Η ελεημοσύνη πολύ βοηθάει τους κεκοιμημένους.
Ο πλούτος φέρνει την καταστροφή στον άνθρωπο, όταν δεν διανέμεται στους φτωχούς για την ψυχή μας και για τις ψυχές των πεθαμένων μας Η ελεημοσύνη στους πονεμένους, χήρες, ορφανά κ.λπ. πάρα πολύ βοηθάει και για την ανάπαυση των κεκοιμημένων. Γιατί, όταν δίνει κανείς ελεημοσύνη για έναν κεκοιμημένο, οι άλλοι λένε: «Θεός σχωρέσ’ τον. Να αγιάσουν τα κόκκαλά του». Αν τύχη κάποιος να έχει αρρώστιες, να μην μπορεί να δουλέψει, να έχει χρέη, και σε μια τέτοια δύσκολη περίσταση τον βοηθήσεις και πεις «πάρ’ τα για την ψυχή του τάδε», θα πει και αυτός: «Θεός σχωρέσ’ τον, να αγιάσουν τα κόκκαλά του!». Κάνουν δηλαδή καρδιακή προσευχή και αυτό είναι πού βοηθάει πολύ τους κεκοιμημένους.
– Όταν κάποιας ο άνδρας πεθάνει ακοινώνητος, ανεξομολόγητος η σκοτωθεί το παιδί της, τι άλλο μπορεί να κάνει, για να βοηθήσει τις ψυχές τους;
– Όσο μπορεί, να γίνει η ίδια καλύτερη. Αυτό φυσικά θα βοηθήσει και την ίδια, αλλά θα βοηθήσει και τον άνδρα της, γιατί, αφού στεφανώθηκαν, έχει μερίδιο και εκείνος που πέθανε. Αυτό είναι το κυριότερο από όλα, να γίνει καλύτερη. Αλλιώς, μπορεί να κάνει και μια καλοσύνη, αλλά να έχει και τον χαβά της. Σου λέει: «Έκανα τα καθήκοντα μου. Άλλο τι θέλεις να κάνω;» και μένει αδιόρθωτη ή και χειροτερεύει.
Ελεημοσύνη «εν τω κρύπτω»
– Γέροντα, μερικοί θεωρούν φαρισαϊσμό το να πηγαίνει κανείς στην Εκκλησία και να υστερεί στην αγάπη και την θυσία.
– Έ, που το ξέρουν; Είναι σίγουροι γι’ αυτό;
– Έτσι κρίνουν.
– Ο Χριστός τι είπε; «Να κρίνετε»; ο άλλος μπορεί να μη δίνει στον τσιγγάνο, γιατί έχει υπ’ όψιν του έναν άρρωστο που έχει μεγάλη ανάγκη και θα βοηθήσει εκείνον. Τον τσιγγάνο κάποιος περαστικός θα βρεθεί να του δώσει κάτι, ενώ εκείνον δεν θα του δώσει κανένας. Πώς βγάζουν συμπεράσματα, χωρίς να ξέρουν; Φαρισαϊσμός είναι, όταν κάποιος κάνει την καλοσύνη φανερά, για να τον επαινέσουν.
Θυμάμαι, όταν ήμουν το 1957 στο Ιδιόρρυθμο, έδιναν για κάθε διακόνημα, ανάλογα με το πόσο δύσκολο ήταν, μια ευλογία. Επειδή τότε υπήρχε στα μοναστήρια λειψανδρία, ήταν μερικοί Πατέρες πού είχαν δυνάμεις και αναλάμβαναν πολλά διακονήματα και έπαιρναν περισσότερες ευλογίες, αλλά τις έδιναν. Ήταν ένας μοναχός που τον έλεγαν «σπάγκο», γιατί δεν έδινε. «Όταν πέθανε αυτός ο μοναχός, μαζεύτηκαν στην κηδεία του ταλαίπωροι άνθρωποι από εδώ από την Χαλκιδική, από την Μεγάλη Παναγία, από το Παλαιοχώρι, το Νεοχώρι, και τον έκλαιγαν. Αυτοί είχαν βόδια και κουβαλούσαν την ξυλεία, τους γρεντέδες, γιατί τότε η μεταφορά γινόταν με τα βόδια – μη βλέπεις τώρα που γίνεται με αυτοκίνητα, με τριαξονικά! Τι έκανε αυτός ο καημένος; Μάζευε-μάζευε τα χρήματα που του έδιναν για τα διακονήματα που έκανε και, όταν έβλεπε έναν οικογενειάρχη που είχε μόνον ένα βόδι η ψοφούσε το βόδι του, του αγόραζε ένα βόδι. Και τότε το να αγοράσεις ένα βόδι ήταν μεγάλο πράγμα στοίχιζε, πέντε χιλιάδες δραχμές, αλλά τα χρήματα ήταν γερά.
Οι άλλοι Πατέρες έδιναν πέντε δραχμές στον έναν φτωχό, δέκα στον άλλον, κανένα εικοσάρικο στον άλλον, έκαναν δηλαδή τέτοιες καλοσύνες και φαίνονταν. Εκείνος καθόλου δεν φαινόταν, γιατί δεν έδινε όπως έδιναν οι άλλοι, αλλά τα μάζευε και βοηθούσε με αυτόν τον τρόπο. Έτσι όλοι τον έλεγαν «σπάγκο, σπάγκο» και πήρε το όνομα «σπάγκος», σπαγκοραμμένος δηλαδή! Και τελικά, όταν πέθανε, μαζεύτηκαν οι καημένοι και έκλαιγαν. «Με έσωσε!», έλεγε ο ένας, «με έσωσε!», έλεγε ο άλλος. Γιατί τότε, άμα είχε ένα βόδι κανείς, μετέφερε την ξυλεία και έτρεφε την οικογένειά του. Τα έχασαν οι Πατέρες! Γι’ αυτό λέω, που ξέρεις τι κάνει ο άλλος;
– Γέροντα, υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν, αλλά είναι πονόψυχοι και κάνουν καλοσύνες.
– Όταν ένας κοσμικός δίνει από καθαρή διάθεση και όχι από ανθρωπαρέσκεια, τότε ο Θεός δεν θα τον αφήσει, αλλά κάποτε θα μιλήσει στην καρδιά του. Μου διηγήθηκε μια φορά ένας γνωστός μου που ζούσε στην Ελβετία το εξής περιστατικό:
Μια πλούσια άθεη κυρία ήταν τόσο πονόψυχη, που είχε φθάσει σε σημείο να μοιράσει όλη την περιουσία της σε φτωχούς και πονεμένους, και στο τέλος έμεινε πάμφτωχη. Τότε, όσοι είχαν βοηθηθεί, φρόντισαν να μπει στο καλύτερο Γηροκομείο. Παρόλο όμως που έκανε τόσες καλοσύνες, παρέμενε άθεη. Πήγαιναν να της μιλήσουν για τον Χριστό και δεν δεχόταν συζήτηση. Έλεγε πως ο Χριστός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλός άνθρωπος, ένας κοινωνικός εργάτης, και άλλες τέτοιες θεωρίες. Ίσως και οι Χριστιανοί που είχε γνωρίσει να μην την είχαν βοηθήσει, για να συγκινηθεί από την ζωή τους. «Κάνε προσευχή γι’ αυτήν την ψυχή», μου έλεγε ο φίλος μου. Πάντως έκανε πολλή προσευχή και εκείνος για την μεταστροφή της. Μετά από καιρό μου είπε ο φίλος μου: «Μια μέρα που πήγα να την επισκεφθώ στο Γηροκομείο, την βρήκα ολότελα αλλαγμένη. «Πιστεύω, πιστεύω», φώναζε». Της είχε συμβεί ένα γεγονός που την αλλοίωσε. Ζήτησε μετά να βαπτισθεί.
Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.