Μέ τήν ἐνανθρώπηση καὶ τὴ γέννησή Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγματοποιεῖ τὸ σκοπὸ τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου στὴν Ἱστορία. Τὴν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ πλάσματος μὲ τὸν Ἄκτιστο Πλάστη. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶμεν», ποὺ χρησιμοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο. Γι᾽ αὐτὸ μιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση». Διότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι μὲ τὴ θέωση μεταβάλλεται «κατὰ χάριν», αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι᾽ αὐτό, ἄμεσα συνδεδεμένα καὶ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ὁ Χριστός – Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόμο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόμενος ἄνθρωπος, ἑνούμενος μαζί Του. Ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς... τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, μέσα δηλαδὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισμά μας μετέχουμε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε καὶ μεῖς τὰ «Χριστούγεννά μας», τὴν ἀνάπλασή μας. Οἱ Ἅγιοι δέ, ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστό, τὴ θέωση, μετέχουν στὴν Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ μάλιστα στὸν ἀμύητο θεολογικὰ σύγχρονο ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ μόνο μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναμία τοῦ μὴ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηματοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ᾽ αὐτὰ μύθους. Οἱ ἄγευστοι τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μὴ μπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεννα, μυθολογοῦν γι᾽ αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ μυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημά τους. Ὅπως μάλιστα θὰ δοῦμε, ὁ ἀποπροσανατολισμὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ μὲ ἀδυναμία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερμηνεία του. Μια πρώτη μυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη –ἀνεμπειρικὴ δηλαδὴ– θεολόγηση. Ὁ δοκητισμός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν – φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο, θὰ μποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ Δοκῆται ἢ Δοκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Μεταβαλλόμενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Τὸ δρόμο τῆς μητρότητας. Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ μία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσμα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο. Ὅλοι αὐτοὶ μποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο). Γιατί ὁ Δοκητισμὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισμό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι᾽ αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγματικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά Του. Καὶ ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζεῖ στὴν πραγματικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ τὶς δέχεται μὲ τὸ ρεαλισμὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου» (Λουκ. 1, 38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύμβολο» λέγει μία ὡραία σερβικὴ παροιμία. Διότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωματοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσμα ὅμως τῶν Δοκητῶν ὁ Θεὸς – Λόγος «σὰρξ ἐγένετο –δηλαδὴ ἄνθρωπος– καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάν. 1, 14). Διότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»(Κολ. 2, 9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Η σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούμενη καὶ αὐτοαναιρούμενη σπεύδει νὰ χαρακτηρίσει «μωρία» τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό Του θάνατο (Α´ Κορ. 1, 23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ Σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι᾽ αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ μυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε)… ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι᾽ αὐτοῦ» (Ἰωαν. 3, 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοημένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερμηνευόμενο. Διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος – Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ πρόσωπο Θεοῦ – Λόγου εἶναι «ἀσύγχυτη» μέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρμηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν μὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπέρλογο». Η νομική – δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιμότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ μύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσῳ τοῦ διακεκριμένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλμου (11ος αἰ.), τὸ μύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεός – Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ – θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβολή, ποὺ προξένησε στὸ Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερμανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα. Ἂς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…» (3,16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. 5, 8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση» θὰ μάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιημένος) ἄνθρωπος. Τοῦ μακαριστοῦ πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Αφού παρακαλώ τον Θεό γιατί δεν με ακούει;
Πολλές φορές στην ζωή μας συναντούμε το φαινόμενο να προσπαθούμε να κάνουμε κάτι και να μην γίνεται και από την άλλη πλευρά πάλι να έρχονται στην ζωή μας πράγματα, να ανοίγει δηλαδή μια πόρτα, να ανοίγει ένας δρόμος μπροστά μας που δεν τον επιδιώξαμε δεν τον ζητήσαμε δεν τον είχαμε υπόψιν μας και όμως ανοίγει και προχωράει κανείς. Γιατί φαίνεται μέσα από αυτά και το θέλημα του Θεού, το οποίο βέβαια ζητούμε όλοι στην ζωή μας, όλοι μας λέμε καθημερινά γενηθήτω το θέλημα σου. Ζητούμε από τον Θεό να γίνει το θέλημα του. Η καρδιά μας η ύπαρξη μας ζητάει το θέλημα του Θεού, προκειμένου να σωθούμε, προκειμένου να έχουμε κοινωνία με τω Θεώ διότι το θέλημα του Θεού είναι ένα και μοναδικό, είναι η Σωτηρία μας! Ο Θεός λοιπόν τα πάντα κατευθύνει για την Σωτηρία μας χωρίς βέβαια να παραβιάζει την ελευθερία της υποστάσεως μας, της προσωπικότητας μας. Όταν έχουμε ένα θέμα είναι σημαντικό να έχουμε την Θεία βοήθεια, όταν ο Θεός είναι μαζί μας, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι εναντίον μας. Όλοι μπορούν να είναι εναντίον μας, αλλά τελικά θα γίνει αυτό το οποίο ο Θεός ευλογεί να γίνει και όταν έχει κανείς τον Θεό μαζί του δεν φοβάται τίποτα γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει κάποιος έχοντας μαζί του τον Θεό, και αυτό δεν είναι μόνο για τα έργα για τα οποία κάνουμε κάθε μέρα τα οποία εκείνα είναι και πως να πούμε δεν είναι και μάταια πολλές φορές δεν είναι αιώνια πράγματα, αλλά κυρίως αυτό πρέπει να το ξέρουμε, για την Σωτηρία μας. Μας έλεγε πάντοτε ο Γέροντας μας ο μακαριστός ότι: «Εάν ο Θεός βρε παιδιά δεν μας εγκατέλειψε όταν εμείς δεν τον γνωρίζαμε, όταν εμείς τον εβρίζαμε, με τα έργα μας με τα λόγια μας με την ζωή μας την εφάμαρτη και παρά ταύτα ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε και όταν εμείς δεν τον θέλαμε και τον κλωτσούσαμε και τον απωθούσαμε Αυτός παρέμεινε πιστός, παρέμεινε κοντά μας, παρέμεινε δίπλα μας, προσκαλώντας μας και κάνοντας τα πάντα για να μας καλέσει κοντά του και να μας φέρει μέσα στην επίγνωση της αληθείας του. Τώρα που κουτσά στραβά τον γνωρίσαμε, λίγο πολύ τον μάθαμε, λίγο πολύ ζητούμε την σωτηρία μας έστω και εάν οι αμαρτίες μας είναι τόσες πολλές και δεν μας αφήνουν να αποδείξουμε ότι πράγματι θέλουμε την Σωτηρία μας αλλά λίγο πολύ, κάπως κάναμε ένα βήμα περισσότερο από ότι ήμασταν προηγουμένως. Είναι δυνατόν ο Θεός να μας αφήσει τώρα; Και αυτό το έλεγε ο Γέροντας προκειμένου να δώσει θάρρος και δύναμη σε κάθε αγωνιζόμενο άνθρωπο ο οποίος αγωνιζόμενος συχνά πυκνά μπορεί να συναντήσει αυτό το τοίχος της απογοήτευσης μπροστά του γιατί είναι και τα πάθη μας πολλές φορές που δεν μας αφήνουν και πολεμάει και ο εχθρός και ο άνθρωπος αισθάνεται ότι δεν προχωρά, αισθάνεται εγκαταλελειμμένος φοβάται μήπως αποτύχει μήπως καταποντιστεί και πρέπει να έχει δύναμη και υπομονή και πρέπει να έχει λογισμούς τέτοιους καλούς λογισμούς οι οποίοι λογισμοί να τον ενισχύουν ώστε να μην χαθεί και να λέει στον εαυτό του ότι αφού δεν με άφησε ο Θεός τότε θα με αφήσει ο Θεός τώρα; Δεν είναι δυνατόν να με αφήσει ο Θεός, και εφόσον ο Θεός είναι μαζί μου και ο Θεός θέλει την Σωτηρία μου έστω και εάν εγώ εβολοδέρνωμαι δεξιά αριστερά, ο Θεός θα νικήσει στο τέλος φτάνει εμείς να ζητούμε το έλεος του Θεού, φτάνει εμείς να μην εγκαταλείψουμε τον Θεό να μην εγκαταλείψουμε την θέση μας να μην παραδοθούμε στα χέρια του εχθρού μέσα στην απόγνωση και στην απελπισία. και όσες αμαρτίες και να έχουμε, όση διαστροφή και εάν έχουμε, όση κατάσταση τραγική και εάν έχουμε δεν υπάρχει για τον Θεό κάτι το οποίο είναι δύσκολο, δεν υπάρχει για τον Θεό κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει όπως είπαμε πολλές φορές δεν είναι δυνατόν ο Θεός να πει ότι ξέρεις δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτόν τον άνθρωπο έχει τόσες αμαρτίες είναι τόσο διεστραμμένος είναι τόσο ταλαίπωρος που δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν είναι δυνατόν ο Θεός να πεί αυτό το πράγμα δεν υπάρχει περίπτωση ο Θεός να μην μπορεί να κάνει κάτι εμείς μπορεί να μην μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα αλλά για τον θεό δεν υπάρχει αδύνατον πράγμα φτάνει εμείς να ζητούμε την βοήθεια του Θεού, να παρακαλούμε τον Θεό να μας ελεήσει, να ζητούμε το έλεος του Θεού. Έχει ο Θεός τρόπους άπειρους, Θεός είναι δεν δεσμεύεται δεν έχει περιορισμούς ο Θεός στις ενέργειες του, είναι απεριόριστες οι δυνατότητες και οι δυνάμεις του Θεού αφού είναι Θεός. Λοιπόν Αυτός ο Θεός όταν ανοίγει κανένας δεν μπορεί να το κλείσει, ένα πράγμα το οποίο ο Θεός θέλει να το κάνει θα το κάνει και κανείς δεν μπορεί να το ματαιώσει και όταν ο Θεός κλείσει μια πόρτα ότι και να κάνεις δεν θα ανοίξει αυτή η πόρτα και όπως πάλι μας έλεγε ο Γέροντας μας Γιατί βάλε μέσα στο μυαλό σου και πες ότι μήπως, μήπως είναι για το καλό μου το ότι ο Θεός δεν ανοίγει αυτή την πόρτα, προσευχήθηκες έκανες τις ενέργειες σου έκανες τα πάντα έκανες ότι εξαρτάται από εσένα και βλέπεις δεν πάει αυτό το πράγμα μπροστά δεν πάει αυτή η υπόθεση αυτή η ενέργεια αυτή η προσπάθεια σου δεν πάει ας πούμε κάτσε και σκέψου αφού ζητώ το θέλημα του Θεού, αφού παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει, αφού παρακαλώ τον Θεό να με ενισχύσει τι συμβαίνει και πάνε όλα πίσω και είναι όλα κλειστά μήπως τελικά αυτό είναι το δικό μου συμφέρον; Μήπως αυτό πρέπει να γίνει; και πολλές φορές πάρα πολλές φορές όλοι μας έχουμε πείρα ότι πράγματι αυτό που λέγανε και οι πρόγονοι μας οι παλιοί άνθρωποι κάθε εμπόδιο για καλό είναι γεγονός δηλαδή την ώρα που σε εμποδίζει ένα πράγμα λες τα ευλογημένα τώρα δεν μπορώ να κάνω την δουλειά μου δεν μπορώ να κάνω εκείνο δεν επέτυχα το ένα δεν επέτυχα το άλλο. Μπορεί όμως μετά από χρόνια, και από χρόνια μπορεί μετά να πεις ευτυχώς που τότε δεν μπόρεσα να το κάνω, ευτυχώς που δεν προχώρησε εκείνη η δουλειά ευτυχώς