Είναι ένας χαιρετισμός που λέμε καθημερινά για 40 μέρες πρωί και βράδυ μετά την Ανάσταση μέχρι την παραμονή της Αναλήψεως, δηλαδή τότε που γιορτάζουμε την Απόδοση του Πάσχα. Ο χαιρετισμός αυτός αντικαθιστά κάθε άλλο χαιρετισμό (καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα…).
Είναι ένας διάλογος επικοινωνίας και αναγνωρίσεως μεταξύ χριστιανών. Ο ένας ομολογεί την Πίστη του στην Ανάσταση του Χριστού λέγοντας «Χριστός Ανέστη» και ο άλλος, ο αδελφός του εν Κυρίω ανταποκρίνεται και απαντά με την ίδια βεβαιότητα της Πίστεως λέγοντας «Αληθώς Ανέστη».
Είναι μια πίστη που αποτελεί «την καρδιά και την ψυχή, την αρχή και όλο το συγκλονιστικό απερινόητο περιεχόμενο της Χριστιανικής μας Πίστεως, της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Ευαγγελίου του Χριστού μας. Κάθε φορά που προφέρουμε το «Χριστός Ανέστη», καταθέτουμε την ύψιστη και ανυπέρβλητη παραδοχή, αυτή που περιλαμβάνει όλα τα σημαίνοντα και σημαινόμενα των ιερών κειμένων της Εκκλησίας μας» (Μερ. Σπυροπούλου).
Είναι μια ομολογία του χριστιανού που βγαίνει αβίαστα μέσα από την καρδιά του, από το βίωμά του και την βεβαιότητά του ότι αναστήθηκε ο Χριστός και αυτό το πιστεύει και το ομολογεί και το ανακοινώνει προς κάθε κατεύθυνση. Πιστεύει στην μαρτυρία των αποστόλων, στην εμπειρία της Εκκλησίας και στην ενέργεια του Μυστηρίου της Πίστεως στη ζωή του.
Είναι ένα μαρτύριο το «Χριστός Ανέστη», διότι «η πίστη του Χριστιανού δοκιμάζεται με την Ανάσταση του Χριστού σαν το χρυσάφι στο χωνευτήρι. Απ΄ όλο το Ευαγγέλιο η Ανάσταση του Χριστού είναι το πιο απίστευτο πράγμα, ολότελα απαράδεκτο για το λογικό μας και αληθινό μαρτύριο για δαύτο» (Φ. Κόντογλου). Συγχρόνως είναι κι ένα άλλο μαρτύριο μέσα στον κόσμο που δυστυχώς πολύ λίγο πιστεύει στην Ανάσταση και προσπαθεί να πνίξει κάθε φωνή που την ομολογεί.
Είναι μια προσευχή – στην πλήρη του μορφή το «Χριστός Ανέστη» – που για 40 μέρες αντικαθιστά την έναρξη και την απόλυση των ακολουθιών της Εκκλησίας, αλλά και των ατομικών μας προσευχών. Συνοδεύεται και από τις άλλες σχετικές προσευχές που εμπεριέχονται στην Εναρκτήρια Ακολουθία τις αναστάσιμες ημέρες του Πεντηκοσταρίου.
Είναι μια μαρτυρία στον σύγχρονο κόσμο, τον βαπτισμένο και τον αβάπτιστο. Στον πρώτο να αναζωπυρώσει μέσα του το χάρισμα του αγίου Πνεύματος και να ξαναζωντανέψει την αποσταμένη ελπίδα, να δώσει κουράγιο και δύναμη για μετάνοια και στον άλλο για να τον αναστήσει από τη φθορά του πνευματικού θανάτου και τον ψυχαναγκασμό της ημερομηνίας λήξεως και να τον προσανατολίσει στην όντως ζωή δια του βαπτίσματος.
Είναι μια νικητήρια κραυγή, μια διαπίστωση νίκης, ότι ο θάνατος δεν κράτησε στα σπλάγχνα του τον βασιλέα της δόξης «ουκ ήν δυνατόν κρατείσθαι υπό της φθοράς τον Αρχηγόν της Ζωής. «Χριστός αναστάς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Νίκησε ο Χριστός τον διάβολο, την αμαρτία, τον κόσμο, τον θάνατο και τον Άδη και ελευθέρωσε «τους απ΄ αιώνος δεσμίους».
Είναι μια πολεμική ιαχή, ένα σάλπισμα πνευματικής επίθεσης, για το στράτευμα της Εκκλησίας που δίνει μάχες θεολογικές και πνευματικές κατά της αθεϊας, της πλάνης, των σκοτεινών δυνάμεων, της αιρέσεως και του σχίσματος, της αμαρτίας και του υποκόσμου. Ο Χριστός νίκησε και η «Εκκλησία Του πολεμουμένη νικά». Ζεί ο Χριστός εις τους αιώνες και μεις θα ζήσουμε και θα νικήσουμε με Αυτόν και δι΄ Αυτού. Η νίκη του Πνεύματος είναι δεδομένη. «Εξήλθε νικών και ίνα νικήση».
Είναι η ήρεμη δύναμη των αγίων μαρτύρων και των οσίων της Εκκλησίας μας διά μέσου των αιώνων. Η έμπνευσή τους, το στήριγμά τους και το κήρυγμά τους μέσα στην κοιλάδα του κλαυθμώνος και στις συμπληγάδες των διωγμών. Οι δύο αυτές λέξεις με τις πέντε συλλαβές κράτησαν όρθια την ψυχή «των αγίων των καθ΄ εκάστην γενεάν ευαρεστησάντων τω Κυρίω» μέσα στις ανελέητες εποχές των κατακομβών, των καταναγκαστικών έργων και των στρατοπέδων της Σιβηρίας, «της πείνας, των στερήσεων, των κακουχιών και των πάσης φύσεως δοκιμασιών» (Ηλ. Κατσάνος).
Είναι η θεολογία μας όχι μόνο για τη θεότητα του Κυρίου και τη μοναδικότητα του θεανδρικού προσώπου Του, διότι μόνος αυτός από μόνος Του, αυτεξουσίως, ανέστησε το νεκρωθέν σώμα του, δηλαδή η θεία φύση Του ανέστησε την ανθρώπινη, αλλά για το μέλλον του ανθρωπίνου σώματος. «Τα σώματά μας προορίζονται για την κοινή Ανάσταση των νεκρών στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Μπορεί τώρα να φθείρονται και να θάπτονται, όχι να καίγονται, αλλά έχουν αιώνια προοπτική. Θα αναστηθούν…Επομένως ας τα σεβόμαστε, ας αποφεύγουμε την αμαρτία που τα φθείρει, ας τα τιμούμε και μετά θάνατον με την ευλογημένη ταφή και όχι με την πολυέξοδη και την ασεβή καύση» (Φιλ. Νικολάου)
Είναι ο Εθνικός μας Ύμνος μέσα στην Εκκλησία, ο οποίος λέγει σε θεολογική γλώσσα αυτό που ο ποιητής εννόησε ποιητική αδεία και είπε για την Ανάσταση της Ελευθερίας, που αναδύεται, όπως στο θαυμάσιο όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ, «απ΄ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά». Πάντοτε οι Ορθόδοξοι Έλληνες στις εκατοντάδες των χρόνων της αισχρής δουλείας μαζί με το «Χριστός Ανέστη» συμπλήρωναν μυστικά ή φανερά και το «Η Ελλάς Ανέστη» και «Η Β. Ήπειρος Ανέστη» και «Η Κύπρος Ανέστη» και «Η Πόλις Ανέστη»…!!!
Έτσι εξηγείται – και λίγα είπαμε – γιατί ο θεοφόρος Πατήρ ημών άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ (1759-1833) χαιρετούσε εφόρου ζωής τον κάθε άνθρωπο με τον αιώνιο Χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη, χαρά μου»!
Τόσα πολλά είναι και σημαίνει το «Χριστός Ανέστη»!!!
Όποιος θάβει τα δικά του χαρίσματα, ζηλεύει τα χαρίσματα των άλλων.
– Γέροντα, πώς θα βοηθηθεί κάποιος που ζηλεύει να ξεπεράσει τη ζήλεια; – Αν γνωρίσει τα χαρίσματα με τα όποια τον έχει προικίσει ο Θεός και τα αξιοποιήσει, τότε δεν θα ζηλεύει και η ζωή του θα είναι Παράδεισος. Πολλοί δεν βλέπουν τα δικά τους χαρίσματα· βλέπουν μόνον τα χαρίσματα των άλλων και τους πιάνει η ζήλεια. Θεωρούν τον εαυτό τους αδικημένο, μειωμένο, κι έτσι βασανίζονται και κάνουν τη ζωή τους μαύρη. «Γιατί αυτός να έχει αυτά τα χαρίσματα κι εγώ να μην τα έχω;», λένε. Μα εσύ έχεις άλλα χαρίσματα, εκείνος άλλα. Θυμάστε τον Κάιν και τον Άβελ; Δεν έψαξε ο Κάιν να βρει τα δικά του χαρίσματα, αλλά κοιτούσε τα χαρίσματα του Άβελ· οπότε καλλιέργησε τον φθόνο προς τον αδελφό του, μετά τα έβαλε και με τον Θεό και τελικά από τον φθόνο έφθασε στον φόνο. Και μπορεί αυτός να είχε περισσότερα και μεγαλύτερα χαρίσματα από τον Άβελ. – Γέροντα, πώς μπορεί κανείς, όταν βλέπει τα χαρίσματα των άλλων, να μη ζηλεύει, αλλά να χαίρεται; – Αν αξιοποιεί τα δικά του χαρίσματα και δεν τα θάβει, τότε θα χαίρεται με τα χαρίσματα των άλλων. Χρόνια τώρα βλέπω εδώ μια αδελφή τι φωνή έχει, τι ευλάβεια, και όμως δεν πάει να ψάλει. Και επειδή το δικό της χάρισμα το θάβει και δεν ψάλλει, μαραζώνει, όταν ακούει την άλλη που δεν έχει και τόσο καλή φωνή να ψάλλει. Δεν σκέφτεται ότι σ’ αυτήν έδωσε ο Θεός καλύτερη φωνή, αλλά δεν την καλλιεργεί. Γι’ αυτό, λέω, ο καθένας να ψάξει να δει μήπως το χάρισμα που βλέπει στον άλλον και το ζηλεύει το έχει και αυτός, αλλά δεν το καλλιεργεί, ή μήπως ο Θεός του έδωσε άλλο χάρισμα. Γιατί ο Θεός δεν αδικεί κανέναν, στον καθέναν έχει δώσει ένα διαφορετικό χάρισμα που θα τον βοηθήσει στην πνευματική του πρόοδο. Όπως ο ένας άνθρωπος δεν μοιάζει με τον άλλο, έτσι και το χάρισμα του ενός δεν μοιάζει με του άλλου. Προσέξατε καμμιά φορά τα αγριομπίζελα που έχετε εκεί κάτω στον φράχτη; Όλα είναι από μία ρίζα, αλλά έχουν διαφορετικά χρώματα και το ένα είναι πιο όμορφο από το άλλο. Και όμως το ένα δεν ζηλεύει το άλλο… Το καθένα χαίρεται με το χρώμα που έχει. Βλέπετε και τα πουλιά; Το καθένα έχει τη χάρη του, το δικό του κελάηδημα. Ας βρει λοιπόν ο καθένας τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός, ας δοξάζει τον Καλό Θεό, όχι εγωιστικά, φαρισαϊκά, αλλά ταπεινά, αναγνωρίζοντας ότι δεν έχει ανταποκριθεί στις δωρεές του Θεού, και ας τα αξιοποιήσει στο εξής. – Γέροντα, ζηλεύω μερικές αδελφές, γιατί έχουν ορισμένα χαρίσματα που εγώ δεν τα έχω. – Σ’ εσένα ο Θεός έδωσε τόσα χαρίσματα κι εσύ ζηλεύεις τα χαρίσματα των άλλων; Μου θυμίζεις την κόρη ενός ζαχαροπλάστη που είχαμε στην Κόνιτσα. Ο πατέρας της της έδινε κάθε μέρα ένα μικρό κομμάτι ραβανί, για να μην την πειράξει το μεγάλο, και αυτή έβλεπε τα παιδιά στο σχολείο που έτρωγαν μεγάλο κομμάτι μπομπότα [1] και τα ζήλευε. «Τι μεγάλο κομμάτι τρώνε αυτά! έλεγε. Έμενα ο πατέρας μου μικρό μου δίνει». Ζήλευε την μπομπότα που έτρωγαν τα άλλα παιδιά, ενώ αύτη είχε ολόκληρο ζαχαροπλαστείο και έτρωγε ραβανί! Θέλω να πω, κι εσύ δεν εκτιμάς τα μεγάλα χαρίσματα που σου έδωσε ο Θεός, αλλά βλέπεις τα χαρίσματα των άλλων και ζηλεύεις. Ας μην είμαστε αχάριστοι προς τον Καλό Πατέρα μας Θεό, ο Όποιος έχει προικίσει όλα τα πλάσματά Του με χαρίσματα διάφορα, γιατί Αυτός γνωρίζει τι χρειάζεται ο καθένας μας, ώστε να μη βλαφθούμε. Εμείς όμως πολλές φορές κάνουμε σαν τα μικρά παιδιά και παραπονιόμαστε, γιατί δεν έδωσε και σ’ εμάς ο Πατέρας ένα φράγκο ή ένα δίφραγκο [2], όπως έδωσε στα αδέλφια μας, ενώ σ’ εμάς έχει δώσει ολόκληρο εκατοστάρικο. Νομίζουμε ότι αυτό που έδωσε σ’ εμάς δεν είναι τίποτε, γιατί περνάμε το εκατοστάρικο για χαρτί, και μας συγκινεί το φράγκο ή το δίφραγκο που έδωσε στα αδέλφια μας και κλαίμε και αγανακτούμε με τον Καλό Πατέρα μας! Γέροντας Παΐσιος