Η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής.

Ανάμεσα σ’ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να ονομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σε έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον Άγιο Εφραίμ το Σύρο. Να το κείμενο της προσευχής:

«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δώς.

Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τώ σώ δούλω.

Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός εί εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.

Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μ. Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και όλα τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ’ όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.

Η βασική μας ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατὸ ν’ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματικὴ πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.

Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στ’ αλήθεια μια δαιμονικὴ δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικὰ ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο· γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ’ αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να το επιθυμήσει.

Πνεύμα φιλαρχίας ! Φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντάς την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν ν’ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση.

Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους άλλους. Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους· έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.

Τέλος είναι η αργολογία. Απ’ όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σ’ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος. Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία.

Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει· ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.

Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γι’ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.

Η Σωφροσύνη ! Αν δεν περιορίσουμε- πράγμα που συχνά πολύ λαθεμένα γίνεται- την έννοια της λέξης «σωφροσύνη»μόνο στη σαρκική σημασία της θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν το θετικό αντίστοιχο της λέξης “αργία”. «Αργία», πρώτα απ’ όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητάς μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη απὸ τη σαρκική διαφθορά, είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά αλλού δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτό αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των αξιών, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.

Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Πάνω απ’ όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε. Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας· μόνο μ’ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλωσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή.

Η υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητά τους, την οποία εμείς με την τυφλότητά μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σ’ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.

Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.

Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου…». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια είναι η πηγή του κακού και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο ο αιώνιος εχθρός – η υπερηφάνεια – θα αφανιστεί μέσα μας.

Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μ. Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημα τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ’ όπουδήποτε αλλού.

Στην συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό· ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα – το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας – το πνευματικό και το θείο. Αλλά το σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σάρξ εγένετο».

Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι περιφρόνηση του σώματος ούτε παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γι’ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος – ψυχή και σώμα – μετανοεί. Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και διά του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατ’ εξοχήν της Μ. Τεσσαρακοστής.

Alexander Schmemann, Μεγάλη Σαρακοστή-Πορεία Προς Το Πάσχα, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σ. 39-44. – Εκκλησία Κύπρου

 

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Η αδιαφορία για τον Θεό φέρνει αδιαφορία και για όλα τα άλλα.

  Η αδιαφορία για τον Θεό φέρνει αδιαφορία και για όλα τα άλλα, φέρνει αποσύνθεση. Η πίστη στον Θεό είναι μεγάλη υπόθεση. Λατρεύει ο άνθρωπος τον Θεό και ύστερα αγαπάει και τους γονείς του, το σπίτι του, τους συγγενείς του, τη δουλειά του, το χωριό του, τον Νομό του, το Κράτος του, την Πατρίδα του. Χρειάζεται να μπει κανείς στο νόημα, να αισθανθεί το καλό ως ανάγκη, αλλιώς είναι ένα ρέμπελο πράγμα. Άντε τώρα να βάλεις κάποιον αγγαρεία να πάει να πολεμήσει. Θα κοιτάει να φύγει από δω, να γλυτώσει από κει. Όταν καταλάβει όμως τι κακό θα κάνει ο εχθρός πάει μετά εθελοντής. Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης.

διαβάστε περισσότερα »

Θα μας δοθεί ό,τι πρέπει και όταν πρέπει.

Να μην εκβιάζουμε με τις προσευχές μας τον Θεό. Να μη ζητάμε απ’ τον Θεό να μας απαλλάξει από κάτι, ασθένεια κ.λπ. ή να μας λύσει τα προβλήματά μας, αλλά να ζητάμε δύναμη και ενίσχυση από Εκείνον, για να τα υπομένομε. Όπως Εκείνος κρούει με ευγένεια την πόρτα της ψυχής μας, έτσι κι εμείς να ζητάμε ευγενικά αυτό που επιθυμούμε κι αν ο Κύριος δεν απαντάει, να σταματάμε να το ζητάμε. Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του. Εφόσον πιστεύουμε στην αγαθή Του πρόνοια, εφόσον πιστεύουμε ότι Εκείνος γνωρίζει τα πάντα απ’ τη ζωή μας κι ότι πάντα θέλει το αγαθόν, γιατί να μη δείχνουμε εμπιστοσύνη; Να προσευχόμαστε απλά και απαλά, χωρίς πάθος και εκβιασμό. Ξέρουμε ότι παρελθόν, παρόν και μέλλον, όλα είναι γνωστά, γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιον του Θεού. … Εμείς να μην επιμένουμε· η προσπάθεια κάνει κακό αντί για καλό. Μην κυνηγάμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε, αλλά να τ’ αφήνουμε στο θέλημα του Θεού. Γιατί όσο το κυνηγάμε τόσο αυτό απομακρύνεται. Άρα, λοιπόν υπομονή και πίστη και γαλήνη. Κι αν το ξεχάσουμε εμείς ο Κύριος ποτέ δεν ξεχνάει κι αν είναι για το καλό μας, θα μας δώσει αυτό που πρέπει κι όταν πρέπει. Εύκολα, ευκολότατα ο Χριστός μπορεί να μας δώσει ό,τι επιθυμούμε. Και κοιτάξτε το μυστικό. Το μυστικό είναι να μην το έχετε στο νου σας καθόλου να ζητήσετε το συγκεκριμένο πράγμα. Το μυστικό είναι να ζητάτε την ένωσή σας με τον Χριστό ανιδιοτελώς, χωρίς να λέτε, «δώσ’ μου τούτο, εκείνο …». Είναι αρκετό να λέμε, «Κύριε Ιησού ελέησόν με». Δεν χρειάζεται ο Θεός ενημέρωση για τις διάφορες ανάγκες μας. Εκείνος τα γνωρίζει όλα ασυγκρίτως καλύτερα από μας και μας παρέχει την αγάπη Του. Το θέμα είναι ν’ ανταποκριθούμε σ’ αυτή την αγάπη με την προσευχή και την τήρηση των εντολών Του. Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού· αυτό είναι το πιο συμφέρον το πιο ασφαλές για εμάς και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός δεν γίνεται τίποτα. Όταν έχουμε με τον Χριστό σχέση απολύτου εμπιστοσύνης, είμαστε ευτυχισμένοι, έχουμε χαρά. Έχουμε τη χαρά του Παραδείσου. Αυτό είναι το μυστικό. … «ότι ευρίσκεται τοις μη πειράζουσιν Αυτόν, εμφανίζεται δε τοις μη απιστούσιν Αυτώ». Έτσι ν’ αγωνίζεσθε στην πνευματική ζωή, απλά, απαλά, χωρίς βία. Το απλό και απαλό είναι ένας αγιότατος τρόπος της πνευματικής ζωής, αλλά δεν είναι δυνατό να το μάθεις έτσι απ’ έξω. Πρέπει μυστικά να μπει μέσα σου, ώστε η ψυχή σου να ενστερνίζεται τον τρόπο αυτόν με την χάρι του Θεού. … Όταν το θέλεις όταν εκβιάζεις το θείον δεν έρχεται. Θα έλθει «εν ημέρα ή ου προσδοκάς και εν ώρα ή ου γινώσκεις». Εδώ υπάρχει το μυστήριο· δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Όταν χάνετε τη θεία χάρι να μην κάνετε τίποτα. Να συνεχίζετε τη ζωή σας και τον αγώνα σας απλά, απαλά, ώσπου χωρίς αγωνία να έλθει πάλι η αγάπη και ο έρωτας και η λαχτάρα στον Χριστό. Και τότε όλα πάνε καλά. Και τότε η χάρις σας γεμίζει και χαιρόσαστε. Ένα μυστικό είναι η ακολουθίες. Να επιδίδεσθε σε αυτές και η χάρις του Θεού μυστικά θα έλθει. Να προσεύχεσθε στον Θεό με ανοικτά τα χέρια. Αυτό είναι το μυστικό των αγίων. Μόλις άνοιγαν τα χέρια τους, τους επεσκέπτετο η θεία χάρις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν ως πιο αποτελεσματική τη μονολόγιστη ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Το κλειδί για την πνευματική ζωή είναι η ευχή. Την ευχή δεν μπορεί κανείς να τη διδάξει, ούτε τα βιβλία, ούτε ο γέροντας, ούτε κανείς. Ο μόνος διδάσκαλος είναι η θεία χάρις. Αν σας πω ότι το μέλι είναι γλυκό είναι ρευστό είναι έτσι κι έτσι, δεν θα καταλάβετε, αν δεν το γευθείτε. Το ίδιο και στην προσευχή, αν σας πω, «είναι έτσι, νιώθεις έτσι» κ.λπ. δεν θα καταλάβετε, ούτε θα προευχηθείτε, «ει μη εν Αγίω Πνεύματι». Μόνο το Πνεύμα το Άγιον μόνο η χάρις του Θεού μπορεί να εμπνεύσει την ευχή. Μόλις ακούσετε προσβλητικό λόγο, λυπάσθε και μόλις σας πουν καλό λόγο, χαίρεσθε και λάμπετε; Μ’ αυτό δείχνετε ότι δεν είστε έτοιμοι, δεν έχετε τις προϋποθέσεις. Για να έλθει η θεία χάρις, πρέπει ν’ αποκτήσετε τις προϋποθέσεις, την αγάπη και την ταπείνωση, διαφορετικά δημιουργείται αντίδραση. Για να μπείτε σ’ αυτή τη «φόρμα», θα ξεκινήσετε απ’ την υπακοή. Πρέπει πρώτα να δοθείτε στην υπακοή, για να έλθει η ταπείνωση. Βλέποντας την ταπείνωση, ο Κύριος στέλνει τη θεία χάρι κι έπειτα έρχεται μόνη, αβίαστα η προσευχή. Αν δεν κάνετε υπακοή και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή δεν έρχεται και υπάρχει φόβος πλάνης. Να ετοιμάζεσθε σιγά σιγά απαλά απαλά και να κάνετε την ευχή μέσα στο νου. Ό,τι είναι στο νου, είναι και στην καρδιά. Από το βιβλίο «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου – Βίος και Λογος»

διαβάστε περισσότερα »

Φύγε – φύγε, παπᾶ, δὲν σᾶς ζήτησα καὶ δὲν σᾶς θέλω, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ παπᾶ­δες.

  Κάποια μέρα έρχεται στο Νοσοκομείο, που υπηρετούσα ως νοσοκομειακός ιερέας, ένας γνωστός μου και μου λέει : «Πάτερ, στον τάδε θάλαμο νοσηλεύεται ο θείος μου ο Κώστας. θα ήθελα να τον επισκεφθείτε, μη τυχόν και τον καταφέρετε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει. θα ήθελα όμως να σας πω και τούτο. Ο θείος μου είναι καλός άνθρωπος, αλλά δεν είχε καλές σχέσεις με την εκκλησία και τους ιερείς, δεν εκκλησιαζότανε, δεν έχει εξομολογηθεί ούτε και έχει κοινωνήσει ποτέ, όμως σας το ξαναλέω ότι είναι καλός άνθρωπος». Πράγματι την άλλη μέρα πήγα στον θάλαμο και, για να μη φανεί ότι πήγα ειδικά γι’ αυτόν, άρχισα πρώτα να συνομιλώ με τους άλλους ασθενείς. εν συνεχεία πήγα και στο δικό του το κρεβάτι. πριν καλά καλά τον χαιρετήσω αντέδρασε με όχι καλή συμπεριφορά και δεν ήθελε όχι να τον χαιρετήσω αλλ’ ούτε καν να τον πλησιάσω. «Φύγε φύγε, παπά, δεν σας ζήτησα και δεν σας θέλω, δεν έχω σχέσεις με παπάδες». Εγώ, πριν φύγω από κοντά του, του λέω ότι είμαι ο ιερέας του νοσοκομείου, βρίσκομαι όλο το εικοσιτετράωρο στο νοσοκομείο κι αν θέλει κάποια εξυπηρέτηση μπορώ να του την προσφέρω, και έτσι έφυγα άπρακτος. Μετά από δύο ημέρες σκέφθηκα και πάλι να τον επισκεφθώ. Όταν με είδε να τον πλησιάζω, ήθελε και μάλιστα πάλι με άσχημο τρόπο να απομακρυνθώ. με την σκέψη ότι είναι συγγενής του γνωστού μου και καλού εκείνου ανθρώπου, θέλησα μετά από λίγες ημέρες να προσπαθήσω για μια ακόμα φορά να τον πλησιάσω. Μπαίνοντας μέσα στο θάλαμο και βλέποντας τους άλλους ασθενείς τόλμησα και πάλι να τον πλησιάσω. η συμπεριφορά του απέναντί μου δεν περιγράφεται. Εγώ κάπως, να το πω, θυμωμένος από την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του, έφυγα και το περίεργο είναι ότι έφυγε και αυτός τελείως από το μυαλό μου. αν τον θυμόμουνα, ίσως και πάλι να τον επισκεπτόμουνα. Μετά από δέκα περίπου ημέρες, με ειδοποιούν να επισκεφθώ και να εξομολογήσω έναν ασθενή που νοσηλευόταν σε ένα άλλο κτήριο. Εγώ φεύγοντας από την εκκλησία του νοσοκομείου για να επισκεφθώ τον ασθενή που με περίμενε να εξομολογηθεί, χωρίς να το καταλάβω και ποτέ δεν μπόρεσα να το καταλάβω πως βρέθηκα στο θάλαμο εκείνου του αρρώστου, του κ. Κώστα, που δεν με ήθελε. αν τον βλέπατε, αδελφοί μου, σε τι κατάσταση βρισκότανε θα τον λυπόσασταν. Εκείνη τη στιγμή που μπήκα στο θάλαμο δεν υπήρχε άλλος ασθενής παρά ο κύριος Κώστας ο οποίος πάλευε με τους δαίμονες που πήγαν να πάρουν την ψυχή του. τον είδα τρομαγμένο και να σκεπάζεται με το σεντόνι του και να φωνάζει και να λέει στα πονηρά πνεύματα «Όχι, όχι, φύγετε. Νάτους ήρθανε, όχι, όχι, διώξτε τους» και άλλα που δεν θυμάμαι. Βλέποντας αυτή την κατάσταση, δεν σας κρύβω ότι προς στιγμή φοβήθηκα μη τυχόν φύγουν οι δαίμονες από τον κ. Κώστα και να ‘ρθουν σε μένα. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή βλέποντας τον κ. Κώστα σ αυτή την φοβερή κατάσταση, του λέω : «κύριε Κώστα, τι θέλεις ; ». «Νάτους, πάτερ, διώξε τους, διώξε τους, δεν τους θέλω» κλπ. Τότε εγώ του λέω : «για να φύγουν, κ. Κώστα, πρέπει να εξομολογηθείς». «ναι, πάτερ, να εξομολογηθώ». και άρχισε να εξομολογείται με ειλικρίνεια και καθαρότητα. Αφού τελείωσε και του διάβασα την συγχωρητική ευχή, του είπα : «Τώρα, κ. Κώστα, θα κοινωνήσουμε». «ναι, πάτερ, να κοινωνήσω». Πήγα στο εκκλησάκι του νοσοκομείου πήρα την Θεία Κοινωνία και τον κοινώνησα. το απόγευμα θέλησα να τον επισκεφθώ να δω πως είναι. η αδελφή νοσοκόμα μου είπε : «Μία ώρα περίπου μετά την θεία κοινωνία, πάτερ, κοιμήθηκε». ιερομ. ΚΟΣΜΑΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΗΣ [απόσπασμα από το βιβλίο «Ότάν πεθάνει ο άνθρωπος, η ψυχή του που πηγαίνει ; » (εκδ. ι. μονής οσ. Νικοδήμου Αγιορείτου Πυργετού, Λάρισσα 2023, σσ. 84-86)

διαβάστε περισσότερα »

Έστω και ένας καλός λογισμός αρκεί.

  ~ Κάποια μοναχή πολεμήθηκε με λογισμούς πορνείας. Κι επειδή δεν μπορούσε να υπομείνει τον πόλεμο, έφυγε από το μοναστήρι της και γύρισε στον κόσμο. Δεν άργησε να καταλήξει σε πορνείο. Έμεινε εκεί αρκετά χρόνια και πλούτισε πολύ , γιατί ήταν πολύ όμορφη. Ο φιλάνθρωπος Θεός όμως, που εργάζεται για την σωτηρία του κάθε ανθρώπου, έβαλε στο νού της τη μνήμη των οδυνηρών κολάσεων και την αρχική δόξα και τιμή, από την οποία είχε ξεπέσει. Και εκείνη αφού τα αναλογίστηκε όλα αυτά, εγκατέλειψε πλούτη και περιουσία, κι έτρεξε στο μοναστήρι της , σαν προβατίνα που γλύτωσε από το στόμα των λύκων. Μόλις όμως έφτασε στην πύλη της μονής, έπεσε κάτω και ξεψύχησε .Εκεί κοντά ζούσε κάποιος έγκλειστος μοναχός, που είδε σε όραμα την νύχτα εκείνη αγγέλους και δαίμονες έξω από το μοναστήρι. Φιλονικούσαν όλοι μπροστά στη νεκρή για την ψυχή της. -Εφόσον μετανόησε, είναι δική μας, έλεγαν οι άγγελοι. -Μέχρι τώρα δούλευε σε μας , διαμαρτύρονταν οι δαίμονες. Άλλωστε δεν πρόφτασε να μπει στο μοναστήρι να μετανοήσει. Ενώ έτσι φιλονικούσαν, ήρθε άλλος άγγελος από τον ουρανό. -Γιατί φιλονικείτε; Τους ρώτησε και ύστερα τους είπε ότι ο αγαθός Θεός, αφότου η μοναχή σκέφτηκε να μετανοήσει, από την ίδια εκείνη στιγμή δέχθηκε την μετάνοια της. Αμέσως συνήλθε ο μοναχός από το όραμα και έτρεξε να αναγγείλει στην ηγουμένη τα συμβάντα. Αφού περιποιήθηκαν το λείψανο, το έθαψαν στο κοιμητήριο και ευχαρίστησαν τον ελεήμονα Θεό, που και μόνο ένα καλό λογισμό τον δέχεται σαν μετάνοια. Από το Γεροντικό

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο