Η υπέρ των μελών της Εκκλησίας μέριμνα δεν παραμένει στην επίγεια πραγματικότητα, αλλά εκτείνεται στην αιωνιότητα, συγκεντρώνοντας στην ίδια στιγμή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αυτό που ονομάζει η ορθόδοξη θεολογία ως εσχατολογικό παρόν. Η Εκκλησία σε αυτό το πλαίσιο θυμάται διαρκώς όλα τα κεκοιμημένα μέλη της, από κτίσεως κόσμου και τους γενάρχες Αδάμ και Εύα, έως και τον πιο πρόσφατα αποδημήσαντα αδελφό.
Η έγνοια αυτή της Εκκλησίας φαίνεται ξεκάθαρα κάθε φορά που τελείται η Θεία Λειτουργία, οπότε ο ιερέας μνημονεύει τα ονόματα των κεκοιμημένων στην πρόθεση, προετοιμάζοντας τα Τίμια Δώρα. Η μνημόνευση των ονομάτων των κεκοιμημένων, αλλά και των ζώντων στη Θεία Λειτουργία λαμβάνει κανονικά χώρα δύο φορές, αφενός στην πρόθεση και αφετέρου στα Δίπτυχα, δηλαδή μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και την εκφώνηση του Εξαιρέτως.
Σημαντική πτυχή της μνημόνευσης των κεκοιμημένων αποτελούν τα ιερά μνημόσυνα, δηλαδή οι συνοπτικές τελετές μνημόνευσης υπέρ αναπαύσεως της ψυχής των κεκοιμημένων αδελφών με την ταυτόχρονη παράθεση νεκρώσιμων κολλύβων. Η αξία των μνημοσύνων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και τη μνημόνευση των ονομάτων στην πρόθεση. Η αποκομμένη από τη Θεία Λειτουργία τέλεση μνημοσύνων κατά τη διάρκεια άλλων ακολουθιών (π.χ. Εσπερινός) ή επί του μνήματος στο κοιμητήριο συνιστά ευκαιρία προσευχής υπέρ του κεκοιμημένου, αλλά είναι ατελής και πρέπει να γίνεται μόνο συμπληρωματικά. Κάθε πράξη προσευχής συνεργεί στην ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου, αλλά η πληρότητά της βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στη τέλεση της Θείας Λειτουργίας, δηλαδή της απόλυτης έκφρασης της εκκλησιαστικής σύναξης.