Από τον τίτλο και μόνο γίνεται προφανής η διπλή διάσταση αυτού του τόσο σημαντικού θέματος.
Η μία διάσταση αφορά στην κρυστάλλινη σαφήνεια της 5ης εντολής, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για διαπραγμάτευση χρονικών ορίων και συγκυριακών συμβιβασμών.
«Τίμα…» Συνεχώς και αδιαλείπτως. Όχι μόνο όταν εσύ είσαι νέος και έχεις ανάγκη τους γονείς, ή όταν εκείνοι είναι ακόμα νέοι και δυνατοί, ή, αντίθετα, όταν τους χάσεις και σε καταθλίβει η απώλειά τους. Όχι. Να τους τιμάς, με τον νου και την καρδιά σου, αλλά κυρίως με τις πράξεις σου, όσο εκείνοι βρίσκονται στη ζωή, αλλά και όταν έχουν φύγει, όσο εσύ ζεις πάνω σ’ αυτήν τη γη.
Η δεύτερη διάσταση του θέματος έχει να κάνει με την ύπαρξη υπερήλικων γονιών μέσα στην ευρύτερη οικογένεια. Λόγω της αυξήσεως του μέσου όρου επιβίωσης, η συνύπαρξη αυτή γίνεται όλο και πιο συχνή, με θετικές και αρνητικές όψεις, τόσο για τους ίδιους τους υπερήλικες , όσο και για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους.
Είναι γεγονός ότι, στις περισσότερες χώρες που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ως «προηγμένες», οι σχέσεις γονιών και παιδιών είναι, συνήθως, χαλαρές. Συχνά δε, από την εφηβεία και μετά, τα παιδιά απομακρύνονται σωματικά αλλά και ψυχικά από την πυρηνική οικογένεια, με σχέσεις κάπως τυπικές ή και σχεδόν ανύπαρκτες. Ευτυχώς, στην Πατρίδα μας, ακόμα τα πράγματα διαφέρουν και, σε όλες τις σχετικές κοινωνικές έρευνες, οι νέοι μας, κατά την ιεράρχηση των αξιών τους, δίνουν στην οικογένεια πολύ υψηλή θέση.
Όμως, οι κοινωνικές συνθήκες που συνεχώς αλλάζουν, αλλά και η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ατομοκεντρισμού, των δικαιωμάτων, των απαιτήσεων, των επιθυμιών που μεταφράζονται αδιακρίτως σε ανάγκες, των συνεχών διεκδικήσεων, όπως και η μίμηση σαθρών προτύπων που επίμονα προβάλλονται γύρω μας, φαίνεται ότι επιδρούν πιά καταλυτικά στον τρόπο διαβίωσης και στη συμπεριφορά και της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κατά συνέπεια, πολλοί και διαφορετικοί – για την κάθε συγκεκριμένη οικογένεια – παράγοντες είναι αυτοί που διαμορφώνουν αντίστοιχα και επηρεάζουν τις διάφορες οικογενειακές καταστάσεις. Θα μπορούσαμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι, και για τα συμβαίνοντα μέσα στις οικογένειες, ισχύει κάτι παρεμφερές προς το γνωστό ιατρικό αξίωμα που λέει ότι: «Δεν υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς, και κάθε περίπτωση είναι μία ειδική περίπτωση».
Παρά ταύτα, θα επιχειρήσω μια, κατά το δυνατόν, γενική θεώρηση του θέματος, εξετάζοντάς το, τόσο από την πλευρά των νέων μελών μιας οικογένειας, όσο και από την πλευρά των υπερήλικων. Και επειδή, ένας καίριος και άκρως καθοριστικός παράγοντας είναι η κατάσταση της σωματικής και πνευματικής υγείας των υπερήλικων, θα αναφερθώ πρώτα σε όσα μπορεί να ισχύουν, όταν οι υπερήλικες είναι σχετικά υγιείς.
Όταν έχουν, δηλαδή, τη δυνατότητα, όχι μόνο να αυτοεξυπηρετούνται και να επικοινωνούν με τους δικούς τους, αλλά, συχνά, είναι και σε θέση να προσφέρουν ηθική συμπαράσταση, όπως και χρήσιμες ή και πολύτιμες ακόμα υπηρεσίες στα παιδιά και στα εγγόνια τους.
Στις ευλογημένες αυτές περιπτώσεις, και εφ’ όσον ο τόπος κατοικίας και οι αποστάσεις επιτρέπουν τη φυσική επικοινωνία της ευρύτερης οικογένειας, πιστεύω ότι, με την τήρηση κάποιων προϋποθέσεων – τόσο από τους νέους, όσο και από τους υπερήλικους – η 5η εντολή, με όλες της τις προεκτάσεις, μπορεί, αβίαστα, να γίνει βίωμα και συνειδητή πράξη ζωής.
* * *
Αρχίζοντας από τις προϋποθέσεις που αφορούν στους νέους ή και τους λιγότερο νέους, που έχουν την τύχη να βλέπουν δίπλα τους και τους δυό ή έστω τον έναν από τους ηλικιωμένους γονείς τους, θα προσπαθήσω, όσο πιο επιγραμματικά μπορώ, να απαριθμήσω και να καταθέσω στην κρίση σας μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις.
Ως πρώτη προϋπόθεση, θα έβαζα την ανάγκη να συνειδητοποιούν, εγκαίρως, τα υπεραπασχολημένα, ίσως, ενήλικα παιδιά, που ενδεχομένως είναι πιά αυτά τα ίδια οικογενειάρχες, ότι «τους γονείς δεν θα τους έχουν μαζί τους για πάντα».
Με πόση χαρά και ανακούφιση θα καθόμασταν τώρα δίπλα τους, χωρίς να βιαζόμαστε, σε μια ήρεμη ώρα αφιερωμένη μόνο σ’ αυτούς. Και κρατώντας το τρεμάμενο, ίσως, χέρι τους, θα μοιραζόμασταν μαζί τους όσα κάποτε ζητούσε, με λαχτάρα και αγάπη, η άηχη προσμονή στο βλέμμα τους. Στο βλέμμα που εμείς, βιαστικοί και απρόσεκτοι, προσπερνούσαμε. Μήπως, ακόμα, δεν θα θέλαμε, ίσως, να ζητήσουμε τώρα κάποια οφειλόμενη κι ευλογημένη συγγνώμη για την άστοχη κουβέντα μας, που κάποτε τους είχε πικράνει;
Κι όμως. Εμείς, τότε που τους είχαμε δίπλα μας, μέσα στη βουή και το άγχος της καθημερινότητας, μέσα στη δίψα και την ανεξέλεγκτη βουλιμία για δραστηριότητες, για άψυχα υλικά αγαθά, για κατακτήσεις στόχων, είχαμε πάψει να θυμόμαστε ότι, «δεν φτάνει να υπάρχει η αγάπη, πρέπει και να εκδηλώνεται με έγνοια και με πράξεις».
της κ. Μερόπης Ν. Σπυροπούλου Ομοτίμου Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών