Day: 23 Μαρτίου, 2024

Ο εορτασμός της μνήμης των Εθνοϊερομαρτύρων Μητροπολιτών της Μικρασιατικής Καταστροφής στον Ιερό Ναό μας. (Φωτο)

Την Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού τιμήθηκε στον Ιερό Ναό μας η μνήμη των Αγίων της Μικράς Ασίας, που θυσιάστηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος, κατά την Μικρασιατική Καταστροφή, του Περίβλεπτου Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου και των λοιπών Ιεραρχών, Κληρικών και λαϊκών μαρτύρων της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ιωνικής γης. Τελέσθηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Σεβ. Ποιμενάρχου μας κ. Δανιήλ. Κατά τη διάρκεια του κοινωνικού, αναγνώσθηκε η Εγκύκλιος του Σεβασμιωτάτου για την 102α επέτειο της Μικρασιάτης Καταστροφής από τον Ιεροκήρυκα π. Καλλίνικο Νικολάου. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας τελέστηκε Επιμνημόσυνη δέηση υπέρ «πάντων των υπέρ πίστεως και πατρίδος εν τη Μικρά Ασία, Πόντω και Αρμενία κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν ηρωϊκώς αγωνισαμένων και μαρτυρικώς σφαγιασθέντων, ολοκαυτωθέντων και οιωδήποτε τρόπω τελειωθέντων πατέρων και αδελφών ημών». Πριν το «Δι΄ ευχών» ο Σεβασμιώτατος απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα το παρότρυνε να τιμά και να σέβεται τους Μάρτυρες της εκκλησίας και τούς ήρωες της πατρίδας μας.

Η Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στον Ιερό Ναό μας. (Φωτο)

Τoν Σταυρόν σου προσκυνοῦμε Δέσποτα και την ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν. Πανηγυρικά και με την συμμετοχή πλήθους πιστών εορτάσαμε και φέτος, Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό μας της Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού.

Η σημασία του Τιμίου Σταυρού στη ζωή της Εκκλησίας μας.

Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι ένας ακόμα σημαντικός εορτολογικός σταθμός της Εκκλησίας μας. Οι πιστοί την ημέρα αυτή καλούνται να τιμήσουν και να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου ώστε να αντλήσουν δύναμη και χάρη από αυτόν. Η μεγάλη αυτή Δεσποτική εορτή δίνει επίσης την ευκαιρία σε όλους μας να σκεφτούμε ορισμένες βασικές αρχές και αλήθειες της πίστης μας, οι οποίες είναι συνυφασμένες με τη θεολογία του Σταυρού. Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησίας μας, η οποία διασώζει, μόνη Αυτή, ανόθευτη την βιβλική και πατερική διδασκαλία, αποδίδει την προσήκουσα τιμή στο Σταυρό του Χριστού, ως το κατ’ εξοχήν όργανο και σύμβολο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Σε αντίθεση με την ποικίλη ετεροδοξία, η οποία, είτε αδιαφορεί να αποδώσει τιμή στο Σταυρό (Προτεσταντισμός), είτε πολεμά ευθέως αυτόν, ως ειδωλολατρικό σύμβολο (Mάρτυρες του Ιεχωβά). Η Εκκλησία μας θέσπισε πολλές φορές προσκύνησης και τιμής του Σταυρού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με αποκορύφωμα τη μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου. Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελεί για τη χριστιανική πίστη κορυφαίο σύμβολο θυσίας και αγιασμού, διότι η σημασία του είναι πραγματικά τεράστια. Ο Σταυρός μαζί με την Ανάσταση λειτουργούν ως δυο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ζωή των πιστών χριστιανών. Η Ανάσταση έπεται του Σταυρού και προϋποθέτει το Σταυρό και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση. Χωρίς Σταυρό δεν γίνεται Ανάσταση. Πάνω σε αυτές τις αρχές στηρίζεται η θεολογία του Σταυρού και η σπουδαία σημασία του για τη ζωή της Εκκλησίας. Ο μέγας απόστολος των Εθνών Παύλος, ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Σταυρού, τονίζει συχνά στις θεόπνευστες επιστολές του ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι γι’ αυτόν και για την Εκκλησία καύχηση. «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ.6,13), διότι «ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α΄Κορ.1,17», επειδή ο Ιησούς Χριστός «εγενήθη εν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Α΄Κορ.1,30) ως ο «Εσταυρωμένος» (Α΄Κορ.1,23). Ο Κύριος της δόξης «υπό χειρών ανόμων» καρφώθηκε επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να υποστεί το επώδυνο μαρτύριο της σταυρώσεως και να πεθάνει ως αίσχιστος κακούργος. Αλλά όμως η ανθρώπινη αυτή κακουργία, εξ αιτίας της άμετρης θείας αγάπης, λειτούργησε ευεργετικά για το θεοκτόνο ανθρώπινο γένος, «συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιοθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,8-10). Ο σταυρικός θάνατος του Χριστού είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο! Ο Σταυρός πριν τη μεγάλη σταυρική θυσία του Χριστού ήταν έχθιστο φονικό όργανο εκτέλεσης κακούργων. Όποιος πέθαινε δια της σταυρώσεως χαρακτηρίζονταν «επικατάρατος» (Γαλ.3,1). Αφότου όμως ο σαρκωμένος Θεός πέθανε ως κακούργος πάνω στο εγκάρσιο ξύλο, αυτό κατέστη πηγή απολυτρώσεως. Από μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σε ακένωτη πηγή ζωής, από αποκρουστικό και απαίσιο όργανο των δημίων έγινε φωτεινό σύμβολο και δίαυλος ευλογιών, από ξύλο πόνου και ωδίνων κατέστη καταφύγιο ανάπαυσης και χαράς. Η παράδοξη αυτή και μεγάλη αλλαγή συντελέσθηκε επειδή η άμετρη θεία αγάπη και ευσπλαχνία δε λειτούργησε εκδικητικά προς την ανθρώπινη αγνωμοσύνη και κακουργία. Μέσα στην απύθμενη θεία φιλανθρωπία δεν υπάρχει «χώρος» για μίσος, θυμό και εκδίκηση. Ο Θεός, ως η απόλυτη αγάπη (Α΄Ιωάν.4,8,) αντί εκδίκησης ανταπέδωσε στον άνθρωπο ευσπλαχνία και του δώρισε τη λύτρωση από τα πικρά δεσμά της αμαρτίας και του κακού και του χάρισε την αιώνια ζωή. Χάρη λοιπόν στην άμετρη αγάπη του Θεού, το φρικτό φονικό όργανο των ανθρώπων μετεβλήθη σε πηγή αγιασμού και απολυτρώσεως. Σύμφωνα με την υψηλή θεολογία του ουρανοβάμονος Παύλου ο Σταυρός του Χριστού από ατιμωτικό και φρικτό φονικό όργανο θανατώσεως των κακούργων ανθρώπων, μετεβλήθη, μετά το σταυρικό θάνατο του Κυρίου, σύμβολο σωτηρίας, μέσο συμφιλίωσης με το Θεό και πηγή αγιασμού. Η ανθρώπινη κακία έδωσε στο Θεό πόνο και θάνατο δια του ξύλου του Σταυρού, η θεία ανεξικακία και άκρα φιλανθρωπία, έδωσε, αντίθετα, στο δήμιό Του αγάπη και λύτρωση! Η δύναμη λοιπόν του Σταυρού έγκειται στην ακένωτη αγάπη του Θεού, η οποία διοχετεύεται πλέον στην ανθρωπότητα και σε ολόκληρη τη δημιουργία μέσω του Σταυρού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχοντας υπόψη τους αυτή τη μεγάλη αλήθεια, διατύπωσαν την περίφημη θεολογία του Σταυρού. Το ιερότατο αυτό σύμβολο είναι πια συνυφασμένο με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από Εκείνον αντλεί την ανίκητη δύναμή του, τον αγιασμό και τη χάρη. Γι’ αυτό και δεν είναι ειδωλολατρία να προσκυνείται από τους πιστούς, διότι προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, σημαίνει προσκύνηση του ιδίου του Χριστού, του Οποίου είναι το σημείο και η ενθύμηση της απολυτρωτικής Του θυσίας. Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί πλέον την ενοποιό δύναμη της ανθρωπότητας. Αν το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού στην Εδέμ (Γεν.3ο κεφ.) έγινε πρόξενος κακού και έχθρας του ανθρωπίνου γένους, το ξύλο του Σταυρού έγινε σημείο επανένωσης των ανθρώπων στο Σώμα Του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τα δύο εγκάρσια ξύλα, που συνθέτουν το σύμβολο του Σταυρού, συμβολίζουν την ένωση των ανθρώπων με το Θεό (κάθετο ξύλο) και την ένωση των ανθρώπων μεταξύ τους (εγκάρσιο ξύλο). Φυσικά η ένωση των ανθρώπων περνά αναγκαστικά από τη σχέση τους με το Θεό. Το εγκάρσιο ξύλο παριστά, επίσης, τα δύο χέρια του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας, τα οποία είναι ανοιγμένα για να αγκαλιάσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μέσα σε αυτή τη θεώρηση η νέα εν Χριστώ ανθρώπινη κοινωνία έχει διαφορετική υφή από τις προχριστιανικές και εξωχριστιανικές κοινωνίες. Η ενοποιός δύναμη του Σταυρού του Χριστού αδελφοποιεί τους ανθρώπους, δημιουργώντας την κοινωνία της αγάπης, της αδελφοσύνης, της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού είναι ακόμα η φοβερή δύναμη κατά των αντίθεων δυνάμεων. Μέχρι το σταυρικό θάνατο του Χριστού, ως όργανο του κακού, χρησιμοποιούνταν για την καταστροφή και το θάνατο. Αφότου ο Θεός καταδέχτηκε να καρφωθεί και να πεθάνει πάνω σ’ αυτόν μεταβλήθηκε σε όπλο εναντίων εκείνων που το χρησιμοποιούσαν. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον σταυρόν Σου ημίν δέδωκας, φρύττει γαρ και τρέμει μη

Χρονολογικό αρχείο

Πρόσφατα άρθρα

Η Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.

  Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει την παγκόσμια ύψωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Η γιορτή είναι αρχαιότατη και μια από τις Δεσποτικές γιορτές, τις γιορτές δηλαδή τις αφιερωμένες στο Δεσπότη Χριστό. Η γιορτή συνδέεται με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Συγχρόνως όμως αναφέρεται στη σταύρωση και το θάνατο του Κυρίου, γι΄ αυτό και τιμάται με αυστηρή νηστεία, όπως η Μεγάλη Παρασκευή. Το Ευαγγέλιο, που διαβάζεται στη θεία Λειτουργία, είναι το ίδιο που διαβάζεται και τη Μεγ. Παρασκευή. Μέχρι πριν λίγα χρόνια η εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού ήταν ημέρα γενικής αργίας, αλλά μετά τον πόλεμο οι εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, ενώ από έξη έγιναν πέντε, η εορτή του Σταυρού είναι εργάσιμη ημέρα. Το 326, ένα χρόνο μετά την πρώτη οικουμενική Σύνοδο, η αγία Ελένη πήγε στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τους αγίους τόπους και να ευχαριστήσει το Θεό, για τις νίκες και τις θριαμβευτικές επιτυχίες του παιδιού της και πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Τότε έκτισε διάφορους ναούς, όπως στο όρος των Ελαιών και στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Με διαταγή του Κωνσταντίνου ανέλαβε να κτίσει μεγάλο ναό στο λόφο του Γολγοθά, εκεί που σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Εκεί, πριν από διακόσια χρόνια, ο αυτοκράτορας Αδριανός, για να εμποδίσει τους χριστιανούς να προσκυνούν τον άγιο τόπο, είχε αναγείρει ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη. Η άγια Ελένη κατεδάφισε τον ειδωλολατρικό ναό, ξεκαθάρισε τον τόπο, εξακρίβωσε τη θέση που σταυρώθηκε ο Κύριος και βρήκε τον τίμιο Σταυρό. Η είδηση ότι βρέθηκε ο τίμιος Σταυρός διαδόθηκε σ’ όλο τον τότε χριστιανικό κόσμο. Έτρεξαν λοιπόν όλοι, και μάλιστα οι πιστοί της Παλαιστίνης, για να προσκυνήσουν το τίμιο ξύλο. Όταν τελείωσε ο ναός της Αναστάσεως, που έκτισε η αγία Ελένη πάνω στο λόφο του Γολγοθά, στις 14 Σεπτεμβρίου του 336 έγιναν επίσημα και με κάθε λαμπρότητα τα εγκαίνια. Τότε ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Μακάριος, επειδή το πλήθος του λαού ήταν πολύ, για να δουν όλοι και να προσκυνήσουν, ανέβηκε στον άμβωνα, που ήταν στη μέση του ναού και ύψωσε τον τίμιο Σταυρό. Οι πιστοί προσκυνούσαν, κάνοντας το σταυρό τους κι έλεγαν «Κύριε, ελέησον». Αυτή λοιπόν την ύψωση του τιμίου Σταυρού γιορτάζει σήμερα η Εκκλησία και υψώνει τον τίμιο Σταυρό στη μέση του ναού. Ύστερα από 280 περίπου χρόνια, το 614, οι Πέρσες κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα, έκαναν μεγάλες καταστροφές, πήραν αιχμάλωτο τον Πατριάρχη Ζαχαρία και μαζί τη μεγάλη ασημένια λειψανοθήκη, στην οποία η αγία Ελένη είχε φυλάξει τον τίμιο Σταυρό. Ο αυτοκράτορας Ηρά­κλειος, ύστερα από 14 χρόνια, έκανε εκστρατεία, έφτασε νικητής ως την πρωτεύουσα της Περσίας, ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους χριστιανούς, πήρε τον τίμιο Σταυρό και τον Πατριάρχη Ζαχαρία και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί κατέβηκε στα Ιεροσόλυμα, έβγαλε το βασιλικό στέμμα και ανυπόδητος, σηκώνοντας το κιβώτιο με το τίμιο ξύλο το έφερε στο Γολγοθά. Εκεί, πάλι στις 14 Σεπτεμβρίου και στο ναό της Αναστάσεως, ο Πατριάρχης Ζαχαρίας ύψωσε στον άμβωνα τον Σταυρό κι ο λαός έψαλλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σον…», Η ανεύρεση του τιμίου Σταύρου από την αγία Ελένη και η δεύτερη ύψωσή του στον άμβωνα από τον Πατριάρχη Ζαχαρία συνοδεύονται με δύο θαύματα. Το πρώτο θαύμα είναι η θεραπεία μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας. Η αγία Ελένη βρήκε τρεις σταυρούς· οι άλλοι δύο ήσαν των δύο ληστών. Γεννήθηκε λοιπόν απορία ποιός ήταν ο Σταυρός του Κυρίου. Εκεί κοντά βέβαια βρέθηκε η επιγραφή του Πιλάτου «Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς των Ιουδαίων», αλλά ο Πατριάρχης Μακάριος άγγιξε την ετοιμοθάνατη γυναίκα με το τίμιο Ξύλο κι η άρρωστη αμέσως έγινε καλά. Το δεύτερο θαύμα είναι ότι, ανεβαίνοντας με το τίμιο Ξύλο προς το Γολγοθά, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος σταμάτησε και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Τότε ο Πατριάρχης Ζα­χαρίας του είπε κι έβγαλε το βασιλικό στέμμα και τα υποδήματά του. Κι αμέσως ξεκίνησε. Η Εκκλησία, τιμά και προσκυνεί τιμητικά τα ιερά λείψανα των Αγίων και τα άμφια της υπεραγίας Θεοτόκου. Πολύ περισσότερο τον τίμιο Σταυρό του Κυρίου, που είναι «ο φύλαξ πάσης της οικουμένης, η ωραιότης της Εκ­κλησίας και πιστών το στήριγμα». Από τότε που η αγία Ελένη βρήκε τον τίμιο Σταυρό στα Ιεροσόλυμα, είναι μεγάλο απόκτημα και θησαυρός για κάθε πόλη και μοναστήρι, που μπορεί να έχει ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίμιο Ξύλο. «Χριστός ο αληθινός Θεός ημών… δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού… ελεήσαι και σώσαι ημάς». Αμήν. Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης +Διονυσίου, «Εικόνες έμψυχοι»

διαβάστε περισσότερα »

Day: 23 Μαρτίου, 2024

Ά Στάση των Χαιρετισμών στον Ιερό Ναό μας.

  Με κάθε λαμπρότητα τελέσθηκε στον Ιερό Ναό μας την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024 το Μικρό Απόδειπνο και η Ά Στάση των των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ.κ. Δανιήλ. Ο Σεβασμιώτατος χοροστάτησε στην Β΄Ακολουθία των Χαιρετισμών. Στον Ιερό Ναό μας τελούνται 2 Στάσεις των Χαιρετισμών. Στις 5 και στις 7 το απόγευμα.  

διαβάστε περισσότερα »

Γιατί προσκυνούμε τις εικόνες;

  ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ακόμη προσκυνούμε σχετικώς την αγία εικόνα του περιγραφέντος Υιού του Θεού, επειδή ενανθρώπησε για μας αναφέροντας την προσκύνηση με ευσέβεια προς το πρωτότυπο, καθώς επίσης το Τίμιο Ξύλο του σταυρού και όλα τα σύμβολα των παθημάτων του, επειδή είναι θεία τρόπαια κατά του κοινού πολεμίου του γένους μας. Ακόμη και τον τύπο του Τιμίου Σταυρού ως όπλο σωτήριο και τους θείους να­ούς και τόπους και τα ιερά σκεύη και θεοπαράδοτα λόγια, εξ αίτιας του Θεού που ενοικεί σε αυτά. Παρομοίως προσκυνούμε και τις εικόνες όλων των αγίων για την α­γάπη προς αυτούς και τον Θεό, τον οποίον αυτοί αγάπησαν και υπηρέτησαν με α­λήθεια και τελειότητα, αναφέροντες την διάνοια προς τις μορφές εκείνων κατά την προσκύνηση. Προσκυνούμε και τις αγίες σορούς αυτών, με την πεποίθηση ότι δεν απομακρύνθηκαν από τα ιερώτατα οστά αυτών η αγιαστική χάρις, όπως δεν διαιρέ­θηκε η θεότητα από το δεσποτικό σώμα κατά τον τριήμερο θάνατο. (Προς Διονύσιον Ομολογία, ΕΠΕ 4,444) Μέσω αυτών οδηγούμαστε στην δόξα του Θεού Σε ερώτηση των Χιόνων, γιατί έχετε στις εκκλησίες σας ομοιώματα και τα προσκυνείτε, αντίθετα προς τον νόμο του Μωυσή, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απάντησε: Ο Θεσσαλονίκης είπε πάλι· Προσκυνούν και οι φίλοι ο ένας τον άλλον, αλλά δεν θεοποιούνται με αυτό. Ότι δε αληθινά έτσι έμαθε ο Μωυσής από τον Θεό και δίδαξε τον τότε λαό, είναι σε όλους φανερό. Αλλά ο ίδιος πάλι Μωυσής τότε δεν ά­φησε κανένα σχεδόν ομοίωμα που δεν κατασκεύασε· το εσωτερικό του καταπετάσματος το κατασκεύασε σε ομοίωμα και τύπο των επουρανίων… το δε εξωτερικό του ναού το κατασκεύασε σε τύπο των επιγείων. Αν λοιπόν ρωτούσε κάποιος τότε τον Μωυσή, πώς ενώ ο Θεός απαγόρευσε τις εικόνες και τα ομοιώματα των άνω και των κάτω, εσύ πάλι τα έκανες έτσι, θα έλεγε οπωσδήποτε εκείνος ότι απαγορεύθηκαν οι εικόνες και τα ομοιώματα, για να μη τα λατρεύει κανείς ως θεούς (Εξ 20,5’ 23,24), το να οδηγείται όμως κανείς με αυτά τα ομοιώματα προς τον Θεό είναι καλό. Επαινούσαν και οι Έλληνες τα χτίσματα, αλλά ως θεούς· τα επαινούμε και εμείς αλλά οδηγούμαστε μέσω αυτών στην δόξα του Θεού. Είπαν λοιπόν πάλι οι Τούρκοι· Αληθώς τα κατασκεύασε τότε ο Μωυσής αποκρίθηκαν τότε πολλοί. – Ναι, όλα αυτά τα κατασκεύασε. (Διάλεξις προς τοις αθέοις Χιόνας, ΕΠΕ7,224) Δια μέσου αυτής να προσκυνήσεις εκείνον που μας έπλασε «Να μη κατασκευάσεις κανένα ομοίωμα όσων βρίσκονται επάνω στον ουρα­νό… » (Εξ 20,5). Γιατί όλα είναι χτίσματα του μόνου Θεού, που κτίσθηκαν εν Αγίω Πνεύματι δια του Υιού και Λόγου του, ο οποίος Λόγος του Θεού στους τελευταίους αιώνες πήρε σάρκα από παρθενική κοιλιά, φάνηκε επάνω στην γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους (Βαρούχ 3,38) για την σωτηρία των ανθρώπων, πέθανε και αναστήθηκε, ανέβηκε στους ουρανούς μαζί με το σώμα και κάθισε υψηλά στα δεξιά της μεγαλοσύνης (Εβρ. 1,3), με το οποίο σώμα θα έλθει πάλι με δόξα να κρίνει ζω­ντανούς και νεκρούς (ΒΖ Τιμ. 4,1). Αυτού λοιπόν, που ενανθρώπησε για χάρι μας να κατασκευάσεις την εικόνα, από αγάπη γι’ αυτήν, και να θυμηθείς δι’ αυτής εκείνον και να προσκύνησης δι’ αυτής εκείνον, μεταφέροντας δι’ αυτής τον νου σου προς το προσκυνητό εκείνο σώμα του Σωτήρος που κάθεται στα δεξιά του Πατρός στον ου­ρανό. Επίσης να κατασκευάσεις και να προσκυνήσεις και των αγίων τις εικόνες, όχι ως θεούς (διότι αυτό απαγορεύεται), αλλά λόγω της σχέσεως και διαθέσεως που υπάρχει σ’ εκείνους και λόγω της υπερβολικής τιμής καθώς ο νους δια μέσου των ει­κόνων ανέρχεται προς αυτούς όπως και ο Μωυσής κατασκεύασε τις εικόνες των Χερουβίμ μέσα στα Άγια (Εξ. 25,17). Εξ άλλου και τα ίδια τα Άγια των Αγίων ή­ταν τύπος των υπερουρανίων και το κοσμικό άγιο έφερε εικόνα όλου του κόσμου, και ο Μωυσής τα ονόμασε αυτά άγια, για να δοξάσει όχι τα κτίσματα, αλλά τον κοσμοποιό Θεό δι’ αυτών. Και συ λοιπόν να μη θεοποιήσεις τις εικόνες του Δεσπότη Χριστού και των αγίων, αλλά δι’ αυτών να προσκυνήσεις εκείνον που προηγουμέ­νως έπλασε εμάς σύμφωνα με την εικόνα του και έπειτα την κατά το δικό μας είδος εικόνα του, την οποία ευδόκησε να προσλάβει κατά την άρρητη φιλανθρωπία και κατά την οποία έγινε περιγραπτός και όχι μόνο την θεία εικόνα να προσκυνήσεις αλλά και του σταυρού του τον τύπο· γιατί αυτός είναι σημείο μέγιστο και τρόπαιο Χριστού εναντίον του Διαβόλου και όλης της αντίθετης φάλαγγος… (Δεκάλογος της κατά Χριστόν…, ΕΠΕ 8,488-490) Αναγνωρίζοντας αισθητό το πρόσλημμα, τιμούμε την εικόνα Αναγνωρίζοντας και εμείς αισθητό και περιγραπτό αυτό το από εμάς πρόσλημμά του και φύραμα, εικονίζομε και προσκυνούμε ευσεβώς και αυτήν που τον γέννησε παρθενικώς και εκείνους που τον ευαρέστησαν τελείως. Αυτού τα σύμβολα των παθών, και μάλιστα τον σταυρό, τιμούμε και προσκυνούμε ως θεία τρό­παια κατά του κοινού εχθρού. (Ομιλία Η’ Περί πίστεως, ΕΠΕ 9,220)

διαβάστε περισσότερα »

Σαρακοστή: Αγωνίζομαι να τερματίσω και προσβλέπω στο βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης του Θεού

  Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ή άλλως η Σαρακοστή που σημαίνει «Μεγάλες 40 Ημέρες» ή η Μεγάλη Νηστεία , είναι η πιο σημαντική περίοδος νηστείας στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο των Ορθοδόξων Χριστιανών, όπου προετοιμάζει τους Χριστιανούς για τη μεγαλύτερη εορτή του εκκλησιαστικού ημερολογίου, το Πάσχα. Είναι η αρχαιότερη από τις μεγάλες νηστείες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα. Αρχικά διαρκούσε έξι εβδομάδες ενώ αργότερα, προστέθηκε και η έβδομη εβδομάδα. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή των Ορθοδόξων Χριστιανών, μοιάζει πολύ με τη Σαρακοστή στο Δυτικό Χριστιανισμό . Υπάρχουν κάποιες διαφορές στον υπολογισμό της σαρακοστής (πέραν του υπολογισμού της ημέρας του Πάσχα) και το πώς αυτή ασκείται τόσο λειτουργικά στη δημόσια λατρεία της εκκλησίας όσο και ατομικά. Σκοπός Ο σκοπός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι να προετοιμάσει τους πιστούς, όχι μόνο για να τιμήσουν, αλλά και να εισέλθουν στα Άγια Πάθη και την Ανάσταση του Ιησού. Το σύνολο του Ορθοδόξου βίου επικεντρώνεται γύρω από την Ανάσταση. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή προτίθεται να είναι το «εργαστήρι», όπου ο χαρακτήρας του πιστού ανυψώνεται και εδραιώνεται πνευματικά· όπου η ζωή του ξανά αφιερώνεται στις αρχές και τα ιδεώδη του Ευαγγελίου· όπου η νηστεία και η προσευχή κορυφώνονται με τη βαθιά πεποίθηση της ζωής· όπου η απάθεια και η αδιαφορία μετατρέπονται σε έντονες δραστηριότητες πίστης και καλών έργων. Η ίδια η Σαρακοστή δεν είναι προς χάριν της Σαρακοστής, όπως και η νηστεία δεν είναι προς χάριν της νηστείας. Μάλλον, αυτά είναι τα μέσα με τα οποία και για τα οποία, ο πιστός προετοιμάζει τον εαυτό του για να φτάσει, να αποδεχθεί και να επιτύχει το κάλεσμα του Σωτήρος του. Ως εκ τούτου, η σημασία της Μεγάλης Σαρακοστής εκτιμάται ιδιαιτέρως, όχι μόνο από τους μοναχούς οι οποίοι αυξάνουν σταδιακά το χρονικό διάστημα της Σαρακοστής, αλλά και από τους ίδιους τους λαϊκούς. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ο ασκητισμός δεν είναι αποκλειστικά και μόνο για τους “επαγγελματίες” θρησκευτικούς, αλλά και για κάθε λαϊκό άτομο επίσης, σύμφωνα με την αντοχή του. Ως εκ τούτου, η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα ιερό Εκπαιδευτήριο της Εκκλησίας, για να χρησιμεύσει στον πιστό να συμμετάσχει, ως μέλος του Μυστικού Σώματος του Χριστού. Παρέχει στον κάθε ενδιαφερόμενο, μια ετήσια ευκαιρία για αυτοεξέταση και τη βελτίωση των προτύπων της πίστης και της ηθικής στην Χριστιανική του ζωή. Η βαθιά πρόθεση του πιστού κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ενθυλακώνεται στα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Ξεχνώ αυτά που είναι πίσω μου και κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω αυτά που βρίσκονται μπροστά μου. Αγωνίζομαι να τερματίσω και προσβλέπω στο βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης του Θεού δια του Ιησού Χρηστού.» (Προς Φιλιππησίους 3:13-14). Μέσω της αφιέρωσης περισσότερου χρόνου από ό, τι συνήθως στην προσευχή και τον διαλογισμό για την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση από την Εκκλησία, ο πιστός στον Χριστό γίνεται μέσω της χάριτος του Θεού πιο θεοειδής. Η στάση προς αυτήν την περίοδο είναι πολύ θετική, δεν είναι τόσο πολύ μια περίοδος μετανοίας, όπως τη σκέφτονται οι «Δυτικοί», ως μια προσπάθεια να ανακαταλάβουμε την πραγματική μας κατάσταση όπως ήταν με τον Αδάμ και την Εύα πριν από την πτώση – για να ζήσουμε καθαρές ζωές.

διαβάστε περισσότερα »

Τι εορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

  Κάθε Κυριακή της Μ. Σαρακοστής έχει δύο θέματα, δύο νοήματα. Από το ένα μέρος η κάθε Κυριακή αποτελεί μέρος μιας συνέχειας στην οποία αποκαλύπτεται ο ρυθμός και η πνευματική «διαλεκτική» της Μ. Σαρακοστής. Από το άλλο μέρος, σύμφωνα με την πορεία της ιστορικής εξέλιξης της Εκκλησίας, σχεδόν κάθε Κυριακή της Σαρακοστής απόκτησε ένα δεύτερο θέμα. Έτσι την Α΄ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία γιορτάζει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Την Β΄ Κυριακή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά γιορτάζουμε τη καταδίκη των εχθρών του και την υπεράσπιση της διδασκαλίας του ως δεύτερος θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Την Γ΄ Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Την Δ΄ Κυριακή του αγίου Ιωάννου της Κλίμακας και Την Ε΄ Κυριακή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Κατανυκτικοί Εσπερινοί Τις απογευματινές ώρες των Κυριακών της Σαρακοστής τελείται ο λεγόμενος «Κατανυκτικός Εσπερινός». Είναι όμοιος Εσπερινός με τον συνήθη, έχει όμως μερικές προσθήκες όπως π.χ. τα τροπάρια «Θεοτόκε Παρθένε…», «Βαπτιστά του Χριστού…» κ.λ.π., την ευχή του αγίου Εφραίμ. Λέγεται «Κατανυκτικός» γιατί ψάλλονται διάφορα στιχηρά (δηλαδή τροπάρια που προτάσσουν στίχους από τους Ψαλμούς) του Τριωδίου καλούμενα «κατανυκτικά», λόγω του περιεχομένου τους, όπου δεσπόζει βαθειά συναίσθηση αμαρτωλότητας, πένθους, συντριβής, μετανοίας και θερμή ικεσία για άφεση αμαρτιών. Α΄ Κυριακή Νηστειών – Της Ορθοδοξίας Λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε την αναστήλωση των αγίων Εικόνων και τον θρίαμβο της Ορθοδόξου Πίστεως κατά της φοβερής αιρέσεως των Εικονομάχων, των αιρετικών δηλαδή εκείνων που δεν εδέχοντο να τιμούν τις άγιες Εικόνες. Το «Ωρολόγιο» της Εκκλησίας γράφει: Για εκατό και πλέον χρόνια διαταράχθηκε η Εκκλησία με διωγμούς από κακοδόξους εικονομάχους. Πρώτος υπήρξε ο αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος και τελευταίος ο Θεόφιλος, άνδρας της αγίας Θεοδώρας, η οποία μετά το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε την εξουσία και στερέωσε πάλι την Ορθοδοξία μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο. Η Βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ότι ασπαζόμεθα τις Εικόνες, όχι λατρευτικά, ούτε ως Θεούς, αλλά ως εικόνες των αρχετύπων. Την πρώτη Κυριακή των νηστειών το έτος 843, η Θεοδώρα μαζί με το γιό της αυτοκράτορα Μιχαήλ, λιτάνευσαν και ανεστήλωσαν τις άγιες εικόνες μαζί με τον κλήρο και το λαό. Από τότε εορτάζουμε κάθε χρόνο την ανάμνηση αυτού του γεγονότος γιατί καθορίστηκε οριστικά ότι δεν λατρεύουμε τις Εικόνες, αλλά τιμούμε και δοξάζουμε όλους τους Αγίους που εικονίζουν και λατρεύουμε μόνο τον εν Τριάδι Θεό. Τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και κανένα άλλο είτε Άγιο είτε Άγγελο. Τι τρώμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας Η Κυριακή της Ορθοδοξίας συμπεριλαμβάνεται στις Κυριακές της σαρακοστιανής περιόδου. Επομένως μιλάμε για μια περίοδο νηστείας από την οποία δεν εξαιρείται αυτή η ημέρα.

διαβάστε περισσότερα »

Πρόσφατα άρθρα

Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς;

Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου. Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του». Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια. Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων. Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι’ αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

διαβάστε περισσότερα »

Τι σημαίνει η Ίνδικτος – Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους.

  Η Ίνδικτος προέρχεται από τη λατινική λέξη indictio η οποία σημαίνει ορισμός. Ο όρος προήλθε από τη συνήθεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να ορίζουν διά θεσπίσματος για διάστημα δεκαπέντε ετών το ποσό του ετήσιου φόρου που εισέπρατταν αυτή την εποχή για τη συντήρηση του στρατού. Κατ’ επέκταση καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτίωνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη υπεύθυνη του ερευνητικού Εργαστηρίου Παλαιογραφίας και Αρχείου Μικροταινιών του Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης: «Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους». Τι σημαίνει αρχή Ινδίκτου Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε να εορτάζουν οι χριστιανοί την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά του προς την κτίση. Είναι αυτό που ήδη έκαναν οι Ιουδαίοι σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου· την πρώτη δηλαδή ημέρα του εβδόμου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποίαν εσχόλαζαν από κάθε εργασία, για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων «εις οσμήν ευωδίας Κυρίω» (Λευϊτ. 23,18). Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δημιουργός του χρόνου και του σύμπαντος, ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων, ο οποίος εσαρκώθη, για να αποκαταλλάξη τα πάντα εις Εαυτόν και να συναγάγη Ιουδαίους και εθνικούς εις μίαν Εκκλησίαν, ήθελε να ανακεφαλαιώση εν Εαυτώ τον αισθητό κόσμο και τον γραπτό Νόμο. Έτσι, αυτήν την ημέρα που η φύσις ετοιμάζεται να διατρέξη ένα νέο κύκλο εποχών, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαϊου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν (= έτος) Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18). Όλες οι Εκκλησίες, συναθροισμένες «επί το αυτό», αναπέμπουν σήμερα δοξολογία προς τον ένα τρισυπόστατο Θεό, ο οποίος διαμένει στην αιώνια μακαριότητα, διακρατεί τα πάντα εν τη ζωή και στέλνει άφθονες τις ευλογίες του κάθε εποχή στα κτίσματά του. Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμε, για να γίνωμε μέτοχοι της αιωνιότητός του. (Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Μακαρίου ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος) Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους; Τα περισσότερα ημερολόγια στην περιοχή της Ανατολής είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή, όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου ήταν τα γενέθλια του Αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού, η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 του ίδιου μήνα, ημέρα η οποία καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, της περιόδου, δηλαδή, του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια. Έτσι, Ίνδικτος κατέληξε να σημαίνει αργότερα το έτος και αρχή της Ινδίκτου η πρωτοχρονιά. Αυτή την πρωτοχρονιά βρήκε η Εκκλησία και της προσέδωσε χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σε αυτή την εορτή της σύλληψης του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής ιστορίας. Το 462 μ.Χ. για πρακτικούς λόγους αλλά και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μήνα, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην ορθόδοξη ανατολή κατά τα νεότερα χρόνια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι λίγα χρόνια πριν, η Εκκλησία όρισε την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στο φυσικό περιβάλλον. Η Ίνδικτος κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι). Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο