Ἡ Ἀνάσταση ποὺ ἄργησε

 

Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ὁ Γέροντας, λαμπροφορεμένος, ὑποδεχόταν τὸν κόσμο καὶ ἔ­παιρνε τὶς λειτουργίες. Εἶχε ἑτοιμάσει τὰ καντή­λια ἀπὸ νωρίς. Ἕτοιμα ὅλα, σβηστά. Ἄρχισε τὸ «Εὐλογητός», πῆρε καιρὸ μέσα στὰ μαῦρα του τὰ ράσα, μὲ τοὺς βοστρύχους τῶν μαλλιῶν καὶ τῶν γενειῶν του νὰ λάμπουν.

Σοβαρός-σοβαρός. Ἀνοι­γόκλεινε τὴν πόρτα, παραπατοῦσε ἀλλὰ ἔτρεχε κιόλας, προσκυνοῦσε τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες, τὸν θρόνο, ἔμπαινε στὸ Ἱερό, ἔπαιρνε τὶς λειτουργί­ες, ψέλναμε τὸν Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δὲν εἶχε ὁ Γέροντας χρόνο κοσμικό, εἶχε χρόνο λει­τουργικό. Μαζευόταν ὁ κόσμος, πολὺς κόσμος. Χριστιανοί, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν γειτονιὰ δρασκέλιζαν τὴν μάντρα, σκύβον­τας ἀπὸ τὸ μικρὸ πορτάκι, ἄρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστεροῦσε ὁ Γέροντας. Σβηστὰ τὰ φῶτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δὲν ἔβγαινε νὰ πῆ τὸ «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Ἔφευγα ἀπὸ τὸ ψαλτήρι, νὰ πάω στὸ Ἱερό, μοῦ ἔλεγε: «Ξέρω, ξέρω». Ἀδημο­νία. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες σήμαναν ἤδη Ἀνάσταση, βαρελότα πέφτανε, κι αὐτὸς δὲν ἔβγαινε. «Ξέρω, ξέ­ρω», μοῦ λέει. «Ὅποιος θέλει νὰ φύγῃ, δὲν μπορεῖ. Ἂς τοὺς βάλουμε στὴν ἐκκλησία, τὰ προβατάκια τοῦ Χριστοῦ μας, Βαγγέλη. Μέσα στὴν κιβωτὸ εἶναι μιὰ φορᾶ τὸν χρόνο. Ἂς καθυστερήσουν. Ψάλλε ἐσύ, ψάλλε». «Τὰ εἶπα, Γέροντα, πάλι καὶ πάλι».

Τέλος πάντων, βγῆκε. Ἄλλο πανηγύρι. Ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα γελώντας, βλέποντας τὸ φῶς. «Ἔπεφταν οἱ Χριστιανοὶ, κι ἐκεῖνος ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα του. Πῆραν τὸ φῶς, διαδόθηκε παντοῦ, ἔξω στὶς αὐλές. Ψέλναμε: «Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστὲ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστεροῦσε, χαιρε­τοῦσε, εὐλογοῦσε, σταύρωνε. Ἀνέβηκε σ’ ἕνα πε­ζούλι, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ναό, καὶ πήγαινε πέρα-δώθε. Γελοῦσε, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, σωστὸ παιδί. Ὃ κόσμος περίμενε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀφοῦ «ἔπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, ἐστάθη. Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, δόξασε τὴν Ἁγία Τριάδα, διάβασε τὸ κείμενο, τὸ ἑωθινό, ὄχι τὸ σύνηθες ἀλλὰ τὸ ἄλλο, τὸ μεγαλύτερο. Δόξα σοι, εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», χτύπησαν οἱ καμ­πάνες. Δὲν εἶχαν πολλὰ βαρελότα. Ψέλναμε ὅλοι, ὅλος ὁ λαός. Νέα χαρὰ τώρα. «Χριστὸς Ἀνέστη», φώναζε. Περιδιάβαινε στὸ πεζούλι, μετὰ χάθηκε στὸν κόσμο. Εἶχε πάει ἡ ὧρα 1:30. Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία. «Ψάλτε, ψάλτε», ἔλεγε. Λιβάνιζε σὲ κάθε ὠδή. Ψέλναμε τὶς Καταβασίες. Ἐάν μᾶς ξέφευγε κανένα τροπάριο καὶ τὸ λέγαμε μόνο μία φορᾶ, αὐτός μᾶς ἔλεγε: «Πὲς το πάλι». Μνημόνευε στὴν πρόθεσι χιλιάδες ὀνόματα. Εἶχε πάει 2:30 τὸ πρωί. Ὁ κόσμος εἶχε ἐγκλωβιστεῖ. Μόνον οἱ Ἕλληνες ξέ­ρουν, τί σημαίνει νὰ πᾶς κάπου νὰ ἀναστήσῃς καὶ μετὰ νὰ πᾶς νὰ φᾶς. Ἀκόμα καὶ οἱ Χριστιανοὶ θέ­λουν νὰ εἶναι 2 ἡ ὧρα στὸ τραπέζι, κι ἐμεῖς μόλις ποὺ εἴχαμε ἀρχίσει.

Εἶπα τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστόν», τὸν Ἀπόστολο, δια­βάστηκε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἦρθε ἡ ὧρα τῶν κατηχουμένων. Τρεῖς τὴν νύχτα ἄρχισε νὰ μνημονεύῃ τοὺς ζωντανούς, χιλιάδες ὀνόματα. Πολλοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Πῆγε ἡ ὧρα 4:00 κι ἀκόμα νὰ βγοῦν τὰ Ἅγια. Τέλος πάντων, εὐδόκησε νὰ πάψῃ τὰ μνημόνια. Βγῆκαν τὰ Ἅγια, κι ἄρχισε πάλι νὰ μνημονεύη. Μπῆκα στὸ Ἱερὸ καὶ μοῦ λέει: «Χαίρον­ται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οἱ πεθαμένοι». Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν ξέρω ἂν χαίρωνται οἱ πεθαμέ­νοι. Οἱ ζωντανοὶ ὅμως;». Μοῦ λέει: «Χαίρονται κι αὐτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε». Καὶ τί νὰ ψάλλω; Περίμενα νὰ τελειώσῃ.

Τελείωσε, μᾶς κοινώνησε ὅλους, μᾶς ἔδωσε ὄ­λα του τὰ κρασιὰ καὶ τὰ πρόσφορα καὶ τ’ αὐγά καὶ φύγαμε κατὰ τὶς 5:00. Σκέφθηκα: «Δὲν ξανάρχομαι τοῦ χρόνου, ἀπαπαπα!». Τὸν ἑπόμενο χρόνο δὲν λειτούργησε. Ἦταν ἡ τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία ποὺ ἔκανε μόνος του, μὲ τὸ ποίμνιό του, ὁ ποιμένας ὁ καλός, ὁ εὐλογημένος.»

Πηγή: Σίμωνος Μοναχοῦ, π. Εὐμένιος – ὁ κρυφὸς Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Μάθε το παιδί σου να προσεύχεται.

  «Είναι ώρα για ύπνο και πρέπει να προσευχηθείς» ή «ο Θεός είναι καλός, ευχαρίστησε Τον για το φαγητό που σου έδωσε» είναι μερικές από τις πιο συνηθισμένες εκφράσεις των γονέων προς τα παιδιά τους. Δυστυχώς όμως πάρα πολύ συχνά διαπιστώνουμε τη δυσκολία των παιδιών να πουν τις μικρές παιδικές τους προσευχές. Για το λόγο αυτό αισθανόμαστε απογοητευμένοι και προβληματισμένοι επειδή ενώ πολλές φορές έχουμε διδάξει τα παιδιά μας να προσεύχονται, το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γονείς και οι μεγαλύτεροι, γιαγιάδες και παππούδες, ξεχνούν μια μεγάλη αλήθεια: Τα παιδιά μιμούνται και παιδαγωγούνται σύμφωνα με αυτό που βλέπουν από τους μεγαλύτερους. Πως θέλουμε τα παιδιά μας να προσεύχονται στο Θεό, όταν αυτά δεν έχουν δει ποτέ εμάς να προσευχόμαστε; Πως θα μάθουν να ευχαριστούν το Θεό για την τροφή ή την υγεία, εάν πρώτα δεν δουν εμάς να βρισκόμαστε στα γόνατα και να ευχαριστούμε το Δημιουργό για την ημέρα που πέρασε, για το φαγητό που προμήθευσε, για την υγεία μας, για την προστασία Του, για την οδηγία μέσα στη ζωή μας; Παρακάτω, σάς δίνω, μερικές απλές συμβουλές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά να κατανοήσουν την σπουδαιότητα της προσευχής: Οι γονείς πρέπει να ξέρουν πως το παιδί τους θα ακολουθήσει το παράδειγμά τους και όχι τη συμβουλή τους. Αφήστε τα παιδιά σας να σας δουν: Τα παιδιά μαθαίνουν από το παράδειγμα. Τα παιδιά και τα εγγόνια μας πρέπει να δουν την ημέρα μας κάτω από την προσευχή και τη μελέτη της Βίβλου. Γίνε το παράδειγμα στα παιδιά σου μέσα από τη δική σου ζωή. Συμμεριστείτε το πρόβλημα μαζί τους. Τις περισσότερες φορές όταν προκύπτει κάποιο πρόβλημα στην οικογένεια, οι γονείς προσεύχονται στο Θεό να δώσει λύση χωρίς να συμμετέχουν στην προσευχή και τα παιδιά. Προσευχηθείτε μαζί τους και δώστε τους την ευκαιρία να εκθέσουν τον πρόβλημα της οικογένειας και αυτά στο Θεό με το δικό τους τρόπο. Η επίκληση θα πρέπει να έχει περισσότερο χρόνο από ότι μια προσευχή πριν την ώρα του φαγητού. Συνοδεύστε τα παιδιά σας με μια προσευχή. Καθημερινά έχουμε την ευκαιρία να διδάξουμε την προσευχή στα παιδιά μας με απλό και σύντομο τρόπο: Προσευχηθείτε μαζί τους πριν αυτά φύγουν για το σχολείο ή την εκδρομή τους, ζητώντας την προστασία και την καθοδήγησή τους από το Θεό. Ζητείστε από τα παιδιά να κάνουν το ίδιο. Πολλές φορές τα λόγια της προσευχής έρχονται να τους υπενθυμίσουν για αυτό που προσευχήθηκαν κατά τη διάρκεια των σχολικών μαθημάτων τους και να συμπεριφερθούν κόσμια και χριστιανικά σε καθημερινές περιστάσεις. ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

διαβάστε περισσότερα »

Βοήθεια στις αρχές του πνευματικού αγώνα.

  – Γέροντα, ο Θεός βοηθάει τον άνθρωπο πιο πολύ στις αρχές τού πνευματικού του αγώνα; – Ναι, στα πρώτα βήματα της πνευματικής ζωής ο Θεός βοηθάει πολύ τον άνθρωπο, όπως οι γονείς προστατεύουν τα παιδιά πιο πολύ, όταν είναι μικρά. Όσο μεγαλώνουν, δεν τα προστατεύουν τόσο, γιατί τα παιδιά αρχίζουν να χρησιμοποιούν το μυαλό τους. ο άνθρωπος στην αρχή του αγώνα του νιώθει έντονα την Χάρη τού Θεού. Ύστερα ο Θεός τον αφήνει λίγο, για να αγωνισθεί και να ανδρωθεί. Εγώ φύτεψα λίγες ντοματιές. Στην αρχή τις πότιζα κάθε ήμερα, μετά τις άφησα. Όταν έφθασαν να κιτρινίζουν τα φύλλα τους, τότε τις πότισα. Όσο έμεναν απότιστες, ζορίστηκαν και αναγκάσθηκαν να ρίξουν βαθιά τις ρίζες τους, για να βρουν υγρασία, και έδεσαν και καρπό. Άν τις πότιζα συνέχεια, μόνο θα ψήλωναν και οι ρίζες τους θα έμεναν στην επιφάνεια. – Είπατε, Γέροντα, ότι ο άνθρωπος στην αρχή τού αγώνα του αισθάνεται την Χάρη του Θεού και υστέρα τον εγκαταλείπει λίγο η θεία Χάρις. – Ναί, παίρνει την Χάρη Του ο Θεός, για να ταπεινωθεί ο άνθρωπος και για να καταλάβει την βοήθεια του Θεού. – Αυτή η αλλαγή δεν είναι λίγο οδυνηρή; – Όχι, γιατί δεν τον εγκαταλείπει τελείως ο Θεός. Όταν αρχίζει ο άνθρωπος να δουλεύει πνευματικά, του δίνει ο Θεός π.χ. καμμιά… σοκολάτα. Αρχίζει έτσι σιγά-σιγά και μαθαίνει να δουλεύει τρώγοντας και καμμιά… σοκολάτα. Αλλά, όταν δεν του δίνει ο Θεός σοκολάτα και αυτός σταματάει να δουλεύει και λέει «πρώτα έτρωγα σοκολάτες, τώρα δεν τρώω καμμία, ώχ τί έπαθα!», δεν κάνει προκοπή. Πρέπει δηλαδή να το χαίρεται αυτό ο άνθρωπος, να μην θέλουμε εύκολα να μας βοηθάει ο Χριστός, να μην ζητάμε οικονομίες, γιατί τότε θα είμαστε αδόκιμοι, ανεκπαίδευτοι. Και στον στρατό, όσοι εκπαιδεύονται καλά, αυτοί δεν σκοτώνονται. Όταν ο άνθρωπος βοηθιέται συνέχεια, τελικά δεν βοηθιέται. Εμένα με συγκινεί που δεν βοηθάει συνέχεια ο Χριστός. Νιώθω σαν να είμαι μαθητής και οι καθηγητές έχουν από τους μαθητές απαιτήσεις. Και για να περάσει κανείς στις πνευματικές εξετάσεις, είναι δύσκολο, χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση του εαυτού του και βία, αλλά έτσι προοδεύει πνευματικά. Μήπως είναι δύσκολο στον Θεό να βοηθάει συνέχεια τον κάθε άνθρωπο; Αλλά δεν βοηθιέται με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος. Ένα παιδί κακομαθημένο, που του δίνουν οι γονείς του συνέχεια σοκολάτες και θέλει όλο να του δίνουν, θα γίνει τεμπέλικο, κακορρίζικο, κακομοίρικο. το ίδιο και ο άνθρωπος. Αν δέχεται συνέχεια την βοήθεια του Θεού, χωρίς να κοπιάζει ο ίδιος, δεν θα ωριμάσει ποτέ πνευματικά. Γι’ αυτό, ενώ στην αρχή της πνευματικής ζωής ο Θεός βοηθάει τον άνθρωπο, μετά σιγά-σιγά τραβιέται, για να καταλάβει ο άνθρωπος ότι πρέπει και ο ίδιος να κάνη ό,τι μπορεί. Να, το μικρό παιδάκι δεν το κρατούν συνέχεια οι γονείς από το χεράκι, για να περπατήσει, το αφήνουν και λίγο να περπατήσει μόνο του Και, μόλις πάει να πέσει, τάκ, το πιάνουν. Μετά καταλαβαίνει το παιδί ότι οι δικές του δυνάμεις αρκούν μόνο για να περπατάει πιασμένο από την κουπαστή! Αν το παιδάκι περπατάει, μόνον όταν το κρατάνε από το χέρι, Και, όταν το αφήνουν, δεν πιάνεται από την κουπαστή, για να περπατήσει Και σιγά-σιγά να δυναμώσει, αλλά κάθεται κάτω, τότε δεν θα μάθει ποτέ να περπατάει, γιατί δεν έκανε αυτό που μπορούσε. – Αισθάνεται ο άνθρωπος ότι πρώτα είχε την θεία βοήθεια Και υστέρα δεν την έχει; – Αν δεν παρακολουθεί ο άνθρωπος τον εαυτό του, τίποτε δεν αισθάνεται. Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση. Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

διαβάστε περισσότερα »

Η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής.

Ανάμεσα σ’ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να ονομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σε έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον Άγιο Εφραίμ το Σύρο. Να το κείμενο της προσευχής: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δώς. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τώ σώ δούλω. Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός εί εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής. Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μ. Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και όλα τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ’ όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό. Η βασική μας ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατὸ ν’ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματικὴ πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή. Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στ’ αλήθεια μια δαιμονικὴ δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικὰ ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο· γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ’ αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να το επιθυμήσει. Πνεύμα φιλαρχίας ! Φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντάς την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν ν’ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους άλλους. Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους· έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία. Τέλος είναι η αργολογία. Απ’ όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σ’ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος. Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει· ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας. Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γι’ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις. Η Σωφροσύνη ! Αν δεν περιορίσουμε- πράγμα που συχνά πολύ λαθεμένα γίνεται- την έννοια της λέξης «σωφροσύνη»μόνο στη σαρκική σημασία της θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν το θετικό αντίστοιχο της λέξης “αργία”. «Αργία», πρώτα απ’ όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητάς μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη απὸ τη σαρκική διαφθορά, είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά αλλού δεν φαίνεται καλύτερα παρά

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο