Λόγος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
Αλλά όταν έφθασε η ογδόη, όπως έχει λεχθεί, ο Κύριος παραλαμβάνοντας τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί διότι πάντοτε, ή από όλους, και τους Αποστόλους ακόμη, απομακρυνόμενος προσευχόταν, όπως, όταν έθρεψε με πέντε άρτους και δύο ψάρια τους πέντε χιλιάδες άνδρες μαζί με γυναίκες και παιδιά, αμέσως τους απέλυσε όλους και ανάγκασε όλους τους μαθητάς να εμβούν στο πλοίο, και αυτός ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί ή παίρνοντας μαζί του λίγους, εκείνους που υπερείχαν από τους άλλους πράγματι και όταν επλησίαζε το σωτηριώδες πάθος, στους μεν άλλους μαθητάς λέγει, καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ παίρνει δε μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Αυτούς λοιπόν, αφού παρέλαβε κι εδώ μόνους, τους ανεβάζει ιδιαιτέρως σε όρος υψηλό και μεταμορφώθηκε εμπρός τους, δηλαδή ενώ αυτοί έβλεπαν.
Τι σημαίνει μεταμορφώθηκε; Λέγει ο Χρυσόστομος θεολόγος άνοιξε, όπως ευδόκησε, ολίγο από τη θεότητα κι έδειξε στους μύστες τον ένοικο Θεό. «Διότι, ενώ προσευχόταν», όπως λέγει ο Λουκάς, «το είδος του έγινε διαφορετικό», «έλαμψε σαν ήλιος», όπως γράφει ο Ματθαίος είπε δε «σαν ήλιος», όχι για να εκλάβει κανείς ως αισθητό το φως εκείνο, μακριά από τη νοητική αβλεψία εκείνων που δεν μπορούν να εννοήσουν τίποτε υψηλότερο από τα κατ’ αίσθηση φαινόμενα, αλλά για να γνωρίσωμε ότι εκείνο που για τους ζώντας κατ’ αίσθηση και βλέποντας δια της αισθήσεως είναι ο ήλιος, τούτο για τους ζώντας κατά πνεύμα και βλέποντας δια του Πνεύματος είναι ο Χριστός ως Θεός, και δεν υπάρχει ανάγκη άλλου φωτός για τους θεοειδείς κατά την θεοπτία διότι για τους αϊδίους αυτός είναι φως και όχι άλλο τι χρειάζεται δεύτερο φως σ’ εκείνους που έχουν το μέγιστο;
Όταν δε προσευχόταν έτσι, έλαμψε το απόρρητο εκείνο φως κι εφανέρωσε απορρήτως στους προκρίτους των μαθητών, ενώ ήσαν παρόντες οι κορυφαίοι προφήτες, για να δείξει ότι πρόξενος της μακαρίας εκείνης θέας είναι η προσευχή και να μάθωμε ότι δια του πλησιάσματος προς τον Θεό κατά την αρετή και της κατά τον νου ενώσεως προς αυτόν, προκαλείται και αναφαίνεται εκείνη η λαμπρότης, διδομένη σε όλους και βλεπομένη από όλους τους αδιαλείπτως υψουμένους δι’ ακριβούς αγαθοεργίας και ειλικρινούς προσευχής. Διότι, λέγει, κάλλος αληθινό και ερασμιώτατο, που θεωρείται μόνο από τον καθαρμένο στον νου, είναι το σχετικό με τη θεία και μακαρία φύση, με τις μαρμαρυγές και τις χάριτες του οποίου όποιος το αντικρύσει, μεταλαμβάνει κάτι από αυτό, σαν να ξαναχρωματίζεται στο πρόσωπό του με μια χαριτωμένη λάμψη. Γι’ αυτό και ο Μωυσής, όταν συνομιλούσε με τον Θεό εδοξάσθηκε στο πρόσωπο.
Βλέπετε ότι και ο Μωυσής μεταμορφώθηκε αφού ανέβηκε στο όρος, κι έτσι είδε τη δόξα του Κυρίου. Αλλά υπέστη τη μεταμόρφωση, δεν την ενήργησε, συμφώνως προς τον λέγοντα ότι, σ’ αυτό με φέρει το μέτριο φέγγος της αληθείας, να ιδώ και να πάθω την λαμπρότητα του Θεού. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όμως είχε μόνος του τη λαμπρότητα εκείνη γι’ αυτό αυτός δεν εχρειαζόταν ούτε προσευχή που λαμπρύνει το σώμα με θείο φως, αλλά υπεδείκνυε από που θα προσγίνει στους αγίους η λαμπρότης του Θεού και πώς θα ιδωθεί από αυτούς• διότι θα λάμψουν και οι δίκαιοι σαν ήλιος στη βασιλεία του Πατρός των κι έτσι γινόμενοι ολόκληροι θείο φως, ως γεννήματα θείου φωτός, θα ιδούν απορρήτως τον θείο υπερλάμποντα Χριστό, από του οποίου τη θεότητα προερχομένη φυσικώς η δόξα εφάνηκε κοινή και στο σώμα τους επί του Θαβώρ εξ αιτίας του ενιαίου της υποστάσεως.
Έτσι και δια μέσου τοιούτου φωτός έλαμψε το πρόσωπό του σαν ο ήλιος. Εκείνοι δε που στην εποχή μας προβάλλουν την ελληνική παιδεία και τη σοφία του Κόσμου τούτου και έχουν προτιμήσει να μη υπακούουν καθόλου στους πνευματικούς άνδρες επί των ζητημάτων του Πνεύματος, αλλά και ν’ αντιλέγουν, ακούοντας για φως της μεταμορφώσεως του Κυρίου επάνω στο όρος, για το φως που εθεάθηκε από τους αποστολικούς οφθαλμούς, κατέρχονται αμέσως στο αισθητό και κτιστό φως κατεβάζουν σ’ αυτό εκείνο το άυλο και ανέσπερο και αΐδιο που είναι όχι μόνο επάνω από την αίσθηση αλλά και επάνω από τον νου, επειδή αυτοί ευρίσκονται κάτω και δεν μπορούν να καταλάβουν τίποτε επάνω από τα γήινα. Και όμως αυτός που έλαμψε κατά τούτο, απέδειξε από πριν ότι αυτό είναι άκτιστο, αφού το εκάλεσε βασιλεία του Θεού διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι δούλη και κτιστή, αλλά αυτή μόνη από όλες είναι ανυπότακτη και αήττητη, και πέρα από κάθε χρόνο και αιώνα, και δεν είναι σωστό, λέγει, ότι έχει αρχίσει ή ότι φθάνεται από αιώνες και χρόνους η βασιλεία του Θεού. Αυτή πιστεύομε ότι είναι η κληρονομία των σωζομένων.
Επειδή δε ο Κύριος, όταν μεταμορφώθηκε, έλαμψε κι έδειξε τη δόξα και τη λαμπρότητα και το φως εκείνο, και θα έλθει πάλι όπως ειδώθηκε από τους μαθητάς στο όρος, άρα προσέλαβε και θα έχει στους αιώνες κάποιο φως που δεν είχε προηγουμένως; Μακριά από αυτή τη βλασφημία διότι όποιος λέγει τούτο, θα δεχθεί τρεις φύσεις στον Χριστό, τη θεία, την ανθρωπίνη και την εκείνου του φωτός επομένως δεν εφανέρωσε άλλη λαμπρότητα, αλλ’ εκείνην που είχε αφανώς. Είχε δε κρυμμένην κάτω από τη σάρκα τη λαμπρότητα της θείας φύσεως. Επομένως το φως εκείνο είναι της θεότητος και είναι άκτιστο επειδή, κατά τους θεολόγους, ο Χριστός μεταμορφώθηκε, όχι προσλαμβάνοντας ό,τι δεν ήταν ούτε μεταβαλλόμενος σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανερώνοντας στους μαθητάς του ό,τι ήταν, αφού τους άνοιξε τα μάτια και από τυφλούς τους κατέστησε βλέποντας. Βλέπεις ότι οι κατά φύση βλέποντες οφθαλμοί είναι τυφλοί προς το φως εκείνο;
Επομένως ούτε εκείνο το φως είναι αισθητό ούτε οι βλέποντες έβλεπαν απλώς με αισθητικούς οφθαλμούς, αλλά με οφθαλμούς που είχαν μετασκευασθεί δια της δυνάμεως του θείου Πνεύματος.
Εναλλάχθηκαν λοιπόν, κι έτσι είδαν την εναλλαγή, την οποία δεν έλαβε προσφάτως το φύραμά μας, αλλά από τη στιγμή της προσλήψεως, οπότε εθεώθηκε δια της ενώσεως με τον Λόγο του Θεού. Γι’ αυτό και εκείνη που συνέλαβε παρθενικώς και εγέννησε παραδόξως ανεγνώρισε τον από αυτήν τεχθέντα ως σαρκοφόρο Θεό, καθώς και ο Συμεών που τον επήρε στα χέρια του ως βρέφος και η πρεσβύτις Άννα που τον συναπήντησε διότι η θεία δύναμις διακρινόταν από τους έχοντας καθαρούς τους οφθαλμούς της καρδίας, σαν να διέλαμπε ανάμεσα από υαλίνους υμένες.
Γιατί δεν παίρνει από τους άλλους τους κορυφαίους και τους ανεβάζει, και μάλιστα ιδιαιτέρως μόνους αυτούς; Οπωσδήποτε για να υποδείξει κάτι μεγάλο και μυστικό. Πώς λοιπόν θα ήταν μεγάλο και μυστικό η θέα του αισθητού φωτός, την οποία είχαν οι ίδιοι οι επίλεκτοι πριν ανεβασθούν και μαζί με αυτούς οι απομείναντες κάτω; Και ποια ανάγκη της δυνάμεως του Πνεύματος και της ενισχύσεως δι’ αυτής ή της εναλλαγής οφθαλμών για τη θέα του φωτός εκείνου θα είχαν αυτοί, αν τούτο ήταν αισθητό και κτιστό;
Πώς δε μπορεί να είναι δόξα και βασιλεία του Πατρός και του Πνεύματος το αισθητό φως;
Πώς δε σε τέτοια δόξα και βασιλεία θα έλθει ο Χριστός κατά τον μέλλοντα αιώνα, οπότε δεν θα υπάρχει ανάγκη ούτε αέρος ούτε φωτός ούτε τόπου ούτε άλλων παρομοίων στοιχείων, αλλά σύμφωνα με τον απόστολο αντί όλων θα είναι για μας ο Θεός; Εάν δε θα είναι αντί όλων, θα είναι οπωσδήποτε και αντί του φωτός. Από αυτά αποδεικνύεται πάλι ότι το φως εκείνο είναι της θεότητος, επειδή και ο θεολογικώτατος από τους ευαγγελιστάς Ιωάννης, δια του βιβλίου της Αποκαλύψεως δηλώνει ότι η μέλλουσα και μένουσα εκείνη πόλις «δεν έχει χρεία του ηλίου ούτε της σελήνης, για να φέγγουν σ’ αυτήν• διότι την εφώτισε η δόξα του Θεού και ο λύχνος της, το αρνί».
Άρα δεν μας υπέδειξε στο σημείο αυτό τον Ιησού που τώρα μεταμορφώθηκε θείως στο Θαβώριο, ο οποίος έχει μεν ως λύχνο το σώμα, αντί για φως δε έχει τη δόξα της θεότητος που εφανερώθηκε επάνω στο όρος στους συνοδούς που ανέβηκαν μαζί του; Αλλά και για τους κατοικούντας σ’ εκείνη την πόλη λέγει ο ίδιος ότι «δεν θα έχουν ανάγκη φωτός του λύχνου αλλά φωτός του ηλίου, διότι θα φωτίσει σ’ αυτούς ο Κύριος ο Θεός, και δεν θα υπάρχει πλέον νύκτα». Τι είναι λοιπόν το φως τούτο, στο οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ούτε σκιώδης μετατροπή; Τι είναι το αμετάτρεπτο και ανέσπερο τούτο φως; Δεν είναι της θεότητος;
Αλλά και ο Μωυσής και ο Ηλίας, και μάλιστα ο Μωυσής, που ήταν ψυχή μη ενσώματη, πως φάνηκαν κι εδοξάσθηκαν δι’ αισθητού φωτός; Διότι και αυτοί, που εφάνηκαν τότε ενδόξως, έλεγαν ποιο τέλος θα είχε στην Ιερουσαλήμ. Πώς δε και οι Απόστολοι ανεγνώρισαν εκείνους που δεν είχαν δει προηγουμένως, αν όχι δια της αποκαλυπτικής δυνάμεως του φωτός εκείνου; Αλλά, για να μην ταλαιπωρούμε πολλή ώρα τη διάνοιά σας, τα μεν υπόλοιπα των ευαγγελικών λόγων θα επιφυλάξωμε για την ώρα της πανίερης και θείας λειτουργίας. Πιστεύοντας δε, όπως εδιδαχθήκαμε από τους φωτισθέντας από τον Χριστό, που μόνοι γνωρίζουν ακριβώς (διότι τα μυστήριά μου, λέγει ο Θεός δια του προφήτου, είναι για μένα και για τους ιδικούς μου) καλώς λοιπόν πιστεύοντας, όπως εδιδαχθήκαμε, και κατανοώντας το μυστήριο της μεταμορφώσεως του Κυρίου, ας βαδίσουμε προς τη λάμψη εκείνου του φωτός και, αφού αγαπήσωμε το κάλλος της αναλλοίωτης δόξας, ας εκκαθαρίσωμε το όμμα της διανοίας από τους γηΐνους μολυσμούς, περιφρονώντας κάθε τερπνό και ωραίο, που δεν είναι μόνιμο το οποίο, και αν ακόμη είναι γλυκύ, προξενεί την αιώνια οδύνη, και αν φέρει ομορφιά στο σώμα, αλλά ενδύει την ψυχή μ’ εκείνον τον δυσειδή χιτώνα της αμαρτίας, εξ αιτίας του οποίου, αφού εδέθηκε χειροπόδαρα αυτός που δεν είχε το ένδυμα της άφθαρτης συναφείας εξάγεται σ’ εκείνο το πυρ και το σκότος το εξώτερο.
Από αυτό είθε να λυτρωθούμε όλοι με την έλλαμψη κι επίγνωση του αΰλου και αϊδίου φωτός της μεταμορφώσεως του Κυρίου, σε δόξα αυτού και του ανάρχου Πατρός του και του ζωοποιού Πνεύματος, των οποίων μία και η αυτή είναι η λαμπρότης και θεότης και δόξα και βασιλεία και δύναμις, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Γένοιτο.