Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμιροβιτς «Δρόμος δίχως Θεό, δεν αντέχεται» «Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α΄», Ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ» Ρωτήσατε γιατί ο Κύριος Χριστός έπρεπε να γεννηθεί, και να μεγαλώσει και να βαπτισθεί; Γιατί δεν εμφανίστηκε ξαφνικά με μιας από τους ουρανούς με τη μορφή ώριμου ανθρώπου όπως, κατά τους ελληνικούς μύθους, ο Απόλλων εμφανιζόταν στους ανθρώπους; Εντελώς ανάρμοστη σύγκριση! Πως μπορεί να συγκρίνεται ο πραγματικός άνθρωπος με μια παραίσθηση και ο αληθινός Θεός με φανταστικά τέρατα; Όσο πιο ψηλά είναι ο ουρανός πάνω από τη γη, τόσο είναι υψηλή η σοφία του Θεού πάνω από το λογικό του ανθρώπου. Κατά τη σοφία του Υψίστου ο Χριστός έπρεπε να εμφανιστεί στον κόσμο και σαν παιδί και σαν νεαρός και σαν ώριμος άνθρωπος, για να είναι σε όλους προσιτός και να κερδίσει τους πάντες. Εάν Αυτός δεν ήταν ποτέ παιδί, θα ήταν ωχρός και κρύος ο λόγος Του: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρὸς με καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ, τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία των ουρανών»(Ματθ.18,3).Εσείς είστε δάσκαλος των παιδιών, και σαν δάσκαλος σκεφτείτε, πόσο διαφορετική θα ήταν η σχέση σας με τα παιδιά, εάν δεν είχατε υπάρξει κι εσείς παιδί. Ο Χριστός αναμφίβολα μπορούσε να εμφανιστεί στον κόσμο και έτσι όπως το θέλετε εσείς αλλά, εάν το είχε κάνει, Αυτός δεν θα μπορούσε να είναι για το γένος των ανθρώπων εκείνο που Αυτός ήθελε να είναι, δηλαδή Δάσκαλος και Σωτήρας όλων, και παράδειγμα όλων των γενεών. Εσάς σας ταλαιπωρεί αυτό που σκέφτεστε, ότι ο Κύριος με την ασυνήθιστη γέννηση Του μεγάλωσε για το λογικό μας το μυστήριο του είναι Του. Αλλά το μυστήριο Του, δεν θα ήταν πολύ μεγαλύτερο και ακατανόητο, εάν Αυτός ξαφνικά κατέβαινε ανάμεσα στους ανθρώπους, έξω από κάθε συγγενικό δεσμό με τους ανθρώπους; Δεν θα μιλούσε ο κόσμος σε αυτή την περίπτωση για Αυτόν σαν για κάποιο φάντασμα; Τότε και το πρόσωπο Του, και μαζί μ’ αυτό και η διδασκαλία και η θυσία Του θα έχαναν την πραγματική σημασία. Αφού εάν ήταν φάντασμα, ποιος από μας θα άκουγε και θα προσπαθούσε να μιμηθεί ένα φάντασμα; Ακόμα έπρεπε να γεννηθεί ο Κύριος μας, και ακριβώς με τον τρόπο που γεννήθηκε, για να δείξει με αυτό την δυνατότητα και για να τονίσει τη σημασία της δικής μας πνευματικής γέννησης, που στέκεται στο κέντρο της διδασκαλίας Του περί του ανθρώπου. Κατά τον λόγο Του: «Εάν μη τις γεννηθεί άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν τού Θεού»(Ιωαν.3,3). Όπως Αυτός γεννήθηκε εκ του Αγίου Πνεύματος από το υπερκάθαρο σώμα της Παρθένου Μαρίας, έτσι μπορούμε και εμείς να γεννηθούμε πνευματικά εκ του Αγίου Πνεύματος στην καθαρότητα της ψυχής μας. Μ’ άλλα λόγια οι ψυχές οι οποίες καθαρίζουν εντελώς, ακόμα και από αμαρτωλές σκέψεις, γίνονται παρόμοιες με την Αγία Κόρη, και αξιώνονται με την ευδοκία Του Θεού να γίνουν κατοικία του Χριστού. Εάν η γέννηση Του Χριστού εκ της παρθένου Μαρίας είναι δύσκολα κατανοητή για τον κοινό νου, είναι εξαιρετικά ωφέλιμη και ενθαρρυντική για όλους εκείνους οι οποίοι θα επιθυμήσουν την πνευματική ηθική αναγέννηση του είναι τους. Γι’ αυτό, ησυχάστε, και ευχαριστήστε την αιώνια Σοφία επειδή ο Σωτήρας του γένους των ανθρώπων εμφανίσθηκε έτσι όπως ο Ίδιος θεώρησε ως καλύτερο. Και φωνάξτε μαζί με τον απόστολο Παύλο: «῏Ω βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!»(Ρωμ.11,33). Και χαιρετήστε τα παιδιά σας στο σχολείο με την παιδική χαρά: “Ο Χριστός γεννήθηκε παιδιά!”.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από τη συνείδηση.
Ο άδικος, και γενικά κάθε ένοχος, όταν δεν ζητήσει συγχώρηση, ταλαιπωρείται από τη συνείδησή του και επιπλέον από την αγανάκτηση του αδικημένου. Γιατί, όταν ο αδικημένος δεν τον συγχωρήσει και γογγύζει, τότε ο άδικος ταλαιπωρείται πολύ, βασανίζεται. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Σαν να τον χτυπούν κύματα και τον φέρνουν σβούρα. Είναι μυστήριο πράγμα το πώς το πληροφορείται! Όπως, όταν ένας αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση. Ω, ο γογγυσμός του άλλου τον κάνει άνω-κάτω! Και μακριά να είναι, τι στην Αυστραλία, τι στο Γιοχάνεσμπουργκ, δεν μπορεί να ησυχάσει, όταν είναι αγανακτισμένος ο άλλος εξαιτίας του. – Αν είναι αναίσθητος; – Οι αναίσθητοι λες ότι δεν υποφέρουν; Το πολύ-πολύ να καταφύγουν σε καμιά ψυχαγωγία, για να ξεχασθούν. Μπορεί πάλι ο αδικημένος να τον συγχώρησε τον ένοχο, αλλά να έχει μείνει λίγη αγανάκτηση μέσα του. Τότε και ο ίδιος ταλαιπωρείται σε έναν βαθμό, αλλά ο ένοχος ταλαιπωρείται πολύ από την αγανάκτηση του άλλου. Αν όμως ο ένοχος ζητήσει συγγνώμη και δεν του τη δώσει ο αδικημένος, τότε ταλαιπωρείται εκείνος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από τη συνείδηση. Τη βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σ’ ετούτη τη ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώει στην άλλη ζωή, την αιώνια, «ο ακοίμητος σκώληξ», αν δεν μετανοήσει ο άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή και δεν επιστρέψει τις αδικίες του στους συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρεση, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλον τρόπο. Θυμάμαι ένας δικηγόρος, που έκανε πολλές αδικίες, πόσο βασανίσθηκε στο τέλος της ζωής του. Εξασκούσε το επάγγελμά του σε μία επαρχία που είχε πολλούς κτηνοτρόφους. Εκεί, φυσικά, γίνονταν και αγροζημιές και πολλοί βοσκοί έτρεχαν σ’ αυτόν τον δικηγόρο, γιατί με πονηρά επιχειρήματα έπειθε και τον αγρονόμο και τον ειρηνοδίκη. Έτσι οι καημένοι γεωργοί πολλές φορές όχι μόνο δεν έβρισκαν το δίκαιο για τα σπαρτά που τους κατέστρεφαν τα κοπάδια, αλλά έβρισκαν και τον μπελά τους. Όλοι τον ήξεραν τον δικηγόρο αυτόν και κανείς τίμιος άνθρωπος δεν τον πλησίαζε. Ακόμη και ο Πνευματικός να δείτε τι συμβούλεψε έναν ευαίσθητο βοσκό. Ο βοσκός αυτός είχε ένα μικρό κοπάδι και μία σκύλα. Μία φορά που η σκύλα είχε γεννήσει, έδωσε τα κουταβάκια σε άλλους και κράτησε μόνο τη μάνα. Εκείνο το διάστημα είχε χαθεί μία προβατίνα και είχε αφήσει το αρνάκι της που θήλαζε. Αυτό, επειδή δεν είχε μάνα, έτρεχε πίσω από τη σκύλα και θήλαζε από αυτή, η οποία ένιωθε και η ίδια ανακούφιση. Έτσι τα δύο ζώα είχαν συνηθίσει και το ένα έβρισκε το άλλο. Ο καημένος ο βοσκός, όσο και να προσπαθούσε να τα ξεχωρίσει, εκείνα έσμιγαν. Επειδή ήταν ευαίσθητος ο βοσκός, σκέφθηκε να ρωτήσει τον Πνευματικό εάν τελικά τρώγεται το κρέας του αρνιού ή όχι . Ο Πνευματικός, έχοντας υπ’ όψιν του και τη φτώχεια του βοσκού, σκέφτηκε λίγο και του είπε: «Το αρνί αυτό, παιδί μου, δεν τρώγεται, γιατί θήλασε από την σκύλα, αλλά ξέρεις τι να κάνεις; Επειδή όλοι οι άλλοι βοσκοί πηγαίνουν δώρα στον δικηγόρο τον δείνα αρνιά και τυριά, να του πας και συ αυτό το αρνί να το φάει. Μόνον αυτός έχει ευλογία να το φάει, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει που είναι άδικος». Όταν είχε γεράσει πια ο άδικος αυτός δικηγόρος και έπεσε στο κρεβάτι, υπέφερε χρόνια από εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον χτύπησε και ημιπληγία και δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Προσπάθησε ο Πνευματικός να τον κάνει τουλάχιστον να γράψει τις αμαρτίες του, αλλά είχε χάσει και τον έλεγχο, και αναγκαζόταν να του διαβάζει την ευχή των Επτά Παίδων, για να κλείσει λίγο τα μάτια του να κοιμηθεί. Του διάβαζε και εξορκισμούς, για να γαληνέψει λίγο, μέχρι που αναπαύθηκε, και ας ευχηθούμε ο Θεός να τον αναπαύσει πραγματικά. – Γέροντα, πολλοί πιστεύουν ότι τους έχουν κάνει μάγια. Πιάνουν τα μάγια; – Εάν ο άνθρωπος έχει μετάνοια και εξομολογείται, δεν πιάνουν. Για να πιάσουν τα μάγια, θα έχει δώσει κάποιο δικαίωμα ο άνθρωπος. Θα αδίκησε κάποιον, θα κοροϊδεύει καμιά κοπέλα κ.λπ. Τότε θα πρέπει να μετανοήσει, να ζητήσει συγχώρηση, να εξομολογηθεί, να ταχτοποιηθεί και να επανορθώσει αυτό που έκανε. Γιατί αλλιώς, και όλοι οι παπάδες να του διαβάσουν εξορκισμούς, δεν λύνονται τα μάγια. Αλλά και μάγια να μην του έκαναν, και μόνον το άχτι της αδικημένης ψυχής αρκεί για να τον βασανίζει. Υπάρχουν δύο μορφές αδικίας, η υλική και η ηθική. Υλική αδικία είναι, όταν αδικεί κανείς τον άλλον σε υλικά πράγματα. Ηθική είναι, όταν λ.χ. κάποιος γελάσει μία κοπέλα, και αν μάλιστα είναι ορφανή, με πενταπλάσιο βάρος βαραίνει την ψυχή του. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, Με πόνο και αγάπη