Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου. Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του». Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια. Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων. Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι’ αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διασώζεται στὸν Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ί. Μονὴ Ξηροποτάμου. Ἡ ἀνεύρεση καὶ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἀσφαλῶς μέγα γεγονὸς τῆς παγκοσμίας ἱστορίας, διότι ἀφορᾶ στὸ σύνολον τῆς ἀνθρωπότητας, ἀνεξαρτήτως ἂν δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀποδεχθῆ τὴν Χριστιανικὴ Πίστη καὶ δὲν γνωρίζουν ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ πορείας τῆς ἱστορίας. Ἰδιαίτερα, ὅμως, εἶναι κορυφαῖον γεγονὸς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐπισφραγίζει τὴν δωρεὰν τῆς σωτηρίας σὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ καλεῖ ἀδιαλείπτως κάθε ἄνθρωπον νὰ ἐπιστρέψη στὴν ἀληθινὴν πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολικὴ καὶ ἐνδεικτικὴ ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ Ἅγιος Μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν νὰ ἀποπλύνη τὴν προδοσία τοῦ ἄλλου Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη, ποὺ παρέδωσε τὸν Θεάνθρωπον στοὺς σταυρωτές του. Καὶ εἶναι τοῦτο μέγα δίδαγμα γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὅσον καὶ ἂν ἔχει πέσει στὸ ἔσχατον ἄκρον τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ὁ Ἰσκαριώτης, μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διανύση τὴν ἀπόσταση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ σωτηρίας, μεταξὺ προδοσίας καὶ μετανοίας, ποὺ δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος Ἰούδας, ἀλλὰ ἀγχονίσθηκε μέσα στὴν ἀπελπισία του. Αὐτὴ ἡ μέγιστη μεταστροφὴ τοῦ δεύτερου Ἰούδα εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ ἐμπράγματος ἀντίλαλος τῆς προσευχῆς τοῦ Θεανθρώπου τὴν ὥρα τῆς θυσίας του, ὅταν παρεκάλεσε τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ εἶπε γιὰ τοὺς σταυρωτές του τὸν λόγον τῆς ὕψιστης συγνώμης γιὰ ὅλους τους ἀρνητές του, ἄρα καὶ τοῦ Ἰούδα: — «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. ΚΓ’ 34). Κλείνοντας τὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς γιὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, θὰ θέλαμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν σχετικὸν λόγον ἑνὸς μακαριστοῦ Γέροντος, ποὺ ἔλεγε: — «Ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παιδιά μου, δὲν γίνεται μόνον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 14ης Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ μία ψυχὴ καὶ πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστόν. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος: «Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ’ 7). Γιατί ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ φανερώνει τὸν θρίαμβον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ αὐτὸς ὁ θρίαμβος ἀποτελεῖ μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ ἂς μετανοοῦμε ὅλοι μας συνεχῶς καὶ ἀληθινά, γιὰ νὰ κυρίαρχη πάντοτε ἡ χαρὰ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανόν. Ἀμήν».

Οἱ «Ἄρχοντες» ἐνεργοῦν ἀπερίσκεπτα.
Ημέρες πονηρές, ημέρες αποστασίας, ημέρες βασιλείας της αμαρτίας, υπήρχαν ανέκαθεν αν και σήμερα πληθύνθηκαν, αφού ζούμε σε ημέρες όπου βασιλεύει το κακό, η διαστροφή, η αμαρτία, και αυτό λόγω άγνοιας της καλοσύνης και απορρίψεως της ηθικής και της αρετής. Ψάχνουμε για αρχηγούς, μπροστάρηδες, καπεταναίους, αλλά δεν βλέπουμε Άνδρες με «ελεύθερο χριστιανικό πνεύμα» και καταλήγουμε σε Δεββώρες, για να θυμηθούμε την «Αγία Γραφή, όπου στο βιβλίο των Κριτών γράφει: «Διά το μη είναι άνδρα εβασίλευσε Δεββώρα» (Κριτ. 4΄ 9). Προσόν της σύγχρονης κοινωνίας είναι η αμαρτία. Αυτή κυριαρχεί και επιβάλλεται. Προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως και εξελίσσονται πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, όσοι νοιώθουν υπερήφανοι για αυτήν. Η κατάπτωση λογίζεται ελευθερία. Διαστρέφεται η έννοια του καλού, του ηθικού, του ωραίου και προβάλλεται το κακό, το ανήθικο, το άσχημο. Η κοινωνία μας παραβλέπει τον έμφυτο ηθικό νόμο και μεταβάλλει την αίσθηση του ωραίου ανάλογα με τους ιδιοτελείς σκοπούς της. Που, λοιπόν, πορευόμαστε; Τα μάτια μας, ψυχικά και σωματικά, έπαψαν να βλέπουν καθαρά, αφού ο καταρράκτης της αμαρτίας εμποδίζει την καθαρή όραση. Έτσι, όλοι μας βαδίζουμε προς το χάος, αφού, «τυφλός τυφλόν εάν οδηγεί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματθ. ιε΄ 14). Που είναι η απόλυτη προσοχή μας και η αδιάλειπτη προσευχή μας τώρα, όπου τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, ηθικά και εθνικά προβλήματα είναι αυξημένα με άγνωστη την επιταχυνόμενη επιδείνωσή τους; Που είναι οι αρετές αυτές που αποτελούν τις πνευματικές αντιστάσεις του λαού στις ενέργειες των κρατούντων; Τις βλέπουμε ισχνές, αν όχι ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα οι «Άρχοντες» να ενεργούν πολλές φορές απερίσκεπτα και να αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας, την ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας υπονομεύοντας ταυτόχρονα θεσμούς καταξιωμένους μέσα στην ιστορία, όπως ο γάμος και η οικογένεια. Αλλοιώνοντας, όμως, τις πατροπαράδοτες παραδόσεις δημιουργούν προβλήματα στο ίδιο το Γένος μας με προεκτάσεις για δυσοίωνο μέλλον. Σε αυτές τις πονηρές ημέρες, όπου το ήθος θεωρείται παρωχημένο, η πίστη περιγελάται, η σωφροσύνη χλευάζεται και η πονηράδα λογίζεται εξυπνάδα, έρχεται ο Απόστολος Παύλος να μας πει: «Βλέπετε πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ. ε΄ 15). Δεν έφθασε, όμως, στις ημέρες μας μόνο η αποστασία μας. Είναι και η διαστροφή! Το άσπρο το λέμε μαύρο, το κακό καλό, το άσχημο όμορφο. Την δουλεία στην αμαρτία ονομάζουμε ελευθερία και την εμμονή στην εφάμαρτη ζωή προσόν επιτυχίας και ανελίξεως στην κοινωνική και πολιτική σκακιέρα. Η κακία προβάλλεται ως αρετή και η αρετή ως αμαρτία. Δεν υπάρχει λόγος μετανοίας. Γιατί να μετανιώσει κανείς, αφού δεν υπάρχει επίγνωση αμαρτίας; Και αυτή είναι η εσχάτη πλάνη. Βλασφημούμε, δηλαδή, με την ζωή μας το Πανάγιο Πνεύμα και αρνούμαστε κάθε θεϊκή βοήθεια αυτονομούμενοι και νομίζοντας ότι ελεύθεροι όντες εξουσιάζουμε τα πάντα και ιδίως τον εαυτό μας. Ο Θεός μας είναι περιττός. Και χωρίς Αυτόν φθάσαμε στην νομιμοποίηση της αμαρτίας. Φθάσαμε στην παγκοσμιοποίηση και απολαμβάνουμε τους καρπούς της, την κρίση, το έγκλημα, την ανεργία, την φτώχεια και την διαστροφή, την οποία ονομάζουμε κανονικότητα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι μας έχει υπνωτίσει ο πονηρός και δεν υπάρχει, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αντίδραση. Και αν τολμήσει κάποιος να αντιδράσει περιθωριοποιείται, γίνεται καταγέλαστος και υποκείμενο κοροϊδίας. Ζούμε σε μια κοσμογονική εποχή, όπου κυριαρχεί το παγκόσμιο πνεύμα της αποστασίας, του πλεονασμού της αμαρτίας, του ψεύδους, της καταπτώσεως των ηθικών αξιών, της τροφοδοσίας μας με τα ξυλοκέρατα που μας προσφέρουν για φαγητό τα μέσα ενημερώσεως, οι τηλεοράσεις, τα περιοδικά, το διαδίκτυο. Ζούμε την αποχαλίνωση των πάντων στην εποχή της «πληθύνσεως της γνώσεως» (Δαν. ιβ΄ 1,2,4). Η γνώση των ανθρώπων αυξάνεται συνεχώς, η επιστήμη προοδεύει. Αλλά τι με αυτό; Έγραφε κάποιες δεκαετίες πριν, τότε που η αποστασία δεν είχε ολοκληρωθεί, όπως σήμερα, ο αγωνιστής Μητροπολίτης Φλωρίνης, π. Αυγουστίνος Καντιώτης, ότι «ο κόσμος σήμερα καυχάται για τα επιτεύγματά του. Επληθύνθη η γνώσις και η επιστήμη. Και όμως ο κόσμος σήμερα είναι δυστυχέστερος. Μια προφητεία λέει, ότι θ’ αραιώσει ο κόσμος τόσο, που θα περπατάς 100 χιλιόμετρα και άνθρωπο δεν θα βλέπεις». Η αποστασία μας σήμερα βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Μαζί με αυτήν βλέπουμε και σημεία στον ουρανό. Σημεία εσχατολογικά, ακαταστασίες, σεισμούς, πολέμους, καταστροφές, εγκλήματα, που δείχνουν ότι «έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας» (Κολ. γ΄ 6). Τα βλέπουμε, όμως, και με τα μάτια της ψυχής μας η τα παραβλέπουμε; Συνειδητοποιούμε τους τρόπους καταργήσεως της θρησκείας μας με τα μέτρα αποχριστιανοποιήσεως, απαρθοδοξοποιήσεως, αφελληνισμού; Βλέπουμε τον πολιτικό γάμο, την πολιτική κηδεία, τα αβάπτιστα παιδιά με ονοματοδοσία στα ληξιαρχεία, την καύση των νεκρών μας; Βλέπουμε την κατάργηση του Σταυρού από την σημαία μας, την αποκαθήλωση των εικόνων μας από τα σχολεία και τα δημόσια καταστήματα; Βλέπουμε την μείωση των γεννήσεων, την αύξηση των διαζυγίων, την ελευθερία στις εκτρώσεις, τον κιναιδισμό που ονομάζουν «προσωπική ιδιαιτερότητα» και, αλλοίμονο, αν τολμήσει κάποιος να θίξει τους δυστυχείς αυτούς συνανθρώπους μας; Βλέπουμε την λατρεία του διαβόλου η την προβολή της πανθρησκείας και της οικουμενικότητος; Οι κράχτες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, δυστυχώς, είναι άνθρωποι δούλοι των παθών τους χωρίς πνευματική ωριμότητα. Αύξηση της πνευματικής ωριμότητας του ανθρώπου σημαίνει σπάσιμο των δεσμών της δουλείας και άνοιγμα των πτερύγων της καρδιάς τους για πέταγμα στον ουρανό της ελευθερίας. Ας θυμηθούμε και την ηρωΐδα μας Μαντώ Μαυρογένους, η οποία πάνω από τον σαρκικό έρωτα έβαζε τον έρωτα προς την σκλαβωμένη τότε πατρίδα. Δεν έβλεπε στους νέους, που την περιτριγύριζαν, την φλόγα του πατριωτισμού να φλέγει να σωθικά τους και να οπλίζει να χέρια τους, για να αντιταχθούν στις παρατάξεις του εχθρού και αυτό την λυπούσε αφάνταστα. «Δεν θα νυμφευθώ, έλεγε, μόνο άνδρα ελεύθερο»! Όταν έχουμε ελεύθερο φρόνημα, δηλαδή, φρόνημα Χριστού, και το προβάλλουμε στην κοινωνία μας, τότε δεν θα αναζητούμε «Δεββώρες», για να βασιλεύουν. Και πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμη «Άνδρες» με Άλφα κεφαλαίο, όπως τους θέλει ο Χριστός μας και όπως τους ήθελε η μεγάλη μας Μαντώ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας