Ὅπως στεκόταν στὸν παράδεισο (Γέν. 3:24), ἔτσι στέκεται καὶ τώρα ἀπειλητικὸς ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο ὁ θανάσιμος ἐχθρός του, τὸ πεσμένο «Χερουβείμ», μὲ τὸ περιστρεφόμενο πύρινο ξίφος. Ἀδιάκοπα καὶ ἀδιάλλακτα πολεμάει τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, προσπαθώντας νὰ τὸ παρασύρει στὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν Του καὶ σὲ ὄλεθρο μεγαλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν προπατόρων μας. Δυστυχῶς, μὲ κάθε ἐπιτυχία του ὁ ἐχθρὸς ἐνθαρρύνεται καὶ γίνεται πιὸ ἐπιθετικός. Τὸ περιστρεφόμενο πύρινο ξίφος ποὺ ἔχει στὸ χέρι του ὁ ἄρχοντας τοῦ ἀέρα, εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὁσίου Μακαρίου του Μεγάλου, ἡ δυνατότητα τῶν δαιμόνων νὰ περιστρέφουν τὴ διάνοια καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, σαλεύοντας καὶ φλογίζοντάς τες μὲ ποικίλα πάθη. Ὁ ἀπόστολος κάνει λόγο γιὰ «τὰ φλογισμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» (Ἐφ. 6:16), ἐνῶ ὁ προφήτης παρομοιάζει... τὴν ἐπενέργεια τοῦ διαβόλου στὴν ψυχὴ μὲ «τὴ φωτιὰ ποὺ καίει τ’ ἀγκάθια» (Ψαλμ. 117:12). Ὁ ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος γράφει: «Ἀπὸ τότε ποὺ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐξοριστεῖ, ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς του, ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεό, ὁ διάβολος μὲ τοὺς δαίμονες ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σαλεύει νοητὰ μέρα καὶ νύχτα τὸ λογιστικὸ κάθε ἀνθρώπου, ἄλλου λίγο, ἄλλου πολὺ καὶ ἄλλου πιὸ πολύ. Καὶ τὸ λογιστικὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὀχυρωθεῖ διαφορετικά, παρὰ μὲ τὴν ἀκατάπαυστη μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἄν, δηλαδή, μὲ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ ἐντυπωθεῖ στὴν καρδιὰ ἡ θεία μνήμη, θὰ στερεώσει καὶ θὰ κάνει ἀκλόνητο τὸ λογιστικό. Σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ὁδηγεῖ ὁ νοητὸς ἀγώνας, στὸν ὁποῖο κάθε χριστιανὸς ἀποδύθηκε νὰ ἀγωνιστεῖ μέσα στὸ στάδιο τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ• ἀλλιῶς θ’ ἀγωνιστεῖ μάταια». Ἡ ἐντολὴ ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφορᾶ ὄχι μόνο τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια, ἀλλὰ κυρίως τὴν πηγὴ καὶ τὴν αἰτία τους, τοὺς λογισμούς. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐχθρὸς πολεμάει πρώτιστα τὸν νοῦ. Ἄν, λοιπόν, ὁ νοῦς, ποὺ ἡγεμονεύει στὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, δὲν συγκατατεθεῖ στὴν ἁμαρτία, δὲν μποροῦν νὰ γεννηθοῦν οὔτε λόγια οὔτε ἔργα ἁμαρτωλά. Τὸ ὅπλο τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἡ σκέψη καὶ ἡ φαντασίωση τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ παλεύει ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἐναερίων πνευμάτων μέσα στὸν χῶρο τοῦ νοῦ. Ἐκεῖ θὰ νικήσει ἢ θὰ νικηθεῖ. Ἐκεῖ θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ τελώνια ἢ θὰ ὑποταχθεῖ σ’ αὐτά. Ἐκεῖ θὰ ἀποφασιστεῖ ἡ αἰώνια κατάστασή του. Ὁ ἴδιος θὰ διαλέξει ἐλεύθερα εἴτε τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ τοῦ χαρίστηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν Πλάστη κι ἔπειτα ἀπὸ τὸν Λυτρωτή του, εἴτε τὸν αἰώνιο θάνατο, ποὺ προαναγγέλθηκε ἤδη στὸν παράδεισο ἀπὸ τὸν δίκαιο Θεὸ ὡς συνέπεια τῆς παραβάσεως τῆς εὐεργετικῆς ἐντολῆς Του. Σ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη καὶ πολὺ κρίσιμη πάλη μᾶς καλεῖ ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει: «Ντυθεῖτε μὲ τὴν πανοπλία ποὺ δίνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ μπορέσετε ν’ ἀντιμετωπίσετε τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Γιατί δὲν ἔχουμε νὰ παλέψουμε μὲ ἀνθρώπους ἀλλὰ μὲ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, δηλαδὴ μὲ τοὺς κυρίαρχούς του σκοτεινοῦ τούτου κόσμου, τὰ πονηρὰ πνεύματα, ποὺ βρίσκονται ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανὸ» (Ἐφ. 6:11-12). Ὁ ἴδιος ἀπόστολος ἀναφέρει καὶ τὸν χῶρο αὐτῆς τῆς φοβερῆς πάλης καὶ τὸ εἶδος τῶν ὅπλων ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιηθοῦν: «Τὰ ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα πολεμᾶμε ἐμεῖς δὲν εἶναι κοσμικά, ἀλλὰ ἔχουν τὴ δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γκρεμίζουν ὀχυρὰ (πνευματικά). Μ’ αὐτά, δηλαδή, ἀνατρέπουμε λογισμοὺς καὶ καθετὶ ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτὰ αἰχμαλωτίζουμε κάθε σκέψη καὶ τὴν κάνουμε νὰ ὑπακούει στὸν Χριστὸ» (Β’ Κορ. 10:4-5). Ὅπως βλέπουμε, ὁ ἀπόστολος μᾶς προτρέπει νὰ αἰχμαλωτίζουμε ὄχι μόνο τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμούς, ποὺ φανερά τοὺς ἀποστρέφεται ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὅλες τὶς σκέψεις, κάνοντάς τες νὰ ὑπακοῦνε σ’ Ἐκεῖνον. Γιατί ὁ πονηρὸς ἐχθρός μας, ἔμπειρος καθὼς εἶναι στὸν νοερὸ πόλεμο, δὲν ὑποβάλλει ἐξαρχῆς στὸν ἄνθρωπο λογισμοὺς ξεκάθαρα ἁμαρτωλούς. Ἀντιπαραθέτει στὸν πνευματικὸ λογισμό, δηλαδὴ στὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, τὸν μεταπτωτικὸ ἀνθρώπινο λογισμό, τὸν σαρκικὸ καὶ ψυχικό, ποὺ τὸν παρουσιάζει ὡς ὀρθὸ καὶ ὑγιῆ, ὡς σοφὸ καὶ ἐπιβεβλημένο. Μ’ αὐτὸν προσπαθεῖ νὰ ἀναιρέσει τὸν λογισμὸ τῆς ὑπακοῆς στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος συνιστᾶ τὴν ἀποφασιστικὴ καὶ πλήρη αὐταπάρνηση, ὅταν μᾶς καλεῖ νὰ ντυθοῦμε μὲ τὴν πανοπλία ποὺ δίνει ὁ Θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ πάρουμε στὰ χέρια κάποιο ὅπλο. Δὲν ἀρκεῖ, δηλαδή, μόνο ἡ νηστεία, οὔτε μόνο ἡ προσευχή, οὔτε μόνο ἡ ἐλεημοσύνη, οὔτε μόνο ἡ ἁγνεία. Ἡ πανοπλία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖται ἀπ’ ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Ὅποιος παραβεῖ ἔστω καὶ μία μόνο ἀπ’ αὐτές, θεωρεῖται παραβάτης ὅλου τοῦ θείου νόμου (Ἰακ. 2:10) καὶ «θὰ κηρυχθεῖ ἐλάχιστος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5:19), θὰ ριχθεῖ, δηλαδή, στὴ γέεννα, σύμφωνα μὲ ἑρμηνεία τοῦ μακαρίου Θεοφυλάκτου. «Γι’ αὐτὸ τηροῦσα ὅλες τὶς ἐντολές Σου, μισώντας κάθε ἄδικη πράξη» (Ψαλμ. 118:128). «Γι’ αὐτὸ φορέστε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε ν’ ἀντισταθεῖτε τὴν ὥρα τῆς σατανικῆς ἐπιθέσεως. Λάβετε κάθε ἀπαραίτητο μέτρο γιὰ νὰ μείνετε ὥς τὸ τέλος σταθεροὶ στὶς θέσεις σας» (Ἐφ. 6:13). Μόνο ὅποιος φοράει τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ τὴν ὥρα τῆς σατανικῆς ἐπιθέσεως. Μόνο ὅποιος τηρεῖ ὅλες ἀνεξαίρετα τὶς ἐντολὲς μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν ἐχθρό. Τὶς ὧρες τῶν σατανικῶν ἐπιθέσεων ἀναδεικνύονται καὶ ἀποδεικνύονται οἱ ἀνδρεῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, πού, νικώντας, μεταβαίνουν ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο στὴν ἀνάσταση καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς ψυχῆς. Τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ τὴ φοροῦν οἱ ἅγιοί Του. Ὁ κανόνας τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ λόγος τους –ὁ λόγος καὶ τῶν χειλιῶν καὶ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τους– εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μ’ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ μάχαιρα (Ἔφ. 6:17) συντρίβουν τὰ περιστρεφόμενα πύρινα ξίφη τῶν ἐχθρῶν –τους δαιμονικοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς δαιμονικὲς φαντασίες– κι ἔτσι αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ διαπεράσουν τὶς ψυχές τους. Μὲ συνεχῆ ἐγρήγορση καὶ νήψη ἐπιτηροῦν τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τους ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Φωτισμένοι ἀπὸ τὴ θεία χάρη, ἀντιλαμβάνονται ἤδη ἀπὸ μακριά τοὺς νοητοὺς κλέφτες καὶ φονιάδες, ὅταν αὐτοὶ τοὺς πλησιάζουν, καὶ βλέπουν μέσα τους σὰν σὲ καθρέφτη τὰ μαῦρα πρόσωπα τῶν νοητῶν αἰθιόπων. Διακόπτοντας ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ κάθε κοινωνία μὲ τοὺς δαίμονες, στεροῦν ἀπ’ αὐτοὺς κάθε δικαίωμα ἢ ἐξουσία πάνω στὶς ψυχές τους. Ἔτσι, ὅταν χωρίζονται ἀπὸ τὰ σώματά τους, περνοῦν ἀνεμπόδιστα τὶς ἐξουσίες τοῦ ἀέρα, τὶς νικημένες ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρετή τους. Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov, Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας
Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς;
Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου. Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του». Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια. Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων. Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι’ αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ