Να μάθουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας στον άλλον.

 Η ικανότητα κατανόησης είναι μία από τις σημαντικότερες ανθρώπινες δεξιότητες στην οποία και μάς εξασκεί η καθημερινότητα. Αυτή η ικανότητα έχει πολλά πρόσωπα: αυτό τής κατανόησης τού Θεού, αυτό τής κατανόησης τών δρώμενων στον κόσμο, αυτό τής κατανόησης των συνανθρώπων μας, και τέλος αυτό τής κατανόησης τού ίδιου τού εαυτού μας. Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να έχουμε να κάνουμε με κάτι που είναι μια ολότελα φυσική ιδιότητα τού ανθρώπου, εντούτοις η εμφύσηση τής πραγματικής και βαθιάς κατανόησης είναι εξαιρετικά δύσκολο έργο, όπως αποδεικνύει ό,τιδήποτε μάς περιβάλλει στην ζωή. Γιατί είναι τόσο σπάνια η ικανότητα να κατανοούμε; Και πώς μπορούμε να την καλλιεργήσουμε σε μάς;

Η κατανόηση ως ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα

Κατά πάσα πιθανότητα συμβαίνει στον κάθε ιερέα από καιρό σε καιρό να έρχεται αντιμέτωπος με μια εντελώς παράδοξη κατάσταση όπως η ακόλουθη: παρατηρεί πως άνθρωποι που έχουν ζήσει μαζί για πολλά χρόνια και, που θα περίμενε κανείς να έχουν έρθει πιό κοντά ο ένας στον άλλον, δεν καταλαβαίνουν καν ο ένας τον άλλον. Μιλά ταυτόχρονα και με τούς δυό συζύγους, οι οποίοι έχουν έρθει σε αυτόν γιά να κουβεντιάσουν γιά κάποιο πρόβλημα, και συνειδητοποιεί ότι πρέπει να “μεταφράζει” τα λόγια τού ενός συζύγου στον άλλον. Ρωτά την σύζυγο: «Μήπως θέλατε μόνο να πείτε αυτό, κι αυτό, κι αυτό;». Για να απαντήσει η σύζυγος: “Ναι”, και τότε ξαφνικά ο σύζυγός της αντιδρά σαν να ακούει για πρώτη φορά από τον ιερέα αυτό που ήθελε να τού «μεταδώσει» η σύζυγος.

Γιατί συμβαίνει αυτό, σε τι οφείλεται αυτή η αποτυχία επικοινωνίας; Συχνά, κι όσο κι αν ακούγεται παράξενα, λόγω έλλειψης τής πεποίθησης ότι είναι όντως απαραίτητο να καταλαβαίνουμε τούς άλλους. Αλλά αυτή η πεποίθηση είναι το «κλειδί» εδώ, κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι ένα τέτοιο πλάσμα που όταν αντιμετωπίζει την ανάγκη για κάτι, αρχίζει να αναζητά μέσα για να κατακτήσει/αποκτήσει αυτό το κάτι. Το πιο απλό παράδειγμα: όλοι χρειαζόμαστε φαγητό και, σίγουρα, κάθε άνθρωπος θα καταλάβει πώς να φάει την τροφή και πώς/πού μπορεί να την βρεί. Και αν, για παράδειγμα, ένα παιδί πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα μαχαίρι και ένα πιρούνι στο μεσημεριανό γεύμα, βλέποντάς τα για πρώτη φορά στη ζωή του, θα το καταφέρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτή είναι μιά γενικότερη αρχή και ισχύει σε οποιοδήποτε πεδίο: άπαξ κάποιος καταλάβει ότι πραγματικά χρειάζεται κάτι, τότε θα μάθει σχεδόν τα πάντα γι΄αυτό το κάτι.

Γιατί είναι η κατανόηση μιά από αυτές τις ζωτικές ανάγκες; Διότι χωρίς αυτήν, η ζωή μας φτωχαίνει πολύ, περιορίζεται και, γενικά, είναι ασαφής και ακατάληπτη για μας τούς ίδιους – επειδή είμαστε περιτριγυρισμένοι από παντού από ανθρώπους που παραμένουν άγνωστοι σε μάς και είναι επομένως ξένοι σε μάς. Να ζείς σε έναν τέτοιο κόσμο είναι μια πραγματικά οδυνηρή εμπειρία. Αυτό το αισθάνεται ιδιαίτερα αυτός που αρχίζει να κάνει τα πρώτα βήματα προς την κατανόηση τών άλλων: αισθάνεται αμέσως πόσο ευκολότερα και πόσο πιό ευχάριστα γίνονται τα πάντα στην καθημερινή ζωή.

Ένας άλλος λόγος, επίσης προφανής, αλλά όχι τόσο στοιχειώδης, είναι η εμμονή τού ανθρώπου στο ίδιον όφελος και στον εαυτούλη του. Ίσως και να μην αντιτίθεται στο να προσπαθεί να κατανόησει τον άλλον, αλλά δεν θα το κάνει, γιατί σε αυτή την περίπτωση θα έρθει σε επαφή με τη λογική αυτού τού άλλου ατόμου, τα συναισθήματά του, τις επιθυμίες του και θα πρέπει να τα συμπεριλάβει στους υπολογισμους του. Τέτοιες καταστάσεις οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα σε μια εσωτερική σύγκρουση: ποιανού τα συναισθήματα και ανάγκες έχουν μεγαλύτερη σημασία, τού άλλου ή τα δικά μου; Κι ο άνθρωπος που συνηθίζει να βλέπει μόνο τον εαυτό του κι αυτό που είναι δικό του, απλά δεν θέλει να δημιουργήσει προβλήματα γιά τον ίδιο.

Φυσικά, υπάρχει ένα κάποιο όριο σε όλα αυτά: μπορούμε βέβαια να «μπούμε» στη λογική τού άλλου, στις επιθυμίες του, στις σκέψεις του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να «μάς πάρουν από κάτω», να γίνουμε ένα με αυτές, να πείσουμε τούς εαυτούς μας ότι αυτή είναι κι η δική μας λογική, ότι αυτές είναι κι οι δικές μας επιθυμίες. Για παράδειγμα, σε μια εξομολόγηση, συμβαίνει από καιρό σε καιρό να ακούει ο ιερέας πράματα που ξεπερνούν κάθε λογική. Κι όμως, κι αυτό το άτομο πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό, αλλά, από την άλλη, αν δεν αποστασιοποιηθείτε εσωτερικά από αυτό που ακούτε, μπορείτε με το πέρασμα τού χρόνου να καταστρέψετε τον ίδιο τον εαυτό σας. Και δεδομένου ότι σήμερα στον κόσμο μας η ψυχική υγεία είναι, δυστυχώς, μια σπανιότητα, αυτό δεν είναι μόνο ένας κίνδυνος για τούς ποιμένες αλλά είναι ένας κίνδυνος γιά όλους. Και πρέπει αυτόν τον κίνδυνο να τον ελαχιστοποιήσετε στη ζωή σας, αλλά αυτό, επαναλαμβάνω, δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στο να προσπαθείσετε να καταλάβετε τούς άλλους.

Αποδεχτείτε κάποιον που σκέφτεται διαφορετικά

Απο πού να ξεκινήσουμε την παίδευσή μας στην κατανόηση; πρώτα απ’όλα, πρέπει να δεχτούμε ότι η κατανόηση θα ακολουθείται από ενέργειές μας και πολύ συχνά θα απαιτηθούν θυσίες από εμάς. Εάν ένα άτομο παύσει να βλέπει αυτή τη αμοιβαία σχέση εξάρτησης, η αμοιβαία κατανόηση με τους ανθρώπους θα αρχίσει να χειροτερεύει.

Αν νομίζετε ότι υπάρχουν μόνο δύο απόψεις – οι δικές σας και οι λανθασμένες, τότε βρίσκεστε σε ένα κλουβί κλειδωμένο από το δικό σας χέρι

Και το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η παραδοχή από μέρους μας ότι η εμπειρία μας είναι περιορισμένη, όπως και οι ιδέες μας και η ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε. Ακολούθως όταν έρθουμε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι ο άλλος σκέφτεται διαφορετικά και θέλει να ενεργήσει διαφορετικά, θα πρέπει να αποφύγουμε αντιδράσεις όπως το χτίσιμο ενός αδιαπέραστου τοίχους ανάμεσα στους εαυτούς μας και σε αυτόν. Όταν κάποιος πιστεύει ότι υπάρχουν μόνο δύο απόψεις – η δική του και η «λάθος», τότε αυτός βρίσκεται σε κάποιο είδος κλουβιού που είναι κλειδωμένο με το δικό του χέρι και στο οποίο κανένας άλλος δεν μπορεί να εισέλθει όσο και να προσπαθήσει. Και πάνω απ ‘όλα, είναι κρίμα που δεν μπορεί να κοιτάξει τριγύρω του, σε ό,τι τον περιβάλει στην ζωή, και χάνει έτσι την ευκαιρία να αποκομίσει κάτι που θα τον βοηθούσε να αλλάξει προς το καλύτερο.

Πολλοί από εμάς βρίσκονται στη ζωή τους κοντά σε ανθρώπους, η κατανόηση τών οποίων είναι όσο ζωτικός είναι κι ο αέρας που αναπνέουμε, αλλά δεν τα καταφέρνουμε να φτάσουμε στο θεμιτό επίπεδο κατανόησης, και αυτό μετατρέπει την κατ’οίκον ή την επαγγελματική μας ζωή σε ταλαιπωρία. Και ξαφνικά συνειδητοποιείτε ότι αυτό που ξέρετε περί κατανόησης στην θεωρία, είναι πολύ δύσκολο να το εφαρμόσετε στην πράξη. Σε αυτή την περίπτωση, ας θυμηθούμε ένα απλό και σημαντικό πρακτικό πράγμα: να προσπαθήσουμε να δούμε τον εαυτό μας στον άλλον.

Τι σημαίνει αυτό και τι μπορεί να αποφέρει; Το γεγονός είναι ότι πολλοί από εμάς κάνουμε έναν διαχωρισμό στο μυαλό μας: «αυτό είμαι εγώ και αυτό είναι αυτοί». Μπορεί να μην έχουμε συνείδηση αυτού τού διαχωρισμού, αλλά χρησιμοποιούμε άλλα μέτρα και σταθμά γιά μάς, κι άλλα γιά τούς άλλους:

«Αισθάνομαι εγώ ο ίδιος άσχημα» = «Αυτό είναι το τέλος τού κόσμου».

«Αισθάνεται ο άλλος άσχημα» = «Εντάξει, δεν είναι και το τέλος τού κόσμου».

Μπορεί να έχουμε κάποιες πεποιθήσεις, αλλά αυτές ξαφνικά να αρχίσουν να μεταβάλλονται όταν πρόκειται για εμάς τούς ίδιους. Μπορούμε να έχουμε θεσπίσει γιά μάς τούς ίδιους αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς, αλλά να τους παραβιάζουμε και να δικαιολογούμε αυτήν μας την ενέργεια με κάθε τρόπο, προβάλοντας σαν επιχείρημα ότι δεν αποτελεί καν παραβίαση, αλλά απλά εξαίρεση. Όλα αυτά βάζουν μεγάλα εμπόδια στην κατανόηση μεταξύ τών ανθρώπων. Και για να αρχίσουμε να κατανοούμε πραγματικά, πρέπει να δεχτούμε το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται περίπου το ίδιο πράγμα. Ο καθένας μας θέλει να μπορεί να χαλαρώνει, θέλει απλά να αγαπηθεί, όχι για κάποιο λόγο, αλλά απλά να αγαπηθεί, θέλει να νιώθει ότι «έχει κι αυτός μοίρα κάτω από τον ήλιο». Ο καθένας μας έχει επίσης στιγμές με σκαμπανεβάσματα, με αδυναμίες και με αμφιβολίες. Μπορεί να μην αισθανόμαστε τον πόνο τού άλλου, όταν ειμαστε εμείς οι ίδιοι αυτοί που τον προκάλεσαν, αλλά αν προς στιγμήν, φανταστούμε ότι οι άλλοι μάς προκαλούν τον ίδιο πόνο, τότε όλα γίνονται πιό ξεκάθαρα. Φυσικά, διαφέρουμε σε κάποια πράματα, αλλά κατά κύριο λόγο, κατά βάθος, μοιάζουμε πολύ, και αυτή η ομοιότητα είναι αρκετή για να καταλάβει ο καθένας από μάς πώς να προσφέρει στην άλλη πλευρά ζεστασιά και φροντίδα.

Για να μπορέσουμε να αφουγκραστούμε αυτό που μας λένε οι άλλοι, πρέπει να μάθουμε απλά να τούς ακούμε

Υπάρχει ένα άλλο πρακτικό σημείο που είναι τόσο απλό και γνωστό ώστε συχνά να μην τού δίνουμε την δέουσα προσοχή. Για να μπορούμε να αφουγκραστούμε τι λένε οι άλλοι, πρέπει να ξεκινήσουμε με το να μάθουμε ακούμε. Μπορούμε, χωρίς να διακόψουμε, χωρίς να διαφωνήσουμε αμέσως, να δώσουμε την ευκαιρία στον άλλον να μάς πει αυτό που θέλει να μάς μεταδώσει; Αυτό θα πρέπει απαραίτητα να μάς γίνει μια καλή συνήθεια. Και πρέπει πάντα να ακούμε με προσοχή. Μπορούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας σε μια συνομιλία: σ΄αυτό το σημείο είπε ο άλλος κάτι. Μπορώ να επαναλάβω αυτό που είπε; Συχνά αποδεικνύεται ότι δεν μπορούμε, επειδή οι σκέψεις μας εκείνη την στιγμή ήταν ίσως κάπου αλλού.

Γιατί λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (κατά Ματθαίον 13:9); Επειδή, ένα άτομο μπορεί να ακούει και να μην αφουγκράζεται, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει καμία δικαιολογία – αν ήθελε να αφουγκραστεί, θα το έκανε. Την ώρα τού λιθοβολισμού τού αρχιδιάκονος Στεφάνου, τα θυελλώδη λόγια τού οποίου ήταν λόγια ελεγκτή και κατήγορου, πολλοί απο τον όχλο σφράγιζαν τα αυτιά τους για να μην ακούνε τι λέει. Θεωρούσαν ότι έτσι είχαν κάποια δικαιολογία, αλλά, πάλι, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία.

Και πρέπει να αποκτηθεί μία ακόμα ικανότητα για την κατανόηση τών άλλων – αυτή είναι η δυνατότητα μας να ξεχνούμε τον εαυτό μας. Κάτι συχνά μάς πληγώνει σε μια συνομιλία – κάποια λεπτομέρεια θίγει την υπερηφάνειά μας, τον εγωϊσμό μας, μερικές συγκεκριμένες λέξεις προκαλούν την δυσφορία μας. Και τη στιγμή που κάποιο από τα προαναφερθέντα συμβεί, αφήνουμε τον συνομιλητή μας στην άκρη γιά να ασχοληθούμε με την υπερηφάνεια μας και την δυσφορία μας. Αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το κάνουμε κι αντ΄αυτού πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στον συνομιλητή μας.

Πρώτα απ ‘όλα, δεν χρειάζεται στην συνομιλία μας με έναν άλλο να έχουμε σαν κύριο στόχο το να αγωνιστούμε για την αλήθεια μας

Δεν είναι απαραίτητο, πρώτα απ ‘όλα, σε μια συζήτησή μας με κάποιον άλλον να έχουμε σαν κύριο στόχο το να αγωνιστούμε για την δική μας αλήθεια. Αν όντως επιλέξουμε αυτήν την στρατηγική, τότε στην καλύτερη περίπτωση, θα μείνουμε μόνοι με την αλήθεια μας, που σημαίνει ταυτόχρονα ότι μπορούμε να μείνουμε μόνοι με τα δικά μας λάθη και παρανοήσεις, αν σε κάτι κάνουμε λάθος. Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι μια από εκείνες τις στιγμές όπου ένας πιστός μπορεί να μιμηθεί τον Χριστό. Ο Κύριος δεν εισβάλλει στη ζωή μας, δεν ασκεί καμία βία εναντίον μας. Επιτρέπει να εμμένουμε στις απόψεις μας , την στιγμή που ο ίδιος διαλέγει να παίζει τον ρόλο τού ταξιδιώτη που χτυπά στην πόρτα τής ανθρώπινης καρδιάς.

Περί «διεύρυνσης» τής καρδιάς μας

Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδιαφέρον στον κόσμο από τον άνθρωπο. Και αν ζούμε τη ζωή μας χωρίς να ενδιαφερόμαστε για τούς άλλους, είναι δύσκολο να πούμε τι ζωή είναι αυτή που ζούμε. Πολύ κρίμα κάποιος να ζεί με αυτόν τον τρόπο. Σκεφτείτε μόνο ότι, αν και ο εσωτερικός μας κόσμος μπορεί να είναι κυριολεκτικά τεράστιος, κοσμικός και να χωράει άλλους ανθρώπους, κι όμως αυτός ο κόσμος μπορεί να γίνει κάτι επίπεδο και τόσο περιορισμένο που ακόμη και για τον εαυτό μας θα είναι στενόχωρος. Και αυτό μπορεί να το δεί κανείς και με ένα άλλο παράδειγμα: ένα άτομο που δεν μπορεί να «φιλοξενήσει» μέσα του άλλους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το ποιός είναι αυτός, ανεξάρτητα από το πόσο ευφάνταστος είναι, ή με τι ασχολείται, αυτός ο άνθρωπος θα έχει πολλά προβλήματα με τον ίδιο τον εαυτό του.

Παραδείγματα αδυναμίας κατανόησης μάς παρέχει ακόμη και το Ευαγγέλιο. Βλέπουμε, γιά παράδειγμα, ανθρώπους που γίνονται μάρτυρες τών θαυμάτων τού Χριστού – και τον απορρίπτουν επειδή δεν καταλαβαίνουν πώς μπορεί κανείς να θεραπεύει μέρα Σάββατο, μέρα δηλαδή που δεν πρέπει να κάνεις τίποτε γενικά. Και όταν ακούνε ότι Αυτός που έχουν μπροστά τους είναι ο Κύριος τού Σαββάτου, και ότι δεν είναι ο άνθρωπος για το Σάββατο, αλλά το Σάββατο για τον άνθρωπο, ειλικρινά, μισούν ολόψυχα τον ομιλητή, γιατί αυτό που τούς ειπώθηκε δεν είναι συμβιβαστό με τις ιδέες τους.

Και ταυτόχρονα, βλέπουμε ότι οι απόστολοι μερικές φορές ακούν από τον Χριστό αυτό που δεν μπορούσαν καν να φανταστούν: για παράδειγμα, ότι με μεγαλύτερη άνεση μπορεί να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιάς βελόνας παρά ένας πλούσιος άνθρωπος να εισέλθει στη Βασιλεία τών Ουρανών. Αυτά τα λόγια τού Χριστού φέρνουν τα πάνω κάτω στην συνείδηση τών μαθητών, οι οποίοι ζούσαν μέχρι τούδε με την πεποίθηση ότι η ανθρώπινη ευημερία είναι απόδειξη τής ανθρώπινης ευσέβειας. Ξαφνικά, συνειδητοποιούν ότι αυτό για το οποίο θεωρούσαν φυσιολογικό να αγωνίζονται, μπορεί να αποδειχθεί τελικά εμπόδιο στο δρόμο τους προς τη Βασιλεία των Ουρανών, και αυτό τούς συγκλονίζει τόσο που σπεύδουν να συμπεράνουν ότι τότε κανείς δεν μπορεί να σωθεί.

Αλλά ταυτόχρονα, βλέπουμε ότι όλα αυτά δεν τούς δημιουργούν την επιθυμία να αποστασιοποιηθούν από τον Δάσκαλό τους, να ειρωνευτούν τα λόγια Του ή να προσποιηθούν ότι δεν κατάλαβαν. Και μετά από λίγο καιρό βλέπουμε τους ίδιους μαθητές να έχουν γίνει άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές απόψεις και με διαφορετική συνείδηση. Εδώ μπορούμε να υπενθυμίσουμε τα λόγια τού αποστόλου Παύλου ότι «Εις τους ασθενείς κατά την πίστιν και την αρετήν Χριστιανούς έγινα κι’ εγώ σαν ασθενής, δια να κερδήσω εις Χριστόν τους ασθενείς» (Α Κοριν. 9: 22). Αυτή είναι η κατανόηση που πρέπει να επιδιώκει ένας χριστιανός – και που προέρχεται από την «διεύρυνση» τής καρδιάς μας στο σημείο που να μπορεί να φιλοξενεί όλους και τουλάχιστον να βοηθήσουμε μερικούς να έρθουν στον Χριστό.

Κι αν η καρδιά μας δεν μπορεί να χωρέσει ανθρώπους, καθένας από τους οποίους είναι τοσοδούλης, πώς μπορεί να χωρέσει έναν ολόκληρο Θεό που όρια δεν γνωρίζει;

Μου αρέσουν πολύ, και πολύ συχνά αναφέρομαι σε αυτά στις συνομιλίες μου, τα λόγια τού αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού τής Σιμωνόπετρας που μού έκαναν μεγάλη εντύπωση. ¨Ελεγε λοιπόν ότι αν η ανθρώπινη καρδιά δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της ανθρώπους, καθένας από τους οποίους είναι τόσο μικρός και σε μεγάλο βαθμό περιορισμένος, δεν θα είναι τότε καν σε θέση να φιλοξενήσει έναν Θεό που όρια δεν γνωρίζει. Και αντίστροφα, εάν υπάρχει διάλογος με τους ανθρώπους στη ζωή μας, αν τους ακούμε και τούς κατανοούμε, αν δεν τους υποτιμούμε, τότε θα καταφέρουμε σιγά σιγά να αντιληφθούμε και να αφομιώσουμε αυτό που μάς δίνει ο Κύριος και να ανταποκριθούμε και στο ότι, πρώτα απ ‘όλα, θέλει να μάς προσφέρει τον ίδιο τον Εαυτό του.

Ο γέροντας άγιος Παϊσιος έλεγε ότι ένα άτομο μπορεί με τους επίγειους του πόρους να χαράξει έναν τεράστιο αριθμό μηδενικών στη ζωή του, αλλά αυτά θα παραμείνουν μηδενικά αν ο Κύριος δεν προσθέσει μπροστά από την σειρά των μηδενικών την μονάδα – τότε μόνο κάθε ένα από αυτά τα μηδενικά θα αποκτήσει αξία και ως εκ τούτου θα καταλήξουμε με ένα μεγάλο αριθμό. Όταν δεν θέλουμε να καταλάβουμε τούς άλλους ανθρώπους, τότε δεν μαθαίνουμε να καταλαβαίνουμε και τον Θεό, παραμένουμε όχι μόνο στην μοναξιά μας, αλλά και μέσα σε μια σειρά ατελείωτων μηδενικών. Και ο δρόμος να μετατρέψουμε αυτά τα μηδενικά σε έναν ορισμένο αριθμό, έγκειται σαφώς στην υπέρβαση αυτής τής μη κατανόησης μας.

Ηγούμενος Νεκτάριος (Μορόζοφ)

Μετάφραση για το gr.pravoslavie.ru: Γρηγόριος Μάμαλης

theomitoros

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς;

Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου. Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του». Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια. Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων. Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι’ αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

διαβάστε περισσότερα »

Τι σημαίνει η Ίνδικτος – Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους.

  Η Ίνδικτος προέρχεται από τη λατινική λέξη indictio η οποία σημαίνει ορισμός. Ο όρος προήλθε από τη συνήθεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να ορίζουν διά θεσπίσματος για διάστημα δεκαπέντε ετών το ποσό του ετήσιου φόρου που εισέπρατταν αυτή την εποχή για τη συντήρηση του στρατού. Κατ’ επέκταση καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτίωνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη υπεύθυνη του ερευνητικού Εργαστηρίου Παλαιογραφίας και Αρχείου Μικροταινιών του Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης: «Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους». Τι σημαίνει αρχή Ινδίκτου Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε να εορτάζουν οι χριστιανοί την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά του προς την κτίση. Είναι αυτό που ήδη έκαναν οι Ιουδαίοι σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου· την πρώτη δηλαδή ημέρα του εβδόμου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποίαν εσχόλαζαν από κάθε εργασία, για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων «εις οσμήν ευωδίας Κυρίω» (Λευϊτ. 23,18). Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δημιουργός του χρόνου και του σύμπαντος, ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων, ο οποίος εσαρκώθη, για να αποκαταλλάξη τα πάντα εις Εαυτόν και να συναγάγη Ιουδαίους και εθνικούς εις μίαν Εκκλησίαν, ήθελε να ανακεφαλαιώση εν Εαυτώ τον αισθητό κόσμο και τον γραπτό Νόμο. Έτσι, αυτήν την ημέρα που η φύσις ετοιμάζεται να διατρέξη ένα νέο κύκλο εποχών, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαϊου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν (= έτος) Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18). Όλες οι Εκκλησίες, συναθροισμένες «επί το αυτό», αναπέμπουν σήμερα δοξολογία προς τον ένα τρισυπόστατο Θεό, ο οποίος διαμένει στην αιώνια μακαριότητα, διακρατεί τα πάντα εν τη ζωή και στέλνει άφθονες τις ευλογίες του κάθε εποχή στα κτίσματά του. Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμε, για να γίνωμε μέτοχοι της αιωνιότητός του. (Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Μακαρίου ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος) Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους; Τα περισσότερα ημερολόγια στην περιοχή της Ανατολής είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή, όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου ήταν τα γενέθλια του Αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού, η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 του ίδιου μήνα, ημέρα η οποία καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, της περιόδου, δηλαδή, του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια. Έτσι, Ίνδικτος κατέληξε να σημαίνει αργότερα το έτος και αρχή της Ινδίκτου η πρωτοχρονιά. Αυτή την πρωτοχρονιά βρήκε η Εκκλησία και της προσέδωσε χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σε αυτή την εορτή της σύλληψης του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής ιστορίας. Το 462 μ.Χ. για πρακτικούς λόγους αλλά και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μήνα, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην ορθόδοξη ανατολή κατά τα νεότερα χρόνια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι λίγα χρόνια πριν, η Εκκλησία όρισε την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στο φυσικό περιβάλλον. Η Ίνδικτος κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι). Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν

διαβάστε περισσότερα »

Ράσα και Ιερά άμφια.

Το ράσο, η ιδιαίτερη αυτή ενδυμασία των ορθοδόξων κληρικών, έχει την ιστορία του, μια ιστορία ζυμωμένη με δάκρυα και πόνο, μια ιστορία μακραίωνη. Το ράσο δεν αποτελεί δόγμα της πίστης μας. Η Εκκλησία μας στις μέρες της δοκιμασίας που ζούμε δεν έχει ανάγκη από εξωτερικές μεταρρυθμίσεις, αλλά από εσωτερικές αλλαγές. Έχει ανάγκη από αγίους και εμπνευσμένους κληρικούς, που θα φορέσουν και θα τιμήσουν το ράσο και θα το κάνουν λάβαρο των πιο ωραίων αγώνων για τη θρησκευτική, ηθική και εθνική αναγέννηση του Γένους μας. Δε φταίει το ράσο για τυχόν αστοχίες και σκάνδαλα των σημερινών κληρικών. Αυτά, ακόμα και αν αυτό καταργηθεί, δεν θα εκλείψουν. Η ενδυμασία αυτή από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, χρησιμεύει για να γίνεται διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Το ράσο αποτελεί ειδική περιβολή, η οποία συντελεί στη διατήρηση σεβασμού προς τους ιερείς. Σε καιρό διωγμών, (όπως ήταν οι διωγμοί των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού), οι κληρικοί δε φορούσαν ιδιαίτερη ενδυμασία, καθώς διέτρεχαν τον κίνδυνο να συλληφθούν και να θανατωθούν. Κανένας ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να τους διακρίνει από την εξωτερική τους περιβολή. Οι κληρικοί των πρώτων αιώνων ξεχώριζαν από το βίο τους. Το ράσο, όπως προαναφέραμε, ξεχωρίζει τον ιερέα από τους λαϊκούς. Προφυλάσσει τον ιερέα από δημόσιες εκτροπές. Για αυτό οι ιερείς που θέλουν να ζουν κοσμική ζωή και να απολαμβάνουν και αυτοί τις κοσμικές ηδονές, είναι συνήγοροι της κατάργησης του ράσου, του ράσου που δόξασαν αναρίθμητοι ευσεβείς κληρικοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και στους δικούς μας χρόνους σε μη Χριστιανικά κράτη απαγορεύουν την εμφάνιση των κληρικών με την ιδιαίτερη ενδυμασία τους και έτσι οι κληρικοί δε φορούν ράσο. Στην Τουρκία, όπου ο Χριστιανισμός είναι στο περιθώριο, (ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922), απαγορεύθηκε το ράσο, με εξαίρεση τους κληρικούς του Πατριαρχείου και τον Πατριάρχη, στον οποίο επετράπη να φοράει ράσο, όταν βγαίνει έξω από το Πατριαρχείο. Με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι φανέρωναν την άρνησή τους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά πως ο κλήρος ήταν εκείνος που διατήρησε 400 χρόνια και δεν άφησε να πεθάνει η εθνική συνείδηση όχι μονάχα της Ελλάδας, αλλά και των υπολοίπων βαλκανικών λαών. Επίσης στην Αμερική, στην Αυστραλία, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου δε θέλουν τους ρασοφόρους και οι ιερείς συχνά γίνονται αποδέκτες ύβρεων. Ο ιερέας, ο ευλαβής ιερέας όταν πρόκειται να πάει στο ναό για να τελέσει μια ιεροτελεστία, πρέπει να προετοιμάσει τον εαυτό του ψυχολογικά. Πρέπει να αφήσει έξω από το ναό ό,τι ανθρώπινο και κοσμικό, να ξεχάσει τον εαυτό του και τα πάθη του και να θυμηθεί τίνος εκπρόσωπος είναι. Ο ιερέας όταν λειτουργεί πρέπει να είναι και να φαίνεται σαν άγγελος. Κι όπως οι άγγελοι στον ουρανό στέκονται με φόβο και με τρόμο μπροστά στο θρόνο του Θεού, έτσι πρέπει και οι ιερείς να στέκονται μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Αν όλοι οι ιερείς είχαν αυτό τον άγιο φόβο και λειτουργούσαν με ιερή κατάνυξη, όλος ο κόσμος θα άλλαζε. Αυτοί που διαθέτουν καλή προαίρεση αισθάνονται πως κάτι μεγάλο και υψηλό τελείται την ώρα που ο Ιερέας λειτουργεί. Αλλά ο ορθόδοξος ιερέας δε διακρίνεται μόνο από το ράσο. Διακρίνεται και από τα άμφια. Τα άμφια είναι η επίσημη στολή που φοράει ο ιερέας όταν λειτουργεί. Τα άμφια έχουν τη δική τους γλώσσα. Συνοδεύονται από ρητά της Αγίας Γραφής και φωνάζουν στον ιερέα: «Πρόσεξε, απομάκρυνε από πάνω σου καθετί αμαρτωλό και κοσμικό, που είναι σαν ρούχο παλιό και ακάθαρτο. Ντύσου την αρετή, την αγιότητα, που είναι λαμπρή στολή της ψυχής. Ντύσου το Χριστό, κι έτσι φωτεινός και λαμπρός προχώρα στην τέλεση των ιερών μυστηρίων». Πολλά και διάφορα είναι τα άμφια που φορούν οι κληρικοί όταν λειτουργούν. Από τα άμφιά τους, διακρίνονται οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης. Αναφέρουμε εδώ τα κυριότερα. Ο διάκονος διακρίνεται από το άμφιο που λέγεται οράριο. Είναι μια πλατειά ταινία, που από το ένα άκρο της κρέμεται από τον αριστερό ωμό προς τα πίσω, το δε άλλο άκρο της το κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν εκφωνεί τις δεήσεις. Στην παλιά εποχή πάνω στο οράριο ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ». Το οράριο σημαίνει, πως ο διάκονος μιμούμενος τους αγγέλους πρέπει να προσεύχεται συνεχώς. Το οράριο θυμίζει το ρητό του αποστόλου Παύλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Άλλο άμφιο του διακόνου είναι τα επιμάνικα. Όπως αναφέρουν οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, τα επιμάνικα, που φορούν και οι διάκονοι και οι ιερείς και οι αρχιερείς σημαίνουν τα δεσμά με τα οποία έδεσαν το Χριστό. Ο κληρικός πρέπει να είναι έτοιμος, χάρη του Ευαγγελίου, να υποστεί το διωγμό, τη φυλακή και το μαρτύριο. Ο ιερέας διακρίνεται από τα εξής άμφια: Το επιτραχήλιο: Το πετραχήλι είναι το πιο σπουδαίο άμφιο του ιερέα. Χωρίς πετραχήλι καμιά ιεροτελεστία δεν μπορεί να κάνει ο ιερέας. Σημαίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πλούσια σαν ποτάμι τρέχει και ποτίζει τις ψυχές δια μέσου των ιερών μυστηρίων. Το πετραχήλι έχει στο κάτω άκρο τα λεγόμενα κρόσια. Σημαίνουν τις ψυχές που ο Θεός έχει εμπιστευτεί στον κάθε ιερέα. Ενώ ο λαϊκός θα δώσει λόγο για την ψυχή του, ο ιερέας θα δώσει λόγο και για τις ψυχές που ανήκουν στην ενορία του. Ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιερεμία λέει: «Θα ζητήσω το αίμα των ανθρώπων εκείνων που εξαιτίας των ιερέων έχουν χαθεί». Άλλο άμφιο του ιερέα είναι η ζώνη. Η ζώνη δεν είναι μόνο για να συγκρατεί την ενδυμασία, αλλά και για να θυμίζει στον ιερέα πως πρέπει να συγκρατεί τις κακές επιθυμίες και να κυριαρχεί στα πάθη του. Ευπρεπής, εύζωνος και ταχύς στην οδό του Κυρίου. Άλλο άμφιο του ιερέα είναι το φελόνιο, το φελόνι, που φοριέται από το λαιμό και θυμίζει την κόκκινη χλαμύδα που έντυσαν τον Ιησού οι στρατιώτες στο πραιτόριο του Πιλάτου για να τον εμπαίξουν. Έτσι και ο ιερέας που βαδίζει στα ίχνη του Χριστού θα εμπαιχθεί από ανθρώπους που αντιστρατεύονται το Χριστό μας. Ο αρχιερέας διακρίνεται από τα εξής άμφια: Ωμοφόριο. Είναι μια πλατειά ταινία, που ρίχνεται πάνω στους ώμους και τα άκρα της καταλήγουν μπροστά στο στήθος και θυμίζει την παραβολή του απολωλότος προβάτου. Άλλο άμφιο του αρχιερέα είναι ο σάκκος. Αντιστοιχεί προς το φελόνι του ιερέως, σημαίνει την κόκκινη χλαμύδα, έχει δε

διαβάστε περισσότερα »

Έχει ευθύνη η Εκκλησία για το κατάντημα της κοινωνίας;

  Μας ρωτήσατε το εξής: Είμαστε μια χώρα όπου το 90% είναι ορθόδοξοι, δεν είναι μια αποτυχία της εκκλησίας το γεγονός ότι έχει ευθύνες για μια τόσο εγωιστική κοινωνία όπως είναι η ελληνική; 1)Η ερώτησή σας από την αρχή είναι διατυπωμένη λάθος. Λέτε «εκκλησία». Τι είναι εκκλησία για εσάς; Δεν είναι κλήρος και λαός μαζί; Μάλλον με τον όρο «εκκλησία» εννοείται μόνο την διοικούσα εκκλησία, δηλαδή τους αρχιερείς και τους ιερείς και όχι τον λαό. Αυτό είναι λάθος. Ας πάρουμε όμως ως εκκλησία – σύμφωνα με το σκεπτικό σας- μόνο τον κλήρο. Τότε θα λέγαμε ότι σίγουρα υπάρχει κάποιο μέρος ευθύνης και σ’ αυτούς. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι ο κλήρος δεν ήρθε ουρανοκατέβατος, αλλά πηγάζει μέσα από τον πιστό λαό. Ως άνθρωποι λοιπόν οι κληρικοί ίσως κάνουν λάθη. Όμως σίγουρα δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις ότι ευθύνονται για το κατάντημα της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να μιλούμε με γενικότητες, δεν μπορούμε να κατηγορούμε το σύνολο του κλήρου για κάποια λάθη που έχουν γίνει από ένα μέρος του κλήρου. Όπως έλεγε ένας γέροντας, θέλετε καλούς ιερείς, κάντε τα παιδιά σας. Κατηγορούμε τους ιερείς ότι δεν είναι καλοί, ότι τα χωριά μας σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν ιερέα. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Η διοικούσα εκκλησία; Φυσικά όχι. Την ευθύνη έχει ο λαός, την ευθύνη έχουν οι γονείς που θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν οτιδήποτε άλλο, αλλά όχι ιερείς. Τί υποκρισία; Να κατηγορείς τον εκάστοτε αρχιερέα ότι δεν έστειλε ιερέα στο χωριό τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα (λες και το κάνει επίτηδες) και από τη άλλη ολόκληρο το χωριό εδώ και δεκαετίες να μην έχει ούτε έναν άνθρωπο που να θέλει να διακονήσει ως ιερέας στο χωριό του. Να περνούν οι γενιές των ανθρώπων και ούτε ένας!…ούτε ένας να μην θέλει να γίνει ιερέας. Ενώ από την άλλη όλοι να κατηγορούν την διοικούσα εκκλησία για αδιαφορία. Ποιος είναι τελικά ο αδιάφορος; 2)Έχει μέρος ευθύνης ο κλήρος για την τόσο εγωιστική κοινωνία; Έχει. Όπως έχει ευθύνη ένας δάσκαλος για την αποτυχία του μαθητή του. Όμως τελικά, ποιος ευθύνεται πιο πολύ; Ο δάσκαλος ή ο μαθητής; Μάλλον ο μαθητής για την αδιαφορία του. Μπορεί ο δάσκαλος να έκανε κάποια λάθη, όμως δεν ευθύνεται για την αποτυχία του μαθητή. Εάν υπήρχε ενδιαφέρον από το μαθητή θα άλλαζε διδάσκαλο, θα πήγαινε σε κάποιον άλλο που θα του μετέδιδε καλύτερα τις γνώσεις που επιζητούσε. 3) Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση μιλούμε για μια πνευματική αποτυχία. Ειδικά σε πνευματικά θέματα την ευθύνη τη φέρει κυρίως -αν όχι εξολοκλήρου- ο ίδιος ο άνθρωπος. Σίγουρα παίζουν ρόλο και οι δίπλα του αλλά την ευθύνη των πράξεων, των λόγων, της στάσης ζωής του την επιλέγει ελεύθερα ο ίδιος ο άνθρωπος. Με το σκεπτικό σας θα έπρεπε να κατηγορήσουμε και τον Θεό ότι απέτυχε για την παρακοή των πρωτοπλάστων, το Θείο Βρέφος για την σφαγή των νηπίων από τον μανιώδη Ηρώδη. Θα έπρεπε να κατηγορήσουμε τον Χριστό για τον Ιούδα και τους σταυρωτάς Του, τους Αποστόλους για τους διώκτες τους, τους Μάρτυρες για τους δημίους τους, τους Θεοφόρους Πατέρες για τους αιρεσιάρχες που πλάνεψαν και πλανούν εκατομμύρια ανθρώπων. Όμως κάτι τέτοιο θα είναι αναληθές. 4)Η πνευματική αναγέννηση και πρόοδος στηρίζεται στην ελευθερία, στηρίζεται στο αυτεξούσιο. Είναι πολύ βολικό να βρίσκουμε κουσούρια στους άλλους ώστε να δικαιολογούμε την δική μας ανεπάρκεια. Είναι εύκολο να λέμε «με έκοψε ο καθηγητής» από το να λέμε «κόπηκα γιατί δεν διάβασα». Από την άλλη μεριά λέμε «πέρασα το μάθημα» και όχι «με πέρασε ο καθηγητής». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το πρόβλημά μας είναι πολύ μεγάλο. Για όλα τα κακά κατηγορούμε τον Θεό, την Εκκλησία Του, τους ιερείς, τους πολιτικούς, τους άλλους…βάζουμε ταμπέλες σε όλους και όλα, και το κυριότερο βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω. 5) Η πραγματική αποτυχία είναι να αντιμετωπίζεις την αποτυχία του συνόλου ως ευκαιρία για κατάκριση των άλλων και όχι ως αφορμή για αυτοκριτική. Αποτυχία είναι να σηκώνεις τα χέρια σου και να μουτζώνεις, να βρίζεις, να γιουχάρεις τους άλλους χωρίς να σκέφτεσαι τα δικά σου λάθη και σφάλματα. Αποτυχία είναι να θέλουμε να βρούμε παντού και πάντοτε κάποιον Ηρώδη για να κατηγορήσουμε αφήνοντας τον Ηρώδη που κρύβουμε μέσα μας να μεγαλουργεί… Αποτυχία είναι να θεωρούμε Εκκλησία μόνο τους ιερείς και όχι τον εαυτό μου, τον δίπλα μου, την οικογένειά μου… Όταν η μετάνοια και η ταπείνωση έρθει στην ζωή μας, τότε και μόνο τότε θα αντιληφθούμε το κακό που έχουμε προκαλέσει εμείς οι ίδιοι στην κοινωνία παύοντας να κατηγορούμε τους άλλους. Διότι τελικά οι άλλοι είμαστε εμείς κι ας μην θέλουμε να το παραδεχτούμε… αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο