Οι Άγιοι στην ζωή μας.

 

Κάθε ημέρα στην εκκλησία ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων. Αυτές οι πρεσβείες είναι ολόκληρη δύναμις, ολόκληρος κόσμος που βγαίνει από τους αγίους και από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Αλλά οι άγιοι δεν μεσιτεύουν απλώς. Με το να βλέπουν
τον Χριστό και να γνωρίζουν την ζωή του, και με το να δέχονται εν Πνεύματι Αγίω θείο φωτισμό ο οποίος θα γίνει πλήρης την ημέρα εκείνη, όταν θα παραβρεθούμε και εμείς μαζί τους, ο Χριστός γίνεται πλέον περιουσία τους και φωτίζουν και εμάς.

Διαφωτίζουν τον νου μας, μας αποκαλύπτουν. Όταν έχω κάτι και μου το ζήτησης, θα σου το δώσω. Αν έχω δύο χιτώνες, ο Θεός με υποχρεώνει να σου δώσω τον ένα. Αλλά και αν έχω έναν, σε λυπάμαι και σου τον δίνω και αυτόν και ζητάω άλλον από τον
ηγούμενο. Ο άγιος, που έχει τόσο πλούτο από τον φωτισμό του Θεού, δεν θα δώσει και σε μας; Μπορεί να μας το αρνηθεί αυτό;

Ο θείος φωτισμός είναι το βαθύτερο και το σπουδαιότερο που μπορούμε να ζητήσουμε από τους αγίους. Ό,τι και αν μας λείπει, αποκαθίσταται ή μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Αλλά χωρίς τον φωτισμό, την γνώσι δηλαδή, δεν μπορούμε να ζήσουμε.

Η γνώσις του Θεού συντηρεί τα κύτταρά μας και ενώνει το πνεύμα μας, μας παριστάνει ενώπιον του Θεού και μας σώζει και μας βάζει στην βασιλεία των ουρανών. Η γνώσις ή η άγνοια του Θεού, ή μικρή ή η μεγάλη, μας κάνει ζωντανούς ή
νεκρούς. Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος δεν αντέχει να μην εκφράσει την αγάπη του με το να μας πλουτίζει με τον θείο φωτισμό, με το να μας διαφωτίζει στο κάθε μας θέμα.

Επί πλέον, οι άγιοι δεν κάνουν κάτι μακριά από εμάς, δεν πηγαίνουν πίσω από εμάς για να παρακαλέσουν τον
Θεό, αλλά προσεύχονται μαζί μας. Εφ’ όσον είναι πρόσωπα, όταν γονατίζω εγώ, αυτός που κάθε ημέρα είναι με τον Θεόν, γονατίζει μαζί μου, συνγονατίζει, συνιδρώνει, συμπάσχει, συναγωνιά με την δική μου παράσταση ενώπιον του Θεού.

Μη σας κάνη αυτό εντύπωσι. Αναγώνιος είναι η αγωνία του αγίου, αλλά είναι μία αγωνία, μία συμμετοχή στην ζωή μας.
Εφ’ όσον το Πνεύμα κράζει, «αββά ο πατήρ», και αγωνιά μαζί μας, εφ’ όσον ο Πατήρ και η κτίσις αγωνίζονται μαζί μας, δεν θα αγωνισθεί ο άγιος που τον φέραμε και τον βάλαμε στο κελλί μας; Και είναι τόσο εύκολη αυτή η πράξις! Κάνεις μια μικρή έπιστράτευσι και υποχρεώνεις όλους τους αγίους να γονατίσουν μαζί σου.

Μα, θα μου πείτε, συναγωνιά ο άγιος; Γιατί; Διότι εμείς είμαστε άνθρωποι ακόμη, φέρομε το σαρκικό αυτό περίβλημα, έχομε την χονδροείδεια του μυαλού μας και της καρδιάς μας και δεν έχομε σταθερότητα στην πορεία μας. Τώρα μπορεί να κλαίω και μετά να γελάω. Τώρα να ζητώ κάτι από τον Θεόν και μετά να αναρωτιέμαι γιατί το ζητώ. Ή τώρα να ζητώ κάτι και μετά να το ξεχνώ. Τώρα να υπόσχομαι κάτι και μετά να κάνω το αντίθετο.

Τώρα να ορκίζομαι στον Θεό πως θα μετανοήσω και μετά να περιπίπτω στην ίδια αμαρτία με την δική μου γνώμη και βουλή. Δεν έχω δει τον Θεόν με τα μάτια μου τα σαρκικά, όπως τον
θέλω εγώ, δεν μου παρέχει ο Θεός τον εαυτό του, όπως εγώ θα το ήθελα ή το φανταζόμουν, και του εκφράζω τις αφέλειές μου, τα παιδιαρίσματά μου, παίζω μαζί του και τον χάνω μέσα από τα χέρια μου.

Ο άγιος από την μια έχει ενώπιον του την βεβαιότητα του Θεού, την αγάπη του Θεού, όλη· την θεία οικονομία, και μπορεί να την πιάσει και να μας την δώσει, και από την άλλη έχει εμάς τους ανίδεους και χονδρούς ανθρώπους και δεν ξέρει τι να κάνη μαζί μας. Δεν είναι βέβαιος, αν μετά από μισή ώρα θα μείνουμε πιστοί στην υπόσχεση που του δίνομε τώρα, αν αύριο θα τον ξανακαλέσουμε για να συνγονατίση μαζί μας. Έχουμε την βούλησή μας και αύριο μπορεί να τον ξεγελάσουμε, και τότε
θα αναγκασθεί να παραστεί κενός ενώπιον του Θεού.

Κάποιος Γέροντας παρακαλούσε την Παναγία για τους υποτακτικούς του και μία ήμερα είδε στο όνειρό του τον Χριστό
να της λέγει: Πήγαινε, μητέρα μου, και μη με ξεγελάς άλλο· τους βλέπεις ότι είναι αμετανόητοι. Πόσες φορές και οι άγιοι παίρνουν την ίδια απάντηση, όταν εμείς τους ζητάμε και εν συνεχεία τους εγκαταλείπουμε!

Οι άγιοι λοιπόν ενεργούν οι ίδιοι, μεσιτεύουν για μας και μας φωτίζουν, συμπροσεύχονται μαζί μας και συναγωνιούν, συμπάσχουν και συμμετέχουν στην δική μας πάλη. Και όλα αυτά τα κάνουν από μόνοι τους. Εμείς καλούμε τον άγιο, του ζητάμε αυτό που θέλομε, καμιά φορά με πολύ δισταγμό, και ο άγιος αναλαμβάνει το δικό μας υστέρημα να το αναπλήρωση. Προσπαθεί και εμάς να ζωογονεί και τον Θεό να συγκινεί.

Όπως φέρνεις έναν λογιστή και σου κάνει στο ακέραιο την εργασία, εσύ όμως δεν ξέρεις τι σου έκανε, όπως εμπιστεύεσαι τον γιατρό και σου διανοίγει τα σπλάγχνα, αλλά εσύ δεν πονάς ούτε καταλαβαίνεις τίποτε, έτσι ακριβώς καλείς τον άγιο και όλα τα κάνει μόνος του. Εμείς δεν έχομε τίποτε να κάνουμε· εν συνεχεία πάμε και κοιμόμαστε, ο άγιος όμως συνεχίζει να κάνη την δουλειά του. Άραγε συνεχίζει; Βεβαίως συνεχίζει. Συνεχίζουν οι δαίμονες να μας πειράζουν, και θα σταματήσει ο άγιος την δουλειά του;

Οι άγιοι παραβιάζουν ακόμη και τα άδυτα του Θεού και την γνώμη του. Πόσες φορές η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον
Θεόν μεταμελούμενον! Ασφαλώς, ουδέποτε μεταμελείται ο Θεός, αλλά το γεγονός αυτό δείχνει το πόσο ακούει τους άγιους του. Ο Θεός αποκαλύπτεται εμφανώς στους άγιους, και εκείνοι τον αποκαλύπτουν και σε μας. Μας μεταφέρουν δηλαδή τα άδηλα και τα κρύφια της γνώσεως του, σύμφωνα με την θεία οικονομία και πρόγνωση. Οι άγιοι είναι δικοί μας.

Αφού προσκαλέσουμε τόσο απλά τους αγίους, με την εικόνα τους, τα λείψανά τους ή τον νου μας, οι άγιοι γίνονται η
ζωντανή συντροφιά μας. Και επειδή ο άγιος είναι αχώριστος από τον Θεόν, το ξέρω ότι μαζί του είναι και ο Θεός. Ακόμη και αν εγώ είμαι μέσα στην αμαρτία, μέσα στην δυσωδία, και δεν μπορεί να ενεργήσει σε μένα ο Θεός, ακόμη και αν δεν τον νοιώθω, το ξέρω και το πιστεύω ότι μαζί με τον άγιο είναι και ο Θεός.

Επίσης, το ξέρω ότι ο άγιος είναι για μένα μία ευφροσύνη. Πόσες φορές κουβεντιάζαμε για να απαλλαγούμε από το
βάρος της μοναξιάς! Πόσες φορές λέμε αηδίες, γιατί είμαστε στενοχωρημένοι και θέλομε να μας φύγει η δυσκολία, ο πειρασμός, η στενοχώρια, ή θέλομε να σπάσουμε τα οχυρά που μας χωρίζουν από τους άλλους! Πόσες φορές έχομε κάποιο σύμπλεγμα μέσα μας από την αμαρτία μας, από την αναπηρία μας, από την μειονεξία μας, και δεν ξέρομε τι να κάνουμε!

Τότε βγαίνουμε έξω να αναπνεύσουμε αέρα ή πάμε στο κελλί ενός αδελφού μας να του πούμε κάτι. Για την περίπτωση αυτή οι Πατέρες λένε, αν έλθει ο αδελφός σου και σου πει πως είναι στενοχωρημένος, πέταξε αμέσως το κομποσχοίνι σου, μη τυχόν το δει και καταλάβει ότι προσευχόσουν, και αμέσως πες του: Αδελφέ μου, τί έχεις; Διαφορετικά θα φερθούν οι άγιοι;
Αφού έτσι φερόμεθα εμείς, που διατρέχομε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε από τον αδελφό μας στην αμαρτία, δεν θα φερθεί ο άγιος, ο οποίος δεν παρασύρεται και μπορεί να διάλυση τα νέφη μας και να γίνει για μας μία πραγματική ευφροσύνη;

«Εγχρονίζει η ευφροσύνη τοις δικαίοις». λέγει η Άγια Γραφή. Η ευφροσύνη γίνεται στοιχείο συνακόλουθο, αδιαλείπτως ενωμένο με τον δίκαιο. Αν η Αγία Γραφή το λέγει αυτό για τους ζώντας δικαίους, οι οποίοι αύριο μπορεί να πέσουν, πόσο μάλλον ισχύει για τους αγίους, οι οποίοι δεν πίπτουν πλέον. Σε αυτούς η ευφροσύνη εγχρονίζει πολύ περισσότερο.

Ερχόμενος λοιπόν ο άγιος, έρχεται μαζί με την ευφροσύνη του, με το χαμόγελό του, με τα χαρακτηριστικά του, με τις εμπειρίες του, με την ζωή του• είναι ο ίδιος, έχει τα ίδια μυαλά, ζει όπως όταν ήταν κάτω στην γη. Επομένως, μπορώ πολύ εύκολα να αποκτήσω την ευφροσύνη, που μου είναι τόσο αναγκαία για να προσεύχομαι άνετα.

Ο άγιος όμως δεν είναι μόνον η συντροφιά μας, η ευφροσύνη μας, είναι και «η πανήγυρίς μας εν τοις πρωτοτόκοις», η
συμμετοχή μας στον χορό όλων των αγίων. Για να νοιώσουμε αυτή την πραγματικότητα, ας θυμηθούμε το όραμα του προφήτου Δανιήλ το σχετικό με την επικράτηση του Χριστού, της Εκκλησίας και των αγίων.

Ο Προφήτης παρουσιάζει με θηρία τα διάφορα έθνη, τα οποία νικώνται από τον Υιό του Θεού και πίπτουν, τον δε Υιό του ανθρώπου ερχόμενον επί νεφελών και τον Παλαιό των ημερών καθήμενο επί του θρόνου του για να δικάσει την οικουμένη, τα έθνη, τους βασιλείς, τις ψυχές των ανθρώπων. Τα πάντα εξουθενώνονται, δεν μένει τίποτε, δεν αντιστέκεται τίποτε στον Υιό του ανθρώπου.

Σε αυτόν ο Παλαιός των ημερών χαρίζει την αρχή και την τιμή και την βασιλεία. Δηλαδή ο Πατήρ μεταβιβάζει τα δικαιώματά του στον Υιό, παραδίδει τα πάντα στα χέρια του, μέχρις ότου αποκατασταθούν τα πάντα και ο Υιός τα παραδώσει στον Πατέρα.

Άλλος Προφήτης λέγει, «η αρχή επί του ώμου αυτού». Με το ουσιαστικό «αρχή» δεν εννοεί τόσο την εξουσία, όσο την θεότητα· θέλει να δηλώσει ότι η ύπαρξη του Υιού, και μάλιστα το είναι του, η δύναμίς του, είναι συνυφασμένη με την θεότητα, και επομένως ο Υιός είναι Θεός. Ο Υιός του ανθρώπου δεν είναι κάποιος άνθρωπος αλλά ο Υιός του Θεού.

Η λέξις «αρχή» αποκαλύπτει την θεότητα του Υιού, ήτοι την αΐδιο πρόσληψη των πάντων εν τω Θεώ και την βεβαιότητα αυτής της αληθείας, και έτσι νοιώθομε μια ασφάλεια. Ο Υιός του ανθρώπου, ο οποίος ίσταται ανάμεσα στον Παλαιό των ημερών και στον πεσμένο άνθρωπο, είναι ένας Θεός, μάλλον είναι ο Θεός.

«Αυτώ εδόθη η αρχή και η τιμή». Όλη η προσκύνηση, που απενέμετο στον Γιαχβέ, τώρα απονέμεται στον Υιό του Θεού. Εμείς οι χριστιανοί, επικαλούμενοι τον Θεόν, εννοούμε τον Χριστό. Ό,τι και αν κάνουμε, θα πούμε. Χριστέ μου. Και αν πούμε, Θεέ μου, πάλι τον Χριστό εννοούμε. Το ότι ο Πατήρ έδωσε στον Υιό όλη την τιμή, σημαίνει ότι τον έκανε και εκείνον βασιλέα, αρχιερέα, προφήτη, διδάσκαλο, τα πάντα.

Ο δημιουργός Πατήρ έκανε τον Υιό εξουσιαστή των πάντων και Κύριον όλων των ψυχών μετέδωσε τον εαυτό του στον Υιό, μολονότι δεν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίον ο Υιός δεν ήταν εν τω Πατρί, και τώρα, σαρκούμενος ο Υιός, ο Πατήρ του μεταδίδει με την αρχιερωσύνη και όλον τον κόσμο, ο οποίος συμβολίζεται με τα θηρία που νικά.

Εν συνεχεία του χαρίζει την βασιλεία, την καινούργια βασιλεία, την ερχόμενη, την βασιλεία του Θεού, των αγίων, και όχι τα βασίλεια. Αυτά τα διέλυσε ως ατμίδα, καταποντίζοντάς τα στην υπό των βιαίων άνεμων ταρασσομένην θάλασσαν.

Και συνεχίζει ο Προφήτης: Ο Παλαιός των ημερών «έδωκεν το κρίμα τοις αγίοις». Οι προφητείες συνήθως έχουν κάτι
ανακόλουθο· πρέπει κανείς να δη το νόημά τους με το πρίσμα της ιστορίας και με το πνεύμα των ιδίων των προφητών. «Το κρίμα σου τω βασιλεί δος», λέγει ο Ψαλμωδός. «Κρίμα» εμείς θα λέγαμε ότι είναι το δίκαιο, η απόδοση της δικαιοσύνης· κυρίως όμως είναι η δικαίωση.

Αλλά η δικαίωση μου είναι η νίκη μου. Αν παραδέχεσαι πως είχα δίκαιο, μου δίνεις την νίκη. Και εδώ το κρίμα έχει την έννοια της νίκης. Ο Παλαιός των ημερών όμως δεν έδωσε την νίκη σε αυτόν που έδωσε την βασιλεία και την τιμή και την αρχή, αλλά την έδωσε «τοις αγίοις». Δηλαδή τώρα όλα τα δικαιώματα του Υιού, την αρχή, την εξουσία, την προφητεία, την αρχιερωσύνη, τα παραδίδει στους αγίους, σε μας τον νέο Ισραήλ.

«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Πόσο εκφραστική είναι η Παλαιά Διαθήκη! Ανοίγεις τις πύλες, μπαίνεις μέσα και παίρνεις τα πάντα υπό την κατοχή σου. Ο Πατήρ παίρνει τα πάντα από τον Υιό, με την αγάπη και την αποδοχή του Υιού, και τα παραδίδει στους αγίους. Την βασιλεία που είχε χαρίσει στον Υιό, την παίρνομε εμείς. Επίσης, την τιμή του Υιού την δίνει σε μας. Άρα οι άγιοι γίνονται φορείς όλων των δυνατοτήτων, όλων των δυνάμεων, όλων των εξουσιών, όλης της οντότητος, θα λέγαμε, του Χριστού.

Εντεύθεν ο Χριστός είναι οι άγιοι και οι άγιοι είναι ο Χριστός, και έτσι έχομε πλέον την πανηγύρι των πρωτοτόκων, την ίδια την Εκκλησία, δηλαδή το σύνολο των αγίων, οι οποίοι λαμβάνουν από τον Θεόν την δικαίωση και την νίκη. Ο Χριστός ευχαρίστως τους παραχωρεί τα πάντα, μέχρις ότου έλθει η ώρα που και εμείς θα τα παραδώσουμε σε εκείνον και εκείνος θα τα παραδώσει στον Πατέρα. Τότε, θα κλείσει η ιστορία, για να ανοίξει πια η αιωνιότητα, η διαρκής σχέση Θεού και ανθρώπου.

«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Οι άγιοι άρπαξαν την βασιλεία, την κέρδισαν, την κατέκτησαν και την κρατούν γερά· την κατέχουν, δεν θα την κατάσχουν, τους την έδωσε ο Πατήρ. Και αν ερμηνεύσουμε τυπολογικά την Παλαιά Διαθήκη, το ανωτέρω χωρίο αναφέρεται στην Εκκλησία, πολύ δε περισσότερο στην βασιλεία των ουρανών. Αυτή η κατοχή δηλαδή είναι πληρέστατη και τελεία στους άγιους, οι οποίοι ήδη θριαμβεύουν στον ουρανό.

Οι άγιοι λοιπόν, τους οποίους προσκαλούμε στο κελλί μας, έχουν την νίκη, την κατοχή της βασιλείας των ουρανών. Επομένως, οι άγιοι είναι για μας η δυνατότητά μας, το περιβάλλον μας μέσα στο οποίο συγχορεύουμε και εμείς ενώπιον του πολιού
ουρανίου Πατρός και ενώπιον του Υιού του Θεού, ο οποίος μας παρέδωσε τα πάντα και μας έκανε θεούς, διά της προσλήψεως του φυράματός μας.

Άραγε, πώς οι άγιοι γίνονται για μένα η νίκη; Βεβαίως η νίκη υπήρξε ο Χριστός. Αυτός «εξήλθε νικών», αλλά την νίκη την παρέδωσε στους αγίους. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι είναι η νίκη των δύο κόσμων που φέρω μέσα μου. Μέσα μου έχω από την μια τον φρικτό κόσμο των παθών μου, που δεν μπορώ να τον κάνω τίποτε. Δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου και να βγάλω τα πάθη από την καρδιά μου. Δεν μπορώ να διώξω τον λογισμό μου· δεν μπορώ να συγκρατήσω τα λόγια μου, διαρκώς μου
ξεφεύγουν.

Είμαι όλος εμπαθής, μαύρος, δυσώδης και τερατώδης. Από την άλλη όμως είναι μέσα μου και ο κόσμος των θείων επιθυμιών, ο κόσμος της αγάπης του Θεού, το όνειρό μου να πάω στον ουρανό. Εγώ στέκομαι ενώπιον των αγίων με αυτούς τους δύο κόσμους. Οι άγιοι είναι «η νίκη η νικήσασα τον κόσμον». Ποιός είναι ο κόσμος; Ο κόσμος είναι η αμαρτία, ο σατανάς,
είναι όμως και η Εκκλησία, η ίδια η παρουσία του Χριστού.

Ο κόσμος είναι αυτοί οι δύο οι κόσμοι, ο Χριστός και η αμαρτία, δηλαδή ο σατανάς, ο οποίος οργιάζει και κυβερνάει τα πάντα -ακόμη και μένα- και τα ρίχνει στην φθορά. Οι άγιοι είναι η νίκη και των δύο αυτών κόσμων. Συγκαλώντας εγώ τους αγίους μου, συμμετέχω στην νίκη του αγίου και επιβάλλω την νίκη αυτή και στον κόσμο.

Οι άγιοι είναι ακόμη η προσκύνηση του Κυρίου, ο οποίος, αφού εκενώθη, εδόθη σε αυτούς και υπάρχει εντός τους. Άλλωστε οι Πατέρες σαφώς λέγουν ότι «επί το πρωτότυπον διαβαίνει η προσκύνησις». Όπως, όταν προσκυνώ την εικόνα ενός αγίου ή το λείψανό του που πολλώ μάλλον έχει τα στίγματα όχι των αιμάτων, αλλά του Αγίου Πνεύματος διότι αγιάσθηκε, η προσκύνηση γίνεται στον άγιο, έτσι και η προσκύνηση ενός αγίου, της ζώσης εικόνος του Θεού, μεταβαίνει επί το πρωτότυπον, τον Θεόν.

Ποιός μπορεί να αρνηθεί τις Οικουμενικές Συνόδους, την πείρα των Πάτερων; Όσο ανόητος και ψυχρός να είναι, αυτό
δεν μπορεί να το κάνει. Δηλαδή μπορεί να πει, δεν σε νοιώθω, Θεέ μου. Αλλά  δεν μπορεί να πει, δεν υπάρχεις, διότι δεν μπορεί να είπε ψέματα ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Χρυσόστομος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο άγιος Διονύσιος. Κάποιος θα είπε την αλήθεια. Ένας μόνον να είπε την αλήθεια, ο Θεός είναι εδώ μπροστά μου.

Οι άγιοι είναι και το μέλλον μου, η βασιλεία των ουρανών. Επειδή, οι άγιοι «κατέσχον την βασιλείαν», σημαίνει ότι τώρα αυτοί κυριαρχούν, αυτοί έχουν τα κλειδιά, για να ανοίξει η θύρα της βασιλείας, αυτοί έχουν τους θρόνους. Επομένως, έχοντας
μαζί μου τον άγιό μου ή τους άγιους μου, κατέχω το μέλλον, εισέρχομαι στο μέλλον, στην βασιλεία των ουρανών, που θέλω να πάω. Η εσχατολογία μου δεν είναι κάποια θεωρία, κάποια φιλοσοφία, είναι μία αλήθεια. Με τους αγίους εισέρχομαι στον κόσμο τον οποίο επιθυμούσα μέχρι προ μιας στιγμής ή, καλύτερα, έχω το μέλλον μου εδώ, διότι το μέλλον μου είναι οι
άγιοι.

Οι άγιοι είναι επίσης η παρρησία μου. Όταν τόσο δικαιωματικά, τόσο εξουσιαστικά εισέρχομαι με τον άγιο στην βασιλεία των ουρανών, ο άγιος είναι για μένα η παρρησία μου. Επειδή αυτός είναι μέσα, αρπάζει και μένα. Λέμε στην λειτουργία μας, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων: «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών». Γιατί; Διότι αυτοί μπήκαν στην βασιλεία των ουρανών.

Εφ’ όσον λοιπόν οι άγιοι είναι το μέλλον μου, και εφ’ όσον εγώ είμαι μέλος του σώματος του Χριστού, οι άγιοι αυτοί είναι η οικογένειά μου και η τιμή μου. Μπαίνοντας και εγώ στον χορό τους, γίνομαι οικείος του Θεού. Από εκεί που ήμουν ένας απλός
άνθρωπος, γεννημένος σε ένα σπίτι, δούλος ή υιός, γίνομαι ο οικείος, ο σύμφυτος, ο φίλος, ο υιός του Θεού. Τί άλλο μπορώ
να επιθυμήσω;

Τί άλλο θα ήθελα να έχω και δεν το παίρνω καλώντας μπροστά μου τους αγίους; Και όλα αυτά μου τα δίνει ο άγιος, χωρίς εγώ να τα επιδιώκω, χωρίς να αναλογίζομαι τι θέλω. Όλα τα τακτοποιεί ο άγιος. Όπως πάω στον δικηγόρο μου και εκείνος τακτοποιεί την υπόθεσή μου και μου στέλνει την απόφαση, έτσι ακριβώς και οι άγιοι ρυθμίζουν τα πάντα. Εγώ, αφού τον επικαλέστηκα, πάω και κοιμάμαι· εκείνος όμως, ενώ εγώ κοιμάμαι, συνεχίζει την πορεία του και μου ετοιμάζει τα πάντα.

Συχνά παρουσιάζουν τους ασκητές να προσεύχονται μέσα σε μια σπηλιά μπροστά σε μια εικόνα, κατά κανόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κάποιος άγιος προσερχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας είχε πάρα πολλούς σαρκικούς πειρασμούς. Μα τί έπαθα, αναρωτιόταν. Εγώ προσεύχομαι στην Παναγία, και ο σατανάς συνεχώς με πειράζει. Πότε θα σταματήσει; Τότε παρουσιάζεται ο σατανάς και του λέγει: Γιατί διαμαρτύρεσαι; Εσύ φταις. Μην προσκυνάς αυτή την εικόνα, και εγώ δεν θα σε πολεμήσω άλλη φορά. Του είπε την αλήθεια. Ο σατανάς στις υποσχέσεις του είναι πιο τίμιος από εμάς. Οι άγιοι εξόρκιζαν τον σατανά και έλεγε την αλήθεια. Εμείς, και να μας εξορκίζουν, δεν την λέμε.

Δέχθηκε ο σατανάς να φύγει, αρκεί ο μοναχός να σταματούσε να προσκυνά την εικόνα, διότι η προσκύνηση, το άνοιγμα των χειρών μπροστά σε εκείνη την εικόνα, ήταν η τελεία επιτυχία. Αν, σκέφθηκε ο σατανάς, σταματήσει να προσκυνά την εικόνα, τότε δεν χρειάζεται να τον πειράζω εγώ. Μόνος του θα χάσει την βασιλεία, την παρρησία, και θα πέσει σε απομόνωση, θα ξεφύγει από τα χέρια του Θεού και θα παύση να είναι κάτω από το εκχυνόμενο αίμα του Χριστού, και κάτω από το Άγιον Πνεύμα που τον βρέχει και τον σκεπάζει.

Έχουμε λοιπόν μαζί μας τον Θεόν, την Αγία Γραφή, δηλαδή όλη την ιστορία της Εκκλησίας και όλη την οικονομία του
Θεού, έχομε τους αγίους, πιθανόν και τα έργα των χειρών μας. Ποιός απομένει να μπει στο κελλί μας; Αυτός που κατά κανόνα λείπει είναι ο εαυτός μας, και κυρίως ο νους μας, διότι τριγυρίζει. Το πρόβλημα τώρα είναι να βάλουμε μέσα εκεί και τον εαυτό μας.

Οι άγιοι έρχονται, ο Θεός έρχεται, όλοι υπακούουν στον «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένον» άνθρωπο, δεν υπακούει μόνον ο ίδιος στον εαυτό του ούτε και στην πρόσκληση του Θεού. Γι’ αυτό, το μεγάλο πρόβλημα στην αγρυπνία μας είναι η παρουσία του ιδίου του εαυτού μας. Προφανώς, αυτή επιτυγχάνεται διά της προσευχής.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος – Αθήναι 2011, σ. 482-494)

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Τρέξε όσο πιο γρήγορα γίνεται στον πνευματικό σου.

Αν βλέπεις με το νου σου δαιμόνια (λογισμούς κακίας, πονηρίας, εμπάθειας, αισχρότητας), ταπεινώσου και προσπάθησε να μη βλέπεις και τρέξε όσο πιο γρήγορα γίνεται στον πνευματικό σου γέροντα, στον οποίο παραδόθηκες. Πες του τα όλα, και τότε ο Κύριος θα σε ελεήσει και θα σωθείς από την πλάνη. Αν, όμως, νομίζεις ότι εσύ γνωρίζεις περισσότερα για την πνευματική ζωή από τον πνευματικό και πάψεις να του λες τι σου συμβαίνει, εξαιτίας αυτής της υπερηφανείας, θα παραχωρηθεί αναπόφευκτα κάποιος πειρασμός, για να σε συνετίσει. Πέφτουμε στην πλάνη, όταν νομίζουμε ότι είμαστε πιο φρόνιμοι και έμπειροι από τους άλλους, ακόμη και από τον πνευματικό μας πατέρα. Έτσι σκέφτηκα κι εγώ με την απειρία μου και γι’ αυτό υπέφερα. Κι ευχαριστώ από την καρδιά μου τον Θεό, γιατί με τον τρόπο αυτό με ταπείνωσε και με νουθέτησε και δεν απέσυρε το έλεός Του από μένα. Και τώρα σκέφτομαι ότι, χωρίς εξομολόγηση στον πνευματικό δεν είναι δυνατόν να απαλλαγούμε από την πλάνη, γιατί στον πνευματικό έδωσε ο Θεός τη χάρη του δεσμείν και λύειν. Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης  

διαβάστε περισσότερα »

Τους πονείς τους φτωχούς;

  Αργά τα άνοιξε τα μάτια του ο πλούσιος! Τότε που είδε στην αγκαλιά του Αβραάμ τον Λάζαρο! Τον άνθρωπο, που δεν καταδεχόταν ούτε να του ρίξει μια ματιά, όταν τον εύρισκε να περιμένει έξω από την πόρτα του! Και τότε το κατάλαβε καλά, τι σημαίνει εκείνο, που λίγο πριν ποτέ δεν θέλησε να το καταλάβει. Στην κόλαση βρέθηκε υποχρεωμένος, θέλοντας και μη, να κάμει έναν απολογισμό. Εκεί, αναγκάσθηκε να ψάξει να ιδεί, τι του είχε γίνει αφορμή να χάσει, η κακή του εκείνη διάθεση, που δεν τον άφηνε να ιδεί στο πρόσωπο του φτωχού Λαζάρου τον «πλησίον» του: δηλ. έναν συνάνθρωπο, που έπρεπε να τον περιμένει ότι μπορούσε κάποτε να βρεθεί και ο ίδιος στην θέση του και είχε γι’ αυτό χρέος να τον συμπονάει. Ας ρίξουμε μια ματιά στην άθλια κατάσταση, που είχε βρεθεί τότε ο πλούσιος. Τώρα είχε φθάσει στο άκρο αντίθετο! Τότε είχε μεγάλη αφθονία. Τότε γλεντούσε, όσο πιο καλά μπορούσε. Τώρα τα είχε χάσει όλα. Και όσο πιο πολύ σκεπτόταν την μεγάλη αντίθεση, τόσο πιο πολύ τον έτσουζε. Και γι’ αυτό είπε: «Πατέρα, Αβραάμ, λυπήσου με. Και στείλε τον Λάζαρο, να «βουτήξει» έστω και ένα δάχτυλό του σε νερό, να μου δροσίσει λίγο την γλώσσα γιατί υποφέρω πολύ μέσα σε αυτές τις φλόγες» (Λουκ. 16,24). Από τα λόγια αυτά, ασφαλώς δεν πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι αρκεί μια σταγόνα νερό, για να ανακουφίσει και να δροσίσει. Τα λόγια αυτά μας λένε μόνο, ότι εκείνοι που έχουν πολλές αμαρτίες, εκεί θα υποφέρουν πολύ, εκεί θα ταλαιπωρηθούν πολύ, από την φοβερή εκείνη φωτιά, από την αίσθηση του βάρους της αμαρτίας τους. Από τα λόγια αυτά του πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ότι: Στην τελική κρίση του Κυρίου η ποινή θα είναι κάτι το ανάλογο με την εσωτερική μας αθλιότητα. Ο πλούσιος, σπρωγμένος από την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αναγκάστηκε να ζητήσει μια σταγόνα νερό! Εδώ στην γη, σπρωγμένος από την φιλαργυρία και ασπλαχνία του, είχε καταντήσει να μη δίνει ούτε μια σταγόνα νερό! Άραγε μπορούσε ποτέ, να βρεθεί γι’ αυτόν κατάσταση πιο δίκαιη, μέχρι τις τελευταίες της λεπτομέρειες και ταυτόχρονα πιο οδυνηρή; Ζητάει μια σταγόνα νερό! Ποιος; Εκείνος, που στον φτωχό δεν έδινε ούτε ψίχουλο ψωμί. Τον έκαμε ο Θεός, να ποθήσει σταγόνα νερό! Για να τον κάμει να καταλάβει, τι φοβερό πράγμα είναι η φτώχεια. Και πόσο χρειάζεται να είμαστε πονετικοί στην φτώχεια. Απόδοση: Αρχιμ. Α.Μ. Από το περιοδικό Λυχνία, της Ι. Μητρ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης, τεύχος Νοεμβρίου 2004

διαβάστε περισσότερα »

Η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαροκοστής.

Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δώς. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τώ σώ δούλω. Ναι, Κύριε Βασιλεύ,δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα,καί μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός εί εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.» Ερμηνευτική απόδοση “Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, μην επιτρέψεις να με κυριεύσει το πνεύμα της αργίας, τής περιέργειας, της φιλαρχίας, και της αργολογίας. Χάρισε Εσύ σε μένα, τον τιποτένιο δούλο Σου, πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης. Ναι, Κύριε, και Βασιλιά μου, δός μου το χάρισμα να βλέπω μόνο τις δικές μου αμαρτίες και τα λάθη και να μη κατακρίνω τον αδελφό μου. Για Σένα που είσαι άξιος κάθε τιμής και δοξολογίας στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.” Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ Ανάμεσα σ’ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μία σύντομη προσευχή μπορεί να ονομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σ’ έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον άγιο Εφραίμ το Σύρο… Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και ποιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μία μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μία τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής. Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μία τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετανοίας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ’ όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στον Θεό. Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον, παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό ν’ αλλάξουμε και επομένως δεν χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μία απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην ποιο βαθιά της πηγή. Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η λιποψυχία. Είναι μία κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό η θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στ’ αλήθεια μία δαιμονική δύναμη μέσα μας, γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για τον Θεό και για τον κόσμο· γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ’ αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να τα επιθυμήσει. Πνεύμα φιλαρχίας! φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντάς την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν ν’ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μία ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς τον Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου ικανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μία αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους. Έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία. Τέλος είναι η αργολογία. Απ’ όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σ’ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της Θείας εικόνας στον άνθρωπο, γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος (Ιωάν. 1,1). Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει, ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μία βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μία τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος, δηλαδή, δημιουργεί θετικά η αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη Θεία καταγωγή και το Θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας. Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετανοίας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γι’ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μία κραυγή από τα βάθη της καρδίας του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετανοίας που πάλι είναι τέσσερις. Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε – πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται – την έννοια

διαβάστε περισσότερα »

Μπορεί να σωθεί ένας αιρετικός;

Ένας νέος καταλαμβανόμενος από τη σκέψη, ότι και οι αιρετικοί με τα καλά έργα θα σωθούν, πήγε μετά την απόλυση της θείας Λειτουργίας στο κελί του λεγόμενου Διδασκάλου και τον ρώτησε: «Πανοσιότατε πατέρα, σήμερα μεγάλη εντύπωση μου προξένησε ο λόγος σας, αλλά επειδή ακόμα με διστάζει ο λογισμός μου, γι’ αυτό θα σας κάνω την εξής ερώτηση. Αν δύο σώφρονες και ανεπτυγμένοι άνθρωποι, ο ένας είναι τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και ο άλλος υποτάσσεται στις αιρέσεις που υπάρχουν, αν αυτοί -λέω- κάνουν έργα θεοφιλή και θεάρεστα, είναι ελεήμονες, αμνησίκακοι, σώφρονες, περιφρουρούν τη δικαιοσύνη και κάθε άλλη αρετή, αυτοί όταν πεθάνουν, θα σωθούν εξίσου;». Σε απάντηση ο Διδάσκαλος, βγάζοντας από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα αξίας εκατό φράγκων, είπε: «Αυτό το χαρτί τι αξίζει;». Ο νέος απάντησε: «Εκατό φράγκα». Τότε του παρουσιάζει και ένα άλλο χαρτί επίχρυσο, το οποίο συνήθως χρησιμοποιούν σε διαφημίσεις, και του λέει: «Αυτό πόσο αξίζει;». Ο νέος τότε είπε: «Αυτό το χαρτί δεν αξίζει ούτε δύο λεπτά». «Και πώς -του είπε ο Διδάσκαλος- δεν αξίζει, ενώ είναι παρόμοιο με το άλλο και μάλιστα φαίνεται πιο ωραίο;». Τότε ο νέος του λέει: «Το πρώτο έχει την αξία του, γιατί έχει τη βασιλική σφραγίδα, ενώ το δεύτερο είναι άχρηστο, γιατί του λείπει αυτή η σφραγίδα». «Να, παιδί μου -του είπε ο Διδάσκαλος- με αυτό το παράδειγμα λύθηκε η απορία σου. Καθώς το πρώτο χαρτί ανήκει στον ορθόδοξο Χριστιανό, του οποίου τα θεάρεστα έργα είναι επικυρωμένα με τη βασιλική σφραγίδα του Χριστού και θα καταταγούν στο βασιλικό ταμείο, ενώ το άλλο χαρτί μη έχοντας αυτή τη σφραγίδα θα αποβληθεί έξω». Αφού άκουσε αυτά ο νέος και συγκινήθηκε πολύ, έπεσε στα πόδια εκείνου του πνευματικού πατέρα και με δάκρυα εξέφρασε τις ευχαριστίες του, διότι τον απάλλαξε από την εσφαλμένη εκείνη άποψη. (Γράφτηκε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, στις 6 Οκτωβρίου 1910, από τον ελάχιστο Δανιήλ Μοναχό Κατουνακιώτη)

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο