Ποιός εἶναι ὁ πραγματικός Ἄσωτος;

 

Ποιός εἶναι ὁ πραγματικός Ἄσωτος;

Η σημερινή Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη στον άσωτο υἱό. Καί ἐάν ἐρωτήσωμε, ποιός εἶναι ὁ ἄσωτος υἱός, θα εἰσπράξωμε τήν ἀπάντησιν ὅτι εἶναι αὐτός πού απήτησεν ἀπό τόν πατέρα του το μερίδιο της περιουσίας του και, αφοῦ ἔφαγεν ὅ,τι ἐδικαιοῦτο, με τους φίλους του και τις κακές γυναῖκες, ἐπέστρεψε μετανοιωμένος στον πατέρα του, ζητῶν νά τόν συγχωρήση.

Το ερώτημα που δημιουργείται είναι: Ὑπό ποία ἔννοια εἶναι ἄσωτος ὁ μικρός υἱός; Τί εἴδους ασωτεία είχε; Ας ἐξετάσωμε λοιπόν τοῦτο, στηριζόμενοι στις δύο βασικές ἔννοιες τῆς λέξεως ἄσωτος, στο πλαίσιο τῆς σημερινής Εὐαγγελικῆς Παραβολής.

Κατά μία έννοια, ἄσωτος εἶναι ὁ ἀκόλαστος, ὁ ἀνήθικος, ὁ ἄνθρωπος που κατασπαταλά το «βιός» του στις ἐφήμερες ἀπολαύσεις. Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια ὄντως ἄσωτος υἱός εἶναι ὁ μικρός, ὁ νεώτερος υἱός, διότι κατεσπατάλησε την περιουσία του σε γλεντοκοπήματα καί ἐφήμερη ζωή.

Κατά μία ἄλλη ἔννοια, ἄσωτος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ να σωθῆ ἢ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δεν συμβάλλει, ἀλλἀ ἀντιθέτως ἐμποδίζει την σωτηρία κάποιου ἄλλου. Υπό αὐτήν τήν ἔννοια, ἄσωτος εἶναι ὁ μεγάλος υἱός τῆς Παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ἔδειξεν ἀπρεπέστατο χαρακτῆρα καί ἀήθη διαγωγή στην ἐπιστροφή τοῦ ἀδελφοῦ του.

Εάν προσεγγίσωμε τα στοιχεία αὐτῆς τῆς Παραβολής, θα διαπιστώσωμεν ὅτι ὁ Χριστός ανέφερεν αὐτήν, ἐπειδή Τον κατηγόρουν οἱ Γραμματείς και Φαρισαῖοι ὅτι συνέτρωγε μετά ἁμαρτωλῶν, καί πολλές φορές συνανεστρέφετο με αὐτούς. Προφανῶς δεν εἶχαν ἀντιληφθῆ ὅτι ἔρχεται στιγμή που ὁ ἁμαρτωλός ἀποτινάσσει την ἁμαρτωλότητά του καί ἐλευθερώνεται ἀπ’ αὐτῆς· καί σέ αὐτό βεβαίως βοηθεῖ ὁ Χριστός.

Πληροφορούμεθα λοιπόν σήμερον ὅτι μπορεῖ κάποιος να πέση στην ἐσχάτη βαθμίδα τῆς ἁμαρτίας, όμως στην συνέχεια να συνέλθη και να επιστρέψη μετανοιωμένος. Πληροφορούμεθα επίσης για την φιλανθρωπία τοῦ πατρός πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Χριστό ἀλλα καί γιά τήν μέ εὐχαρίστησιν ἀποδοχή τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἁμαρτήσαντος και μετανοήσαντος μικροῦ υἱοῦ του.

Ἐδῶ συνεπῶς δέν ἔχομε πρόβλημα, καθόσον ἔχομε καθαράν τήν ἔννοια της μετανοίας ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου καί τήν σωτηρία του. Το πρόβλημα είναι στον μεγάλο υἱό, ὁ ὁποῖος εἶναι σαφέστατα ἡ εἰκόνα τῶν Γραμματέων και Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι ἐγόγγυζαν ὅταν ἔβλεπαν τον Ἰησοῦ Χριστό να συγχωρή τους ἁμαρτωλούς και να τους βάζη στην μερίδα τῶν δικαίων. Αὐτό ουδόλως τό ἤθελαν οἱ Φαρισαίοι. Οι Φαρισαῖοι ἤθελαν νά ὑπάρχουν οἱ ἁμαρτωλοί για να φαίνεται ὅτι αὐτοί μόνον εἶναι δίκαιοι καί καλοί· γι’ αὐτό καί ἡγωνίζοντο να ἐμποδίσουν την σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ο μεγάλος λοιπόν υἱός, ὡς ἐκφραστής τοῦ πνεύματος τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, ἀντιδρᾶ στό ἄκουσμα ότι ὁ πατέρας του ἐδέχθη μέ χαρά τόν ἐπιστρέψαντα νεώτερο ἀδελφό του, και μάλιστα ὅτι ἐθυσίασε τόν μόσχο τον σιτευτόν. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἡ ἐπίθεσίς του ἐστρέφετο ἐμμέσως μέν πρός τόν μικρό του αδελφό, ἀμέσως δέ πρός τόν πατέρα του.

Σέ ἐκεῖνον ἐπέρριψε τήν εὐθύνη πού ὁ μικρός ξαναευρίσκετο στο σπίτι. Δηλαδή ἐκείνη τήν στιγμή ὁ μεγάλος υἱός ἐφανέρωσεν ἀκριβῶς τό μίσος που ἔτρεφαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι στον Ἰησοῦ Χριστό, ἐπειδή εδέχετο την μετάνοια των ἁμαρτωλῶν και τους ὡδήγει στην οδό τῆς σωτηρίας.

Διεμαρτύρετο προς τον πατέρα του σαν δίκαιος, απαριθμῶν τα καλά του στοιχεία, ότι δηλαδή «ουδέποτε έντολήν του παρέβη καί ὅτι οὐδέποτε διεσκέδασε με τους φίλους του κλπ. Καί μόνον αὐτή ἡ διαμαρτυρία προς τον πατέρα του δειχνύει ὅτι δέν ἦτο κατά αλήθειαν δίκαιος, ἀλλά καί ὅτι δέν προσεπάθει νά γίνη δίκαιος, καθότι αυτοί πού ζοῦν ἐπί τῆς γῆς ἀγωνίζονται για να αναγνωρισθοῦν δίκαιοι ὄχι στην γῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους αλλά στον οὐρανό ἀπό τόν Θεό.

Ποιός πραγματικός δίκαιος καυχάται και διατυμπανίζει ὅτι ὑπηρέτησε πολλά ἔτη τον Θεό, Ποιός ἀληθῆς δίκαιος ἐξελέγχει και καταδικάζει ἕνα ἁμαρττωλό; Δεν ἦτο λοιπόν δίκαιος, διότι ὁ δίκαιος δέν ἀντιδρά στην σωτηρία ἑνός ἁμαρτωλοῦ καί μάλιστα ὅταν αὐτός ὁ ἁμαρτωλός εἶναι ὁ ἀδελφός του. Ὁ δίκαιος χαίρεται μαζί μέ τούς ἀγγέλους, καθότι «χαρά ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,7).

Δεν ὑπάρχει καμμία αμφιβολία ὅτι ὁ μικρός υἱός ἦταν ἄσωτος· ἀλλά εἶχε κοινωνική ασωτεία. Δέν ἐχρησιμοποίησε το μυαλό του για κάτι δημιουργικό· εὗρεν ἕτοιμη περιουσία καί, ἀντί νά τήν αὐξήση, τήν ἐσκόρπισε στους πέντε ἀνέμους. Δέν έχρησιμοποίησε την ικμάδα τῆς νεότητός του  για να οἰκοδομήση στην Κοινωνία μία προσωπικότητα ἐπαινετή καί ἀξιοσέβαστη, ἀλλά τήν ἔρριψε στον βούρκο τῆς ἀθλιότητος καί τοῦ εὐτελισμοῦ. Ὅμως συνῆλθε, μετένόησε καί ἐπέστρεψε· εὗρε δηλαδή τόν ἑαυτόν του, ἔστω καί ὀλίγον καθυστερημένα. Είχε λοιπόν κοινωνική ἀσωτεία, ἀλλά μέ τήν μετάνοιά του ήλευθερώθη.

Αντιθέτως, ὁ μεγάλος υἱός είχε ψυχική ασωτεία. Εἰχεν ὕπουλο εὐσεβισμό, ἐπικίνδυνο εγωισμό καί ἄκρατο μίσος ἔναντι τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀνθρώπων που Τον ήκολούθουν καί πού δέν ἀνῆκαν στην φαρισαϊκή τάξιν. Είχε ψυχική διαστροφή γι’ αὐτό καί δέν ἐλύγισε στα παρακάλια τοῦ πατρός του να χαρή γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀδελφοῦ του.

Αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι ὅ,τι ἐπικινδυνότερο υπάρχει στόν ἄνθρωπο, διότι εἶναι ἀσωτεία χωρίς γυρισμό, χωρἷς ἐπιστροφή. Ὁ μικρός υἱός ἀσώτευσε κοινωνικῶς, ἀλλά μετενόησε καί ἐσώθη· ὁ μεγάλος υἱός εἶχε τήν ἀσωτεία φωλιασμένη στην ψυχή του· δέν μετενόησε, γι’ αυτό και ἐχάθη. Γι’ αὐτό καί ἡ Εὐαγγελική περικοπή τελειώνει με την ἀπογοητευτική παρατήρησιν τοῦ πατρός του πρός αὐτόν, ὅτι ἔπρεπε νά εὐχαριστηθῆ καί νά χαρῆ γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινε ψυχρός καί ἀμετανόητος. Ἄρα, το βάθος τοῦ νοήματος τῆς ἀσωτείας ἐγγίζει τόν μεγάλο αδελφό, ὁ ὁποῖος μέ τήν φαρισαϊκή συμπεριφορά του ἔχασε την σωτηρία παρέμεινε ἄσωτος.

Ας προσευχώμεθα λοιπόν, καί ἡ ἁγία μας Εκκλησία ᾶς εὔχεται να μᾶς προστατεύη ὁ Θεός καί ἀπό τίς δύο ἀσωτείες: Ἀπό τήν πρώτη, ἐκ τοῦ φόβου μήπως δεν μετανοήσωμε και χαθοῦμε μέσα στον συναγελασμό μας μέ ἀθλίους ἀνθρώπους. Καί ἀπό τήν δευτέρα, ἐκ τοῦ φόβου μήπως περιπέσωμε στην φαρισαϊκή καί ὑποκριτική ἀσωτεία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὕπουλη ἀπομάκρυνσις ἀπό τοῦ Θεοῦ καί ἡ βεβαία ἀπώλεια τῆς σωτηρίας μας.

Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος Θεολόγος και Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα (Λουκ. ιε´ 11-32) 
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 
Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲἐ λθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ᾿Αναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. 
῎Ετι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 
῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ᾿Ωργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ῾Ο οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Όσοι ομιλούν για “ένωση Εκκλησιών”, δεν γνωρίζουν.

”Η διδασκαλία της Εκκλησίας, που έλαβε την τελική της μορφή από τις Οικουμενικές Συνόδους, δεν επιδέχεται καμιά αλλαγή… Όλη η μετέπειτα επιστημονική εργασία, πρέπει απαραίτητα να συμφωνεί μέ ότι δόθηκε στη Θεία αποκάλυψη, και διατυπώθηκε στη διδαχή των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας… Το ίδιο ισχύει και για τη χάρη. Το πλήρωμα της χάριτος μπορεί να κατέχει μόνο η Μία και μοναδική Εκκλησία…” Μὲ τὸν τρόπο ποὺ προσεύχονται οἱ Δυτικοὶ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὶς πολύωρες προσευχὲς τῶν Ὀρθοδόξων Μοναχῶν. Αὐτοὶ μὲ μισῆ ὥρα προσευχὴ κουράζονται, γιατί προσεύχονται μὲ τὸ μυαλό, διανοητικά. Οἱ Ὀρθόδοξοι προσευχόμαστε μὲ τὸν νοῦ (καρδιακά). Οἱ Ἰουδαῖοι προσεύχονταν μὲ τὴν λογική τους. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δόθηκε στοὺς Ἀποστόλους τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς πύρινες γλῶσσες καὶ κατάλαβαν ἕνα ἄλλο εἶδος προσευχῆς, τὴν καρδιακὴ προσευχή. Πρώτη φορὰ προσεύχονταν μὲ τὴν καρδιά τους. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἕνας Δυτικὸς ποὺ βαπτίζεται Ὀρθόδοξος, θὰ περάσει πολλὰ χρόνια μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ καθοδήγηση ἐμπείρου πνευματικοῦ ὁδηγοῦ γιὰ νὰ ἀποκτήσει καθαρὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ ἦθος… Αὐτὸς εἶναι ο λόγος ποὺ ΔΕΝ μπορεῖ νὰ γίνει «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν»… Ἡ «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» εἶναι δύσκολη, ἕως ἀδύνατη! Ὅσοι ὁμιλοῦν γιὰ «ἕνωση Ἐκκλησιῶν» δὲν γνωρίζουν οὔτε τὴν νοοτροπία τῶν ἑτεροδόξων οὔτε τὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας! Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνει, τουλάχιστον τώρα, ἡ «Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», διότι οἱ Ρωμαῖοι (Λατίνοι) δὲν θὰ ἀλλάξουν, ἀλλὰ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ διαφθαροῦν… Νὰ κρατοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη! Καί, ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ δύσκολους καιρούς, θὰ λάβουμε μισθὸ περισσότερο ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ἔζησαν τὶς παλαιότερες ἐποχὲς καὶ κράτησαν τὴν πίστη… ~ Όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

διαβάστε περισσότερα »

Τι πρέπει να κάνουμε, όταν είμαστε πληγωμένοι.

  Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, επειδή έπεσες σε κάποιο αμάρτημα λόγω αδυναμίας σου ή καμιά φορά με τη θέλησή σου μη δειλιάσεις· ούτε να ταραχθείς γι’ αυτό, αλλά αφού επιστρέψεις αμέσως στον Θεό, μίλησε έτσι: «Βλέπε, Κύριέ μου· έκανα τέτοια πράγματα, σαν τέτοιος που είμαι· ούτε ήταν δυνατό να περίμενες και τίποτε άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετο και αδύνατο, παρά ξεπεσμό και γκρέμισμα». Και ευχαρίστησέ τον και αγάπησέ τον περισσότερο παρά ποτέ, θαυμάζοντας την τόσο μεγάλη ευσπλαχνία του, διότι μολονότι λυπήθηκε από σένα, πάλι σου δίνει το δεξί του χέρι και σε βοηθάει, για να μη ξαναπέσεις στην αμαρτία· τελευταία, πες με μεγάλο θάρρος στη μεγάλη ευσπλαχνία του: «Εσύ, Κύριέ μου, συγχώρησέ με και μην επιτρέψεις στο εξής να ζω χωρισμένος από σένα, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ, ούτε να σε λυπήσω πλέον». Και κάνοντας έτσι, μη σκεφτείς αν σε συγχώρεσε, διότι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά υπερηφάνεια, ενόχληση του νου, χάσιμο του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διάφορες καλές προφάσεις. Γι’ αυτό, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερο στα ελεήμονα χέρια του Θεού, ακολούθησε την άσκησή σου, σαν να μην είχες πέσει. Και αν συμβεί εξ’ αιτίας της αδυναμίας σου να αμαρτήσεις πολλές φορές την ημέρα, κάνε αυτό που σου είπα όλες τις φορές, όχι με μικρότερη ελπίδα στον Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, αγωνίσου να ζεις με μεγαλύτερη προφύλαξη. Αυτή η εκγύμναση δεν αρέσει στον διάβολο· γιατί βλέπει πως αρέσει πολύ στον Θεό, επειδή και μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας ότι νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πριν νικήσει. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους για να μας εμποδίσει, να μην το κάνουμε. Και πολλές φορές πετυχαίνει το σκοπό του εξ’ αιτίας της αμέλειάς μας και της μικρής φροντίδας που έχουμε στον εαυτό μας.[…] Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσεις την ειρήνη, είναι ο εξής· να ξεχάσεις τελείως την πτώση και την αμαρτία σου και να παραδοθείς στη σκέψη της μεγάλης αγαθότητας του Θεού· και ότι, αυτός μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέσει κάθε αμαρτία, όσο και αν είναι βαριά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους δρόμους, για να έλθει σε συναίσθηση και να ενωθεί μαζί του σε αυτήν τη ζωή με την χάρι του· στην δε άλλη να τον αγιάσει με τη δόξα του και να τον κάνει αιώνια μακάριο. Κατόπιν, όταν έλθει η ώρα της εξομολογήσεως, την οποία σε προτρέπω να κάνεις πολύ συχνά, θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες, και με νέο πόνο και λύπη, φανέρωσέ τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σου ορίσει. (“Αόρατος Πόλεμος” – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

διαβάστε περισσότερα »

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από τη συνείδηση.

  Ο άδικος, και γενικά κάθε ένοχος, όταν δεν ζητήσει συγχώρηση, ταλαιπωρείται από τη συνείδησή του και επιπλέον από την αγανάκτηση του αδικημένου. Γιατί, όταν ο αδικημένος δεν τον συγχωρήσει και γογγύζει, τότε ο άδικος ταλαιπωρείται πολύ, βασανίζεται. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Σαν να τον χτυπούν κύματα και τον φέρνουν σβούρα. Είναι μυστήριο πράγμα το πώς το πληροφορείται! Όπως, όταν ένας αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση. Ω, ο γογγυσμός του άλλου τον κάνει άνω-κάτω! Και μακριά να είναι, τι στην Αυστραλία, τι στο Γιοχάνεσμπουργκ, δεν μπορεί να ησυχάσει, όταν είναι αγανακτισμένος ο άλλος εξαιτίας του. – Αν είναι αναίσθητος; – Οι αναίσθητοι λες ότι δεν υποφέρουν; Το πολύ-πολύ να καταφύγουν σε καμιά ψυχαγωγία, για να ξεχασθούν. Μπορεί πάλι ο αδικημένος να τον συγχώρησε τον ένοχο, αλλά να έχει μείνει λίγη αγανάκτηση μέσα του. Τότε και ο ίδιος ταλαιπωρείται σε έναν βαθμό, αλλά ο ένοχος ταλαιπωρείται πολύ από την αγανάκτηση του άλλου. Αν όμως ο ένοχος ζητήσει συγγνώμη και δεν του τη δώσει ο αδικημένος, τότε ταλαιπωρείται εκείνος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από τη συνείδηση. Τη βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σ’ ετούτη τη ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώει στην άλλη ζωή, την αιώνια, «ο ακοίμητος σκώληξ», αν δεν μετανοήσει ο άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή και δεν επιστρέψει τις αδικίες του στους συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρεση, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλον τρόπο. Θυμάμαι ένας δικηγόρος, που έκανε πολλές αδικίες, πόσο βασανίσθηκε στο τέλος της ζωής του. Εξασκούσε το επάγγελμά του σε μία επαρχία που είχε πολλούς κτηνοτρόφους. Εκεί, φυσικά, γίνονταν και αγροζημιές και πολλοί βοσκοί έτρεχαν σ’ αυτόν τον δικηγόρο, γιατί με πονηρά επιχειρήματα έπειθε και τον αγρονόμο και τον ειρηνοδίκη. Έτσι οι καημένοι γεωργοί πολλές φορές όχι μόνο δεν έβρισκαν το δίκαιο για τα σπαρτά που τους κατέστρεφαν τα κοπάδια, αλλά έβρισκαν και τον μπελά τους. Όλοι τον ήξεραν τον δικηγόρο αυτόν και κανείς τίμιος άνθρωπος δεν τον πλησίαζε. Ακόμη και ο Πνευματικός να δείτε τι συμβούλεψε έναν ευαίσθητο βοσκό. Ο βοσκός αυτός είχε ένα μικρό κοπάδι και μία σκύλα. Μία φορά που η σκύλα είχε γεννήσει, έδωσε τα κουταβάκια σε άλλους και κράτησε μόνο τη μάνα. Εκείνο το διάστημα είχε χαθεί μία προβατίνα και είχε αφήσει το αρνάκι της που θήλαζε. Αυτό, επειδή δεν είχε μάνα, έτρεχε πίσω από τη σκύλα και θήλαζε από αυτή, η οποία ένιωθε και η ίδια ανακούφιση. Έτσι τα δύο ζώα είχαν συνηθίσει και το ένα έβρισκε το άλλο. Ο καημένος ο βοσκός, όσο και να προσπαθούσε να τα ξεχωρίσει, εκείνα έσμιγαν. Επειδή ήταν ευαίσθητος ο βοσκός, σκέφθηκε να ρωτήσει τον Πνευματικό εάν τελικά τρώγεται το κρέας του αρνιού ή όχι . Ο Πνευματικός, έχοντας υπ’ όψιν του και τη φτώχεια του βοσκού, σκέφτηκε λίγο και του είπε: «Το αρνί αυτό, παιδί μου, δεν τρώγεται, γιατί θήλασε από την σκύλα, αλλά ξέρεις τι να κάνεις; Επειδή όλοι οι άλλοι βοσκοί πηγαίνουν δώρα στον δικηγόρο τον δείνα αρνιά και τυριά, να του πας και συ αυτό το αρνί να το φάει. Μόνον αυτός έχει ευλογία να το φάει, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει που είναι άδικος». Όταν είχε γεράσει πια ο άδικος αυτός δικηγόρος και έπεσε στο κρεβάτι, υπέφερε χρόνια από εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον χτύπησε και ημιπληγία και δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Προσπάθησε ο Πνευματικός να τον κάνει τουλάχιστον να γράψει τις αμαρτίες του, αλλά είχε χάσει και τον έλεγχο, και αναγκαζόταν να του διαβάζει την ευχή των Επτά Παίδων, για να κλείσει λίγο τα μάτια του να κοιμηθεί. Του διάβαζε και εξορκισμούς, για να γαληνέψει λίγο, μέχρι που αναπαύθηκε, και ας ευχηθούμε ο Θεός να τον αναπαύσει πραγματικά. – Γέροντα, πολλοί πιστεύουν ότι τους έχουν κάνει μάγια. Πιάνουν τα μάγια; – Εάν ο άνθρωπος έχει μετάνοια και εξομολογείται, δεν πιάνουν. Για να πιάσουν τα μάγια, θα έχει δώσει κάποιο δικαίωμα ο άνθρωπος. Θα αδίκησε κάποιον, θα κοροϊδεύει καμιά κοπέλα κ.λπ. Τότε θα πρέπει να μετανοήσει, να ζητήσει συγχώρηση, να εξομολογηθεί, να ταχτοποιηθεί και να επανορθώσει αυτό που έκανε. Γιατί αλλιώς, και όλοι οι παπάδες να του διαβάσουν εξορκισμούς, δεν λύνονται τα μάγια. Αλλά και μάγια να μην του έκαναν, και μόνον το άχτι της αδικημένης ψυχής αρκεί για να τον βασανίζει. Υπάρχουν δύο μορφές αδικίας, η υλική και η ηθική. Υλική αδικία είναι, όταν αδικεί κανείς τον άλλον σε υλικά πράγματα. Ηθική είναι, όταν λ.χ. κάποιος γελάσει μία κοπέλα, και αν μάλιστα είναι ορφανή, με πενταπλάσιο βάρος βαραίνει την ψυχή του. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, Με πόνο και αγάπη

διαβάστε περισσότερα »

Ο καθένας θα δοξασθεί κατά το μέτρο της αγάπης του!

Πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν την οδό της σωτηρίας. Μπήκαν στο σκοτάδι και δεν βλέπουν το Φως της Αλήθειας. Εκείνος, όμως, ήταν, είναι και θα είναι ελεήμων και καλεί από ευσπλαχνία όλους κοντά Του: «Ελάτε σ’ Εμένα όλοι οι “κοπιώντες και πεφορτισμένοι”, γνωρίστε Με και εγώ θα δώσω σε σας την ανάπαυση και την ελευθερία». Να η αληθινή ελευθερία –όταν βρισκόμαστε εν τω Θεώ. Κι εγώ δεν το γνώριζα αυτό προηγουμένως. Ως την ηλικία των εικοσιεπτά ετών πίστευα μόνο ότι ο Θεός υπάρχει αλλά δεν Τον γνώριζα. Αφότου, όμως, Τον γνώρισα εν Πνεύματι Αγίω, η ψυχή μου ορμά με πάθος προς Αυτόν και Τον ζητώ διακαώς ημέρα και νύχτα. Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Σε αυτό έγκειται η ελευθερία: στην αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατον να υπάρξει ισότητα –αυτό, όμως, δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς η άρχοντας, πατριάρχης, η ηγούμενος, η διοικητής. Μπορείς, όμως, όπου και να ανήκεις, να αγαπάς τον Θεό και είσαι ευάρεστος σε Αυτόν- και αυτό είναι σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο τον Θεό στη γη, θα έχουν μεγαλύτερη δόξα στη Βασιλεία και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξασθεί κατά το μέτρο της αγάπης του. Η γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος μεταμορφώνει εντελώς τον άνθρωπο, και τον διδάσκει να αγαπά απόλυτα τον Θεό. Πεπληρωμένη με την αγάπη του Θεού η ψυχή δεν εγγίζει τον κόσμο, παρότι ζει στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους Έμαθα ότι η αγάπη ποικίλλει ως προς την έντασή της. Όποιος φοβάται τον Θεό, φοβάται να Τον λυπήσει με κάτι· αυτός είναι ο πρώτος βαθμός. Όποιος έχει το νου του καθαρό από εμπαθείς λογισμούς, αυτός είναι ο δεύτερος βαθμός, μεγαλύτερος από τον πρώτο. Όποιος αισθητά έχει τη χάρη στη ψυχή του, αυτός είναι ο τρίτος βαθμός της αγάπης, ακόμη μεγαλύτερος. Η τέταρτη βαθμίδα, η τελεία αγάπη για τον Θεό, είναι όταν έχει κάποιος τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και στην ψυχή και στο σώμα. Τα σώματα των ανθρώπων αυτών αγιάζουν και μετά τον θάνατό τους γίνονται άγια λείψανα. Αυτό γίνεται με τα σώματα των αγίων μαρτύρων, των προφητών, των οσίων ανδρών. Όποιος βρίσκεται σε αυτό το μέτρο, δεν προσβάλλεται από τη σαρκική επιθυμία, και θα μπορούσε να κοιμηθεί με νέα γυναίκα, χωρίς καμμιά επιθυμία γι’ αυτήν. Η αγάπη του Θεού είναι ισχυρότερη από την αγάπη της γυναίκας, προς την οποία ελκύονται όλοι, εκτός από αυτούς που έχουν το πλήρωμα της χάριτος του Θεού, γιατί η γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος μεταμορφώνει εντελώς τον άνθρωπο, και τον διδάσκει να αγαπά απόλυτα τον Θεό. Πεπληρωμένη με την αγάπη του Θεού η ψυχή δεν εγγίζει τον κόσμο, παρότι ζει στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους. Η ψυχή λησμονεί όλα τα επίγεια από τη μεγάλη αγάπη της για τον Θεό. Η δυστυχία μας έγκειται στο ότι δεν στεκόμαστε ακλόνητοι, εξαιτίας της υπερηφάνειάς μας, στη χάρη αυτή, και η χάρη μας εγκαταλείπει, και τότε η ψυχή την αναζητεί με θρήνους και οδυρμούς και λέει: «Διψά η ψυχή μου τον Κύριο». Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο