Ἡ Ἀνάσταση ποὺ ἄργησε

 

Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ὁ Γέροντας, λαμπροφορεμένος, ὑποδεχόταν τὸν κόσμο καὶ ἔ­παιρνε τὶς λειτουργίες. Εἶχε ἑτοιμάσει τὰ καντή­λια ἀπὸ νωρίς. Ἕτοιμα ὅλα, σβηστά. Ἄρχισε τὸ «Εὐλογητός», πῆρε καιρὸ μέσα στὰ μαῦρα του τὰ ράσα, μὲ τοὺς βοστρύχους τῶν μαλλιῶν καὶ τῶν γενειῶν του νὰ λάμπουν.

Σοβαρός-σοβαρός. Ἀνοι­γόκλεινε τὴν πόρτα, παραπατοῦσε ἀλλὰ ἔτρεχε κιόλας, προσκυνοῦσε τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες, τὸν θρόνο, ἔμπαινε στὸ Ἱερό, ἔπαιρνε τὶς λειτουργί­ες, ψέλναμε τὸν Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δὲν εἶχε ὁ Γέροντας χρόνο κοσμικό, εἶχε χρόνο λει­τουργικό. Μαζευόταν ὁ κόσμος, πολὺς κόσμος. Χριστιανοί, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν γειτονιὰ δρασκέλιζαν τὴν μάντρα, σκύβον­τας ἀπὸ τὸ μικρὸ πορτάκι, ἄρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστεροῦσε ὁ Γέροντας. Σβηστὰ τὰ φῶτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δὲν ἔβγαινε νὰ πῆ τὸ «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Ἔφευγα ἀπὸ τὸ ψαλτήρι, νὰ πάω στὸ Ἱερό, μοῦ ἔλεγε: «Ξέρω, ξέρω». Ἀδημο­νία. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες σήμαναν ἤδη Ἀνάσταση, βαρελότα πέφτανε, κι αὐτὸς δὲν ἔβγαινε. «Ξέρω, ξέ­ρω», μοῦ λέει. «Ὅποιος θέλει νὰ φύγῃ, δὲν μπορεῖ. Ἂς τοὺς βάλουμε στὴν ἐκκλησία, τὰ προβατάκια τοῦ Χριστοῦ μας, Βαγγέλη. Μέσα στὴν κιβωτὸ εἶναι μιὰ φορᾶ τὸν χρόνο. Ἂς καθυστερήσουν. Ψάλλε ἐσύ, ψάλλε». «Τὰ εἶπα, Γέροντα, πάλι καὶ πάλι».

Τέλος πάντων, βγῆκε. Ἄλλο πανηγύρι. Ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα γελώντας, βλέποντας τὸ φῶς. «Ἔπεφταν οἱ Χριστιανοὶ, κι ἐκεῖνος ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα του. Πῆραν τὸ φῶς, διαδόθηκε παντοῦ, ἔξω στὶς αὐλές. Ψέλναμε: «Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστὲ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστεροῦσε, χαιρε­τοῦσε, εὐλογοῦσε, σταύρωνε. Ἀνέβηκε σ’ ἕνα πε­ζούλι, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ναό, καὶ πήγαινε πέρα-δώθε. Γελοῦσε, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, σωστὸ παιδί. Ὃ κόσμος περίμενε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀφοῦ «ἔπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, ἐστάθη. Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, δόξασε τὴν Ἁγία Τριάδα, διάβασε τὸ κείμενο, τὸ ἑωθινό, ὄχι τὸ σύνηθες ἀλλὰ τὸ ἄλλο, τὸ μεγαλύτερο. Δόξα σοι, εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», χτύπησαν οἱ καμ­πάνες. Δὲν εἶχαν πολλὰ βαρελότα. Ψέλναμε ὅλοι, ὅλος ὁ λαός. Νέα χαρὰ τώρα. «Χριστὸς Ἀνέστη», φώναζε. Περιδιάβαινε στὸ πεζούλι, μετὰ χάθηκε στὸν κόσμο. Εἶχε πάει ἡ ὧρα 1:30. Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία. «Ψάλτε, ψάλτε», ἔλεγε. Λιβάνιζε σὲ κάθε ὠδή. Ψέλναμε τὶς Καταβασίες. Ἐάν μᾶς ξέφευγε κανένα τροπάριο καὶ τὸ λέγαμε μόνο μία φορᾶ, αὐτός μᾶς ἔλεγε: «Πὲς το πάλι». Μνημόνευε στὴν πρόθεσι χιλιάδες ὀνόματα. Εἶχε πάει 2:30 τὸ πρωί. Ὁ κόσμος εἶχε ἐγκλωβιστεῖ. Μόνον οἱ Ἕλληνες ξέ­ρουν, τί σημαίνει νὰ πᾶς κάπου νὰ ἀναστήσῃς καὶ μετὰ νὰ πᾶς νὰ φᾶς. Ἀκόμα καὶ οἱ Χριστιανοὶ θέ­λουν νὰ εἶναι 2 ἡ ὧρα στὸ τραπέζι, κι ἐμεῖς μόλις ποὺ εἴχαμε ἀρχίσει.

Εἶπα τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστόν», τὸν Ἀπόστολο, δια­βάστηκε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἦρθε ἡ ὧρα τῶν κατηχουμένων. Τρεῖς τὴν νύχτα ἄρχισε νὰ μνημονεύῃ τοὺς ζωντανούς, χιλιάδες ὀνόματα. Πολλοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Πῆγε ἡ ὧρα 4:00 κι ἀκόμα νὰ βγοῦν τὰ Ἅγια. Τέλος πάντων, εὐδόκησε νὰ πάψῃ τὰ μνημόνια. Βγῆκαν τὰ Ἅγια, κι ἄρχισε πάλι νὰ μνημονεύη. Μπῆκα στὸ Ἱερὸ καὶ μοῦ λέει: «Χαίρον­ται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οἱ πεθαμένοι». Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν ξέρω ἂν χαίρωνται οἱ πεθαμέ­νοι. Οἱ ζωντανοὶ ὅμως;». Μοῦ λέει: «Χαίρονται κι αὐτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε». Καὶ τί νὰ ψάλλω; Περίμενα νὰ τελειώσῃ.

Τελείωσε, μᾶς κοινώνησε ὅλους, μᾶς ἔδωσε ὄ­λα του τὰ κρασιὰ καὶ τὰ πρόσφορα καὶ τ’ αὐγά καὶ φύγαμε κατὰ τὶς 5:00. Σκέφθηκα: «Δὲν ξανάρχομαι τοῦ χρόνου, ἀπαπαπα!». Τὸν ἑπόμενο χρόνο δὲν λειτούργησε. Ἦταν ἡ τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία ποὺ ἔκανε μόνος του, μὲ τὸ ποίμνιό του, ὁ ποιμένας ὁ καλός, ὁ εὐλογημένος.»

Πηγή: Σίμωνος Μοναχοῦ, π. Εὐμένιος – ὁ κρυφὸς Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις.

  Είπα σε κάποιους γιατρούς, που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά η στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί, χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει. Αλλά προηγείται ο «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε και αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα; Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν, λοιπόν, μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα. -του έλεγε ο Εβραίος- Θα σου το δώσω πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο. Σου λέει: «Τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…». Έδωσε λοιπόν τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο. Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί, έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά, γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Άλλα τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο! Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Άλλα για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από εδώ, σε τραβάει από εκεί, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.  

διαβάστε περισσότερα »

Χωρίς τον Θεό δεν είναι δυνατό να υπάρξει αληθινή ανάπαυση, ειρήνη και παρηγοριά!

  Πάντοτε να θυμάσαι με αγάπη τον Θεό και την αγάπη Του για μας. Όλα όσα βλέπεις στον ουρανό και στη γη, στον τόπο της κατοικίας σου, σε ξυπνούν για να θυμάσαι τον Κύριο και την αγάπη Του, που μέσα της κλείνει και εμάς. Κάθε πλάσμα του Θεού φανερώνει την αγάπη Του σ’ εμάς. Βλέποντας, λοιπόν, και απολαμβάνοντας τα δημιουργήματά Του, λέγε μέσα σου: «Αυτό είναι έργο των χεριών του Θεού μου και έχει δημιουργηθεί για χάρη μου. Αυτά τα φωτεινά ουράνια σώματα, ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άλλα αστέρια, είναι δημιουργήματα του Κυρίου μου, για να φωτίζουν όλη την οικουμένη και εμένα. Αυτή η γη που πάνω της ζω και που δίνει τους καρπούς της σ’ εμένα και στα ζώα μου, αυτή, μαζί με ό,τι έχει, είναι δημιούργημα του Κυρίου μου. Αυτό το νεράκι που ξεδιψά εμένα και τα ζώα μου, είναι αγαθό του Κυρίου μου. Αυτά τα ζώα που μου δουλεύουν, είναι δημιουργήματα του Κυρίου μου, και Εκείνος τα έθεσε στην υπηρεσία μου. Αυτό το σπίτι, όπου κατοικώ, είναι δώρο του Θεού, και Εκείνος μου το έδωσε για την ανάπαυσή μου. Αυτή η τροφή που τρώω, είναι αγαθό του Θεού, και Εκείνος μου τη δίνει για την ενίσχυση και την παρηγόρηση των αδυναμιών του σώματός μου. Αυτό το ρούχο που φοράω, μου το έδωσε ο Κύριος και Θεός μου για να καλύψω το γυμνό μου σώμα». Φανερό δείγμα της αγάπης μας προς τον Θεό είναι και η χαρά της καρδιάς μας. Γιατί είναι φυσικό να αισθανόμαστε χαρά για ό,τι αγαπάμε. Έτσι και η αγάπη μας προς τον Θεό, χωρίς τη χαρά δεν μπορεί να νοηθεί. Όσες φορές ο άνθρωπος νιώθει στην καρδιά του τη γλυκύτητα της αγάπης προς τον Θεό, τόσες φορές και πλημμυρίζει από χαρά. Όπως το μέλι ευφραίνει τη γεύση μας, έτσι και η αγάπη του Θεού χαροποιεί την καρδιά μας, γιατί «δοκιμάζουμε και βεβαιωνόμαστε πόσο καλός είναι ο Κύριος» (Ψαλ. 33, 9). Όποιος αγαπά τον κόσμο δεν αγαπά τον Θεό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αποστόλου: «Αν κάποιος αγαπά τον κόσμο, δεν έχει μέσα του την αγάπη προς τον Πατέρα» (Α΄ Ιω. 2, 15). Τέτοιοι είναι όσοι θέλουν να ζουν στη ζωή αυτή με πολυτέλεια, να κατοικούν σε βίλες, να κυκλοφορούν με πλούσιες άμαξες, να ντύνονται με βαρύτιμα ρούχα, να δοξάζονται και να τιμώνται από όλους. Αυτοί έχουν σαρκικό φρόνημα, φιλοδοξία και εγωισμό, δηλαδή ό,τι εχθρεύεται ο Θεός. Τον άνθρωπο που αγαπάμε, τον σκεφτόμαστε συχνά. Παρόμοια συμβαίνει και με την αγάπη μας προς τον Θεό. Όποιος Τον αγαπά, Τον σκέφτεται συχνά, αναπαύεται κοντά Του και στρέφεται σ’ Αυτόν με θαυμασμό. Χωρίς τον Θεό η ευτυχία είναι καταραμένη και φτωχή, η ζωή είναι θάνατος, η χαρά είναι λύπη, η γλυκύτητα είναι πίκρα. Με τον Θεό και η δυστυχία είναι ευτυχία, και η φτώχεια είναι πλούτος, και η αφάνεια είναι δόξα, και η ατίμωση είναι τιμή, και οι δοκιμασίες είναι γεμάτες παρηγοριά. Χωρίς τον Θεό δεν είναι δυνατό να υπάρξει αληθινή ανάπαυση, ειρήνη και παρηγοριά.

διαβάστε περισσότερα »

Η γκρίνια έχει κατάρα!

Γέροντα, που οφείλεται η γκρίνια και πως μπορείς να την αποφύγης; – Στην κακομοιριά οφείλεται και με την δοξολογία την κάνει κανείς πέρα. Η γκρίνια γεννά γκρίνια και η δοξολογία γεννά δοξολογία. Όταν δεν γκρινιάζη κανείς για μια δυσκολία που τον βρίσκει, αλλά δοξάζη τον Θεό, τότε σκάζει ο διάβολος και πάει σε άλλον που γκρινιάζει, για να του τα φέρη όλα ανάποδα. Γιατί, όσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει. Μερικές φορές μας κλέβει το ταγκαλάκι και μας κάνει να μη μας ευχαριστή τίποτε, ενώ μπορεί κανείς όλα να τα γλεντάη πνευματικά με δοξολογία και να έχει την ευλογία του Θεού. Να, ξέρω κάποιον εκεί στο Όρος που, αν βρέξη και του πης «πάλι βρέχει», αρχίζει: «Ναι, όλο βρέχει, θα σαπίσουμε από την πολλή υγρασία».Αν μετά από λίγο σταματήση η βροχή και του πης «ε, δεν έβρεξε και πολύ», λέει: «Ναι, βροχή ήταν αυτή; Θα ξεραθή ο τόπος…;». Και δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι καλά στο μυαλό, αλλά συνήθισε να γκρινιάζη. Να είναι λογικός και να σκέφτεται παράλογα! Η γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του, οπότε μετά έρχεται η οργή του Θεού. Στην Ήπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ο ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ένα-δυό χωραφάκια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό. Εργαζόταν όσο μπορούσε, χωρίς άγχος. «Θα κάνω ό,τι προλάβω, έλεγε. Μερικές φορές άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή, γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψη, άλλα του τα σκόρπιζε ο αέρας, και όμως για όλα έλεγε «δόξα Σοι ο Θεός» και όλα του πήγαιναν καλά. Ο άλλος είχε πολλά κτήματα, αγελάδες κ.λ.π., δεν είχε και παιδιά.Αν τον ρωτούσες «πώς τα πας;», «άστα, μην τα ρωτάς», απαντούσε. Ποτέ δεν έλεγε «δόξα Σοι ο Θεός», όλο γκρίνια ήταν. Και να δήτε, άλλοτε του ψοφούσε η αγελάδα, άλλοτε του συνέβαινε το ένα, άλλοτε το άλλο. Όλα τα είχε, αλλά προκοπή δεν έκανε. Για αυτό λέω, η δοξολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Από μας εξαρτάται, αν γευθούμε ή όχι τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός. Πως όμως να τις γευθούμε, αφού ο Θεός μας δίνει λ.χ. μπανάνα και εμείς σκεφτόμαστε τι καλύτερο τρώει ο τάδε εφοπλιστής; Πόσοι άνθρωποι τρώνε μόνον ξερό παξιμάδι, αλλά μέρα-νύχτα δοξολογούν τον Θεό και τρέφονται με ουράνια γλυκύτητα! Αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν μια πνευματική ευαισθησία και γνωρίζουν τα χάδια του Θεού. Εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε, γιατί η καρδιά μας έχει πιάσει γλίτσα και δεν ικανοποιούμαστε με τίποτε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η ευτυχία είναι στην αιωνιότητα και όχι στην ματαιότητα.

διαβάστε περισσότερα »

Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός της Αγίας Φωτεινής πολιούχου της Ενορίας μας.

Ξεκίνησαν οι διήμερες εορταστικές και λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν της Μεγαλομάρτυρος και Ισαποστόλου Φωτεινής της Σαμαρείτιδος προστάτιδος της Ενορίας μας. Σήμερα παραμονή της εορτής τελέστηκε ο Αναστάσιμος Πανηγυρικός Εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας και θείου κηρύγματος υπό του Πανοσιολογιότατου Αρχιμανδρίτου π. Αναστασίου Τασοπούλου, Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεώς μας. Αύριο, το πρωί θα τελεστεί ο Όρθρος και η Αρχιερατική Θεία Λειτουργία ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ.κ. ΔΑΝΙΗΛ. Το απόγευμα και ώρα 7 θα τελεσθεί ο Μεθέορτος Εσπερινός και η Ιερά Παράκληση στην Αγία Φωτεινή την Σαμαρείτιδα και στην συνέχεια η Λιτάνευση η Ιερά Εικόνα της Ισαποστόλου στους δρόμους της Ενορίας μας, προς αγιασμό, ευλογία και ενίσχυση των πιστών Ενοριτών. Στα σχολεία στην οδό Προύσης θα γίνει ειδική δέηση υπέρ των διαγωνιζομένων μαθητών και μαθητριών. Ώρα 8:30. Διαδρομή Λιτανείας τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος διά τῶν ὁδῶν: Ἁγίας Φωτεινῆς – Ἀμαλθείας – Προύσσης – Ἀϊδινίου – Εὐαγγελιστρίας – Ἱερός Ναός.    

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο