Πόσο εύκολα μερικές φορές ξεχνά ο άνθρωπος τις ευεργεσίες που του έχουν κάνει! Λένε πως η αχαριστία δεν έχει ούτε μάτια για να δει, ούτε μνήμη για να θυμηθεί. Ούτε καρδιά για να ευγνωμονήσει, ούτε σπλάχνα για να συμπονέσει και να λυπηθεί.
Πράγματι, πόσο γρήγορα ξεχνά ο άνθρωπος τα καλά που του έχουν κάνει! Και με τι νόμισμα ξεπληρώνει αυτά τα καλά που κάποτε αυτός δέχτηκε; Αντί να ευχαριστήσει για την καλοσύνη και τη βοήθεια που του πρόσφεραν κάποτε, φέρεται τώρα σκληρά και αχάριστα.
Με μίσος ξεπληρώνει την αγάπη. Με κατατρεγμό τη βοήθεια. Με ζημία την ωφέλεια που κάποτε του πρόσφεραν. Δεν υπάρχει χειρότερος εχθρός στον κόσμο από τον άνθρωπο που κάποτε ευεργετήθηκε και τώρα βγαίνει σκληρός και αχάριστος, χωρίς μνήμη, χωρίς τύψεις, χωρίς ντροπή. Και σκέπτομαι, στο σημείο αυτό, το μεγάλο και δίκαιο παράπονο του Σωτήρα Χριστού, που ανεβασμένος στο Σταυρό του Γολγοθά, ατενίζει με απογοήτευση την αχαριστία σ’ όλη της την αποθέωση.
Λαός μου, τι εποίησά σοι και τι μοι ανταπέδωκας; αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος…
Μήπως Αυτός δεν ήταν, που κάποτε καθάρισε τα σώματα από τις πληγές της λέπρας;
Μήπως Αυτός δεν ήταν κάποτε, που τους άνοιξε τα μάτια από τις τσίμπλες της τύφλας;
Μήπως Αυτός δεν ήταν, που τους σήκωσε από το κρεββάτι της τσίκνας, που χρόνια έμειναν πάνω ξαπλωμένοι παράλυτοι;
Και τώρα να η πληρωμή.
– Διψώ, δώστε μου λιγάκι νερό, λέγει με παράπονο πάνω απ’ το Σταυρό.
Η απάντηση πικρή, φαρμάκι.
Ένα σφουγγαρόπανο βουτηγμένο από ξύδι. Η αποκορύφωση της αναίδειας, η αποθέωση της αχαριστίας.
Αυτή είναι δυστυχώς η ψυχή του επιπόλαιου ανθρώπου, που αναδεικνύεται αχάριστος και ελαφρόμυαλος.
Χίλια καλά να του κάνεις, ένα αν τύχει και ξεχάσεις αμέσως σβήνουνε όλα τα προηγούμενα.
Και το πιο απαίσιο απ’ όλα, γι’ αυτή την παράλειψη γίνεται αμέσως ο φοβερότερος εχθρός σου και ο πιο αμείλικτος διώκτης σου.
Αλήθεια, λέει κάπου, κι όμως τα ανόητα βόδια αναγνωρίζουν τον αφέντη τους και τα άμυαλα γαϊδούρια θυμούνται τη φάτνη τους.
Κι όμως ο αχάριστος άνθρωπος, παρά την τόση μνήμη που διαθέτει, δε θυμάται τίποτα. Τα ξεχνάει όλα.
Να λοιπόν, η διαφορά. Το ζώο που είναι ζώο, παραμένει κοντά στον κύριο του πιστό, γεμάτο ευγνωμοσύνη! Και ο άνθρωπος που ευεργετήθηκε παραμένει ανόητος και αναίσθητος.
Και στο σημείο αυτό προβάλλει ένα πραγματικά δύσκολο ερώτημα. Άραγε τι απ’ τα δύο να συμβαίνει;
Είναι δηλαδή ο ανόητος αχάριστος, ή ο αχάριστος είναι ανόητος;
Οι Πατέρες συμφωνούν ότι μάλλον το δεύτερο είναι το σωστό. Γιατί επιτέλους ένας ανόητος δεν είναι σε θέση να διακρίνει τα καλά που του έκανες. Και αφού δεν είναι σε θέση να κρίνει, φυσικό είναι να μην είναι αχάριστος.
Στη δεύτερη όμως περίπτωση ο αχάριστος αποδεικνύεται πιο ανόητος κι από τα ανόητα γαϊδούρια, αφού δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει το καλό με το οποίο ευεργετήθηκε.
Γιατί εδώ βλέπουμε καθαρά, ότι και τα ζώα με κάποια έμφυτη διάκριση που διαθέτουν, μπορούνε να ξεχωρίσουν τον ευεργέτη τους και δείχνουν απέναντί του κάποια ευαισθησία.
Αντίθετα ο αχάριστος άνθρωπος δε συγκρίνεται με τίποτα και έτσι αποδεικνύεται πιο βόδι κι απ’ τα βόδια και χειρότερος ακόμη κι αυτά τα συμπαθητικά ανόητα γαϊδούρια.
Γιατί εκείνα, αν και είναι άλογα ζώα, μπορούν να ξέρουν να ανταποδίδουν κάποια μορφή ευγνωμοσύνης, ενώ ο επιπόλαιος και φαντασμένος άνθρωπος θεωρεί φυσιολογικό να μην αισθάνεται ουδέ ίχνος ευγνωμοσύνης προς τον Ευεργέτη και Δημιουργό του.
Τι άλλο θα μπορούσε άραγε να προσθέσει κανείς;
Από το βιβλίο: Πιστοί στην παράδοση, Ιωάννης Στόγιας