Ένας νέος καταλαμβανόμενος από τη σκέψη, ότι και οι αιρετικοί με τα καλά έργα θα σωθούν, πήγε μετά την απόλυση της θείας Λειτουργίας στο κελί του λεγόμενου Διδασκάλου και τον ρώτησε:
«Πανοσιότατε πατέρα, σήμερα μεγάλη εντύπωση μου προξένησε ο λόγος σας, αλλά επειδή ακόμα με διστάζει ο λογισμός μου, γι’ αυτό θα σας κάνω την εξής ερώτηση. Αν δύο σώφρονες και ανεπτυγμένοι άνθρωποι, ο ένας είναι τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και ο άλλος υποτάσσεται στις αιρέσεις που υπάρχουν, αν αυτοί -λέω- κάνουν έργα θεοφιλή και θεάρεστα, είναι ελεήμονες, αμνησίκακοι, σώφρονες, περιφρουρούν τη δικαιοσύνη και κάθε άλλη αρετή, αυτοί όταν πεθάνουν, θα σωθούν εξίσου;».
Σε απάντηση ο Διδάσκαλος, βγάζοντας από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα αξίας εκατό φράγκων, είπε: «Αυτό το χαρτί τι αξίζει;».
Ο νέος απάντησε: «Εκατό φράγκα».
Τότε του παρουσιάζει και ένα άλλο χαρτί επίχρυσο, το οποίο συνήθως χρησιμοποιούν σε διαφημίσεις, και του λέει: «Αυτό πόσο αξίζει;».
Ο νέος τότε είπε: «Αυτό το χαρτί δεν αξίζει ούτε δύο λεπτά».
«Και πώς -του είπε ο Διδάσκαλος- δεν αξίζει, ενώ είναι παρόμοιο με το άλλο και μάλιστα φαίνεται πιο ωραίο;».
Τότε ο νέος του λέει: «Το πρώτο έχει την αξία του, γιατί έχει τη βασιλική σφραγίδα, ενώ το δεύτερο είναι άχρηστο, γιατί του λείπει αυτή η σφραγίδα».
«Να, παιδί μου -του είπε ο Διδάσκαλος- με αυτό το παράδειγμα λύθηκε η απορία σου. Καθώς το πρώτο χαρτί ανήκει στον ορθόδοξο Χριστιανό, του οποίου τα θεάρεστα έργα είναι επικυρωμένα με τη βασιλική σφραγίδα του Χριστού και θα καταταγούν στο βασιλικό ταμείο, ενώ το άλλο χαρτί μη έχοντας αυτή τη σφραγίδα θα αποβληθεί έξω».
Αφού άκουσε αυτά ο νέος και συγκινήθηκε πολύ, έπεσε στα πόδια εκείνου του πνευματικού πατέρα και με δάκρυα εξέφρασε τις ευχαριστίες του, διότι τον απάλλαξε από την εσφαλμένη εκείνη άποψη.
(Γράφτηκε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, στις 6 Οκτωβρίου 1910, από τον ελάχιστο Δανιήλ Μοναχό Κατουνακιώτη)