Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πρακτικὰ μᾶς δείχνει πέντε δρόμους τῆς μετανοίας. Μᾶς λέγει:
Πρῶτος δρόμος μετανοίας εἶναι ν’ αὐτοκαταδικάζεσαι γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Ὁ Κύριος ἐκτιμᾶ ἰδιαίτερα αὐτή σου τὴν πράξη. Αὐτὸς ποὺ μόνος του καταδίκασε τ’ ἁμαρτήματά του πολὺ δύσκολα θὰ τὰ ἐπαναλάβει. Ἡ ἔγκαιρη ἐξέγερση τῆς συνειδήσεώς σου διὰ τῆς αὐτοκατηγορίας δὲν θὰ ἔχει κατήγορο στὸ οὐράνιο κριτήριο.
Δεύτερος ἀξιόλογος δρόμος μετανοίας εἶναι νὰ μὴ βαστᾶς κακία γιὰ κανένα, ἀκόμα καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς σου. Νὰ συγκρατεῖς πάντοτε τὴν ὀργή σου, νὰ συγχωρεῖς τ’ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, γιατί ἔτσι θὰ ἐξαλείψει καὶ τὰ δικά σου ὁ Κύριος. Εἶναι αὐτὸ ἕνα ἀποτελεσματικὸ καθαρτικό, ἀφοῦ μᾶς τὸ ὑπέδειξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας: Ἂν συγχωρέσετε τοὺς χρεῶστες σας, τότε θὰ σᾶς συγχωρήσει σίγουρα καὶ ὁ οὐράνιος πατέρας μας (Μάτθ. 6. I).
Τρίτος ἀσφαλὴς δρόμος μετανοίας εἶναι…
ἡ ὀρθή, θερμὴ καὶ ἐκ βαθέων καρδιακὴ προσευχή. Μὴ λησμονᾶμε τὴν εὐαγγελικὴ χήρα ποὺ ἐπέμενε στὸ αἴτημά της στὸν δύστροπο δικαστὴ καὶ τελικὰ ἔλαβε τὸ ποθούμενο (Λούκ. 18, 1-8). Ἂν ἐκείνη ἔλαβε γιὰ τὴν ἐπιμονή της ἀπὸ τὸν ἀδιάντροπο δικαστή, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε οὐράνιο πατέρα ἥμερο, φιλικὸ καὶ φιλάνθρωπο καὶ ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς δωρίσει τὰ πρὸς τὴ σωτηρία μᾶς αἰτήματα.
Τέταρτος σίγουρος δρόμος μετανοίας εἶναι τῆς ἐλεημοσύνης, ποὺ ἡ δύναμή της εἶναι ἀνέκφραστα μεγάλη. Ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶπε στὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα νὰ ξεπλύνει τὶς πολλὲς ἁμαρτίες τοῦ μ’ ἐλεημοσύνη καὶ τ’ ἀνομήματά του μὲ τὸ νὰ εὐσπλαγχνισθεῖ τοὺς φτωχούς. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐξαλείψει ἁμαρτήματα. Ὁ μετανοημένος παραβάτης μὲ τὴ φιλανθρωπία ἐπανορθώνει τὰ πάντα μὲ τὸν ἀγώνα του καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πέμπτος δρόμος σταθερὸς ὁ συνδυασμὸς πηγαίας μετριοφροσύνης κι ἐγκάρδιας ταπεινοφροσύνης. Μάρτυρας πρὸς τοῦτο ὁ τελώνης τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς. Ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη τοῦ ἀποτίναξε ὅλο τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων του.
Καταλήγει λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Νὰ καταδικάζουμε τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀδελφῶν μας, νὰ ‘χοῦμε κερδοφόρα προσευχή, καρποὺς ἐλεημοσύνης καὶ ταπεινοφροσύνης, δίχως νὰ καθυστεροῦμε, δίχως νὰ χάνουμε οὔτε μία μέρα καὶ ὥρα βαδίζοντας τοὺς πέντε αὐτοὺς σωτήριους δρόμους καθημερινά.
![](https://i0.wp.com/agiafotini.gr/wp-content/uploads/2024/07/cyprus9-3.webp?fit=300%2C243&ssl=1)
Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις.
Είπα σε κάποιους γιατρούς, που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά η στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί, χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει. Αλλά προηγείται ο «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε και αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα; Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν, λοιπόν, μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα. -του έλεγε ο Εβραίος- Θα σου το δώσω πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο. Σου λέει: «Τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…». Έδωσε λοιπόν τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο. Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί, έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά, γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Άλλα τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο! Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Άλλα για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από εδώ, σε τραβάει από εκεί, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.