Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Ο Θεός επιθυμεί να επισκεφθεί τη βαθειά καρδιά του ανθρώπου με τη ζωηφόρο, νοερή και θεία αίσθηση της παρουσίας Του. Όταν ο άνθρωπος αποκτήσει συναίσθηση του θησαυρού αυτού στην καρδιά του, τον επισκιάζει ο φόβος του Θεού… Όπως κατά την ημέρα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά• όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του…Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Ο Κύριος επετέλεσε μία παγκόσμια νίκη κατά του εχθρού και κατά του θανάτου – αυτούς τους δύο εχθρούς της ανθρωπότητας. Επετέλεσε αυτήν την νίκη με έναν παράδοξο τρόπο: οι επιθέσεις (προσβολές) και η οργή του εχθρού, όπως λέει ο Προφήτης Ησαΐας, συνέτριψαν τον Κύριο. Εάν ήταν δυνατόν, ο εχθρός θα συνέτριβε ακόμη και τα οστά του. Για χάρη μας ο Κύριος έγινε όλος μιά πληγή, από την κορυφή ως τα άκρα των ποδών Του, έτσι που να μην υπάρχει τόπος για να μπει επίδεσμος πάνω Του, λέει ο Ησαΐας ( Βλ. Ησαΐα 1, 6). Διέκρινε ο Προφήτης με έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο το τραγικό γεγονός της θυσίας του Θεού για την σωτηρία μας. Όλη η σκαιότητα του κακού που είχε συσσωρευθεί από την αρχή της πτώσεως του εωσφόρου μέχρι την πτώση του ανθρώπου, έπεσε πάνω στον Κύριο. Και ο Κύριος έσκυψε κάτω από αυτό το κύμα χωρίς να αντισταθεί. Τα αποδέχτηκε όλα γιά χάρη μας, επειδή «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν» (Ιω. γ’ 16). Αναδύθηκε πίσω από αυτό το κύμα, εγηγερμένος εκ νεκρών, και βασιλεύει εις τους αιώνας. Έτσι και εμείς, όταν ένας πειρασμός ξεσηκώνεται εναντίον μας, είτε από έναν αδελφό, είτε από μία ασθένεια ή από κάτι άλλο, και εμείς ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας στερεώνοντας το βλέμμα μας σε Εκείνον που πορεύθηκε αυτήν την οδό πριν από εμάς και μπορεί να μας ελεήσει, και πηγαίνουμε κάτω από το κύμα, τότε θα αναδυθούμε αβλαβείς από την άλλη πλευρά του κύματος, δηλαδή θα γίνουμε μέτοχοι της νίκης του Κυρίου. Αληθινά μεγάλος, λοιπόν, δεν είναι εκείνος που δείχνει την δύναμή του, βάζει τον «αντίπαλό» του στη θέση του και αφήνει τον εγωϊσμό του να κυριαρχεί. Αυτό δεν είναι νίκη γιατί το κακό γίνεται διπλό, τριπλό και πολλαπλασιάζεται. Η αληθινή νίκη είναι να μπορούμε να σκύψουμε κάτω και να αναδυθούμε από πίσω, μέτοχοι της νίκης του Χριστού. Η ταπείνωση είναι η νίκη. Ερώτηση: Πάτερ, σε περίπτωση ασθένειας πώς πηγαίνει κάποιος κάτω από το κύμα; Απάντηση: Με το να λέμε στον Κύριο: «Κύριε, γνωρίζω πώς είσαι αγαθός και η πηγή κάθε αγαθού και αν Εσύ επέτρεψες να με βρει αυτή η ασθένεια, αυτό σημαίνει πώς είναι για το καλό μου. Αλλά όμως, επειδή είμαι τυφλός, βοήθησέ με να δω πώς θα βρω αυτό που είναι καλό για εμένα βοήθησέ με να μάθω ταπείνωση, ώστε να αποκτήσω την χάρη Σου, και η δική Σου χάρη θα σκεπάσει την ασθένειά μου και ακόμη θα αναπληρώσει τα υστερήματά μου». Πολλές φορές, εάν ταπεινωθούμε, μπορεί να μην γίνουμε καλά, αλλά όμως η παρηγοριά που θα λάβουμε θα μας ανεβάσει πάνω από την ασθένειά μας, και αυτή είναι η αληθινή νίκη. Ο μέγας προφήτης Ησαΐας επισημαίνει ότι ο πόνος προηγείται της ελεύσεως του Πνεύματος της σωτηρίας· ότι το Πνεύμα συλλαμβάνεται πρώτα μέσα στο φόβο και στην οδύνη της καρδιάς (Ησ. 13,8). Η αλήθεια είναι ότι μας χρειάζεται συντριβή, μας χρειάζεται φόβος, έχουμε ανάγκη από πόνο. Όλα αυτά μας προετοιμάζουν για τη νέα ζωή, ωσότου μια έκρηξη, μια βαθειά τομή διανοίξει την καρδιά. Τότε πραγματοποιείται νέα γέννηση, και ο άνθρωπος, που μεταρσιώνεται πνευματικά, παραδίδεται στα χέρια του ζώντος Θεού. Όπως ισχυριζόταν ο Γέροντας Σωφρόνιος, αν εγκαρτερήσουμε στον πόνο και τη συντριβή, η καρδιά μας θα μεταμορφωθεί κάποια ημέρα σε φωτεινό κέντρο πνευματικής ευαισθησίας. Μόνον όταν ενεργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγουμε χώρο για την Χάρη του Θεού να εργαστεί μέσα μας. Αρχιμανδρίτου π. Ζαχαρία Ζαχάρου
![](https://i0.wp.com/agiafotini.gr/wp-content/uploads/2024/07/cyprus9-3.webp?fit=300%2C243&ssl=1)
Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις.
Είπα σε κάποιους γιατρούς, που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά η στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί, χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει. Αλλά προηγείται ο «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε και αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα; Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν, λοιπόν, μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα. -του έλεγε ο Εβραίος- Θα σου το δώσω πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο. Σου λέει: «Τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…». Έδωσε λοιπόν τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο. Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί, έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά, γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Άλλα τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο! Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Άλλα για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από εδώ, σε τραβάει από εκεί, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.