ἡ ἀστραπή. Κατόπιν οἱ ἄγγελοι κάθισαν γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα κυκλικῶς, ἐνῶ τὸ παιδὶ κάθισε πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Μόλις πλησίασαν οἱ ἱερεῖς γιὰ νὰ διαμοιράσουν τὸν ἄρτο τῆς προθέσεως, εἶδα τοὺς δύο ἀγγέλους ποὺ εἶχαν καὶ τὰ πιὸ θαυμαστὰ πρόσωπα, νὰ πλησιάζουν τὸ παιδὶ καὶ κρατώντας το ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, νὰ τὸ σφαγιάζουν μὲ ἕνα μαχαίρι, χύνοντας τὸ αἷμα Του στὸ Ἅγιο Ποτήριο. Τὶς ματωμένες... σάρκες του τοποθέτησαν πάνω στὰ τεμάχια τῶν ἄρτων ποὺ ἀμέσως ἔγιναν κι ἐκεῖνα τεμάχια σαρκός. Μόλις ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς Θείας Μεταλήψεως, ὅσοι προσήρχοντο μετελάμβαναν σάρκα καὶ δόθηκε καὶ σὲ μένα αὐτὴ ἡ καθαρὴ σάρκα γιὰ νὰ μεταλάβω. Ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ γευθῶ τὴν σάρκα ἔκλαιγα γοερᾶ ἐνῶ ἄκουσα μία φωνὴ νὰ μοῦ ψιθυρίζει. «Ἄνθρωπε γιατί δὲν μεταλαμβάνεις; Ἐσὺ δὲν ζήτησες νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια σου, ἐὰν ὄντως εἶναι Σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ ἡ Θεία Κοινωνία καὶ ἀμφέβαλλες;» Ἐγὼ παρακαλοῦσα, ἐλεέησέ με Κύριε γιατί δὲν μπορῶ νὰ φάγω ζωντανὴ σάρκα. Τότε ἄκουσα καὶ πάλι τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐκείνη φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Μάθε λοιπὸν ὅτι ἐὰν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ μεταλάβει σάρκα ἀσφαλῶς μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο θὰ βρισκόταν τὸ Σῶμα μου, ὅπως τὸ βρίσκεις κι ἐσὺ τώρα. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μεταλάβει Σῶμα, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ὅρισε τοὺς ἄρτους. Στὸν ἠγιασμένον αὐτὸν Ἄρτο ἐνυπάρχει τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα μου. Ἐὰν αὐτὸ πιστεύεις, μετάλαβε κι ἐσύ. – Πιστεύω Κύριε τοῦ ἀπάντησα καὶ λέγοντας αὐτὰ τὸ Σῶμα ποὺ κρατοῦσα ἔγινε πάλι ἄρτος καὶ ἔτσι μετέλαβα δοξολογώντας τὸν Θεό. Ἀφοῦ τελείωσε ἡ θεία Μυσταγωγία εἶδα πάλι νὰ ἀνοίγει ἡ στέγη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς θεῖες καὶ οὐράνιες δυνάμεις νὰ ἀνυψοῦνται στὸν οὐρανό. Ἀπό τὸν Εὐεργετινὸ, τόμος Δ’, σελ. 518-519

Έστω και ένας καλός λογισμός αρκεί.
~ Κάποια μοναχή πολεμήθηκε με λογισμούς πορνείας. Κι επειδή δεν μπορούσε να υπομείνει τον πόλεμο, έφυγε από το μοναστήρι της και γύρισε στον κόσμο. Δεν άργησε να καταλήξει σε πορνείο. Έμεινε εκεί αρκετά χρόνια και πλούτισε πολύ , γιατί ήταν πολύ όμορφη. Ο φιλάνθρωπος Θεός όμως, που εργάζεται για την σωτηρία του κάθε ανθρώπου, έβαλε στο νού της τη μνήμη των οδυνηρών κολάσεων και την αρχική δόξα και τιμή, από την οποία είχε ξεπέσει. Και εκείνη αφού τα αναλογίστηκε όλα αυτά, εγκατέλειψε πλούτη και περιουσία, κι έτρεξε στο μοναστήρι της , σαν προβατίνα που γλύτωσε από το στόμα των λύκων. Μόλις όμως έφτασε στην πύλη της μονής, έπεσε κάτω και ξεψύχησε .Εκεί κοντά ζούσε κάποιος έγκλειστος μοναχός, που είδε σε όραμα την νύχτα εκείνη αγγέλους και δαίμονες έξω από το μοναστήρι. Φιλονικούσαν όλοι μπροστά στη νεκρή για την ψυχή της. -Εφόσον μετανόησε, είναι δική μας, έλεγαν οι άγγελοι. -Μέχρι τώρα δούλευε σε μας , διαμαρτύρονταν οι δαίμονες. Άλλωστε δεν πρόφτασε να μπει στο μοναστήρι να μετανοήσει. Ενώ έτσι φιλονικούσαν, ήρθε άλλος άγγελος από τον ουρανό. -Γιατί φιλονικείτε; Τους ρώτησε και ύστερα τους είπε ότι ο αγαθός Θεός, αφότου η μοναχή σκέφτηκε να μετανοήσει, από την ίδια εκείνη στιγμή δέχθηκε την μετάνοια της. Αμέσως συνήλθε ο μοναχός από το όραμα και έτρεξε να αναγγείλει στην ηγουμένη τα συμβάντα. Αφού περιποιήθηκαν το λείψανο, το έθαψαν στο κοιμητήριο και ευχαρίστησαν τον ελεήμονα Θεό, που και μόνο ένα καλό λογισμό τον δέχεται σαν μετάνοια. Από το Γεροντικό