Οι Άγιοι στην ζωή μας.

 

Κάθε ημέρα στην εκκλησία ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων. Αυτές οι πρεσβείες είναι ολόκληρη δύναμις, ολόκληρος κόσμος που βγαίνει από τους αγίους και από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Αλλά οι άγιοι δεν μεσιτεύουν απλώς. Με το να βλέπουν
τον Χριστό και να γνωρίζουν την ζωή του, και με το να δέχονται εν Πνεύματι Αγίω θείο φωτισμό ο οποίος θα γίνει πλήρης την ημέρα εκείνη, όταν θα παραβρεθούμε και εμείς μαζί τους, ο Χριστός γίνεται πλέον περιουσία τους και φωτίζουν και εμάς.

Διαφωτίζουν τον νου μας, μας αποκαλύπτουν. Όταν έχω κάτι και μου το ζήτησης, θα σου το δώσω. Αν έχω δύο χιτώνες, ο Θεός με υποχρεώνει να σου δώσω τον ένα. Αλλά και αν έχω έναν, σε λυπάμαι και σου τον δίνω και αυτόν και ζητάω άλλον από τον
ηγούμενο. Ο άγιος, που έχει τόσο πλούτο από τον φωτισμό του Θεού, δεν θα δώσει και σε μας; Μπορεί να μας το αρνηθεί αυτό;

Ο θείος φωτισμός είναι το βαθύτερο και το σπουδαιότερο που μπορούμε να ζητήσουμε από τους αγίους. Ό,τι και αν μας λείπει, αποκαθίσταται ή μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Αλλά χωρίς τον φωτισμό, την γνώσι δηλαδή, δεν μπορούμε να ζήσουμε.

Η γνώσις του Θεού συντηρεί τα κύτταρά μας και ενώνει το πνεύμα μας, μας παριστάνει ενώπιον του Θεού και μας σώζει και μας βάζει στην βασιλεία των ουρανών. Η γνώσις ή η άγνοια του Θεού, ή μικρή ή η μεγάλη, μας κάνει ζωντανούς ή
νεκρούς. Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος δεν αντέχει να μην εκφράσει την αγάπη του με το να μας πλουτίζει με τον θείο φωτισμό, με το να μας διαφωτίζει στο κάθε μας θέμα.

Επί πλέον, οι άγιοι δεν κάνουν κάτι μακριά από εμάς, δεν πηγαίνουν πίσω από εμάς για να παρακαλέσουν τον
Θεό, αλλά προσεύχονται μαζί μας. Εφ’ όσον είναι πρόσωπα, όταν γονατίζω εγώ, αυτός που κάθε ημέρα είναι με τον Θεόν, γονατίζει μαζί μου, συνγονατίζει, συνιδρώνει, συμπάσχει, συναγωνιά με την δική μου παράσταση ενώπιον του Θεού.

Μη σας κάνη αυτό εντύπωσι. Αναγώνιος είναι η αγωνία του αγίου, αλλά είναι μία αγωνία, μία συμμετοχή στην ζωή μας.
Εφ’ όσον το Πνεύμα κράζει, «αββά ο πατήρ», και αγωνιά μαζί μας, εφ’ όσον ο Πατήρ και η κτίσις αγωνίζονται μαζί μας, δεν θα αγωνισθεί ο άγιος που τον φέραμε και τον βάλαμε στο κελλί μας; Και είναι τόσο εύκολη αυτή η πράξις! Κάνεις μια μικρή έπιστράτευσι και υποχρεώνεις όλους τους αγίους να γονατίσουν μαζί σου.

Μα, θα μου πείτε, συναγωνιά ο άγιος; Γιατί; Διότι εμείς είμαστε άνθρωποι ακόμη, φέρομε το σαρκικό αυτό περίβλημα, έχομε την χονδροείδεια του μυαλού μας και της καρδιάς μας και δεν έχομε σταθερότητα στην πορεία μας. Τώρα μπορεί να κλαίω και μετά να γελάω. Τώρα να ζητώ κάτι από τον Θεόν και μετά να αναρωτιέμαι γιατί το ζητώ. Ή τώρα να ζητώ κάτι και μετά να το ξεχνώ. Τώρα να υπόσχομαι κάτι και μετά να κάνω το αντίθετο.

Τώρα να ορκίζομαι στον Θεό πως θα μετανοήσω και μετά να περιπίπτω στην ίδια αμαρτία με την δική μου γνώμη και βουλή. Δεν έχω δει τον Θεόν με τα μάτια μου τα σαρκικά, όπως τον
θέλω εγώ, δεν μου παρέχει ο Θεός τον εαυτό του, όπως εγώ θα το ήθελα ή το φανταζόμουν, και του εκφράζω τις αφέλειές μου, τα παιδιαρίσματά μου, παίζω μαζί του και τον χάνω μέσα από τα χέρια μου.

Ο άγιος από την μια έχει ενώπιον του την βεβαιότητα του Θεού, την αγάπη του Θεού, όλη· την θεία οικονομία, και μπορεί να την πιάσει και να μας την δώσει, και από την άλλη έχει εμάς τους ανίδεους και χονδρούς ανθρώπους και δεν ξέρει τι να κάνη μαζί μας. Δεν είναι βέβαιος, αν μετά από μισή ώρα θα μείνουμε πιστοί στην υπόσχεση που του δίνομε τώρα, αν αύριο θα τον ξανακαλέσουμε για να συνγονατίση μαζί μας. Έχουμε την βούλησή μας και αύριο μπορεί να τον ξεγελάσουμε, και τότε
θα αναγκασθεί να παραστεί κενός ενώπιον του Θεού.

Κάποιος Γέροντας παρακαλούσε την Παναγία για τους υποτακτικούς του και μία ήμερα είδε στο όνειρό του τον Χριστό
να της λέγει: Πήγαινε, μητέρα μου, και μη με ξεγελάς άλλο· τους βλέπεις ότι είναι αμετανόητοι. Πόσες φορές και οι άγιοι παίρνουν την ίδια απάντηση, όταν εμείς τους ζητάμε και εν συνεχεία τους εγκαταλείπουμε!

Οι άγιοι λοιπόν ενεργούν οι ίδιοι, μεσιτεύουν για μας και μας φωτίζουν, συμπροσεύχονται μαζί μας και συναγωνιούν, συμπάσχουν και συμμετέχουν στην δική μας πάλη. Και όλα αυτά τα κάνουν από μόνοι τους. Εμείς καλούμε τον άγιο, του ζητάμε αυτό που θέλομε, καμιά φορά με πολύ δισταγμό, και ο άγιος αναλαμβάνει το δικό μας υστέρημα να το αναπλήρωση. Προσπαθεί και εμάς να ζωογονεί και τον Θεό να συγκινεί.

Όπως φέρνεις έναν λογιστή και σου κάνει στο ακέραιο την εργασία, εσύ όμως δεν ξέρεις τι σου έκανε, όπως εμπιστεύεσαι τον γιατρό και σου διανοίγει τα σπλάγχνα, αλλά εσύ δεν πονάς ούτε καταλαβαίνεις τίποτε, έτσι ακριβώς καλείς τον άγιο και όλα τα κάνει μόνος του. Εμείς δεν έχομε τίποτε να κάνουμε· εν συνεχεία πάμε και κοιμόμαστε, ο άγιος όμως συνεχίζει να κάνη την δουλειά του. Άραγε συνεχίζει; Βεβαίως συνεχίζει. Συνεχίζουν οι δαίμονες να μας πειράζουν, και θα σταματήσει ο άγιος την δουλειά του;

Οι άγιοι παραβιάζουν ακόμη και τα άδυτα του Θεού και την γνώμη του. Πόσες φορές η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον
Θεόν μεταμελούμενον! Ασφαλώς, ουδέποτε μεταμελείται ο Θεός, αλλά το γεγονός αυτό δείχνει το πόσο ακούει τους άγιους του. Ο Θεός αποκαλύπτεται εμφανώς στους άγιους, και εκείνοι τον αποκαλύπτουν και σε μας. Μας μεταφέρουν δηλαδή τα άδηλα και τα κρύφια της γνώσεως του, σύμφωνα με την θεία οικονομία και πρόγνωση. Οι άγιοι είναι δικοί μας.

Αφού προσκαλέσουμε τόσο απλά τους αγίους, με την εικόνα τους, τα λείψανά τους ή τον νου μας, οι άγιοι γίνονται η
ζωντανή συντροφιά μας. Και επειδή ο άγιος είναι αχώριστος από τον Θεόν, το ξέρω ότι μαζί του είναι και ο Θεός. Ακόμη και αν εγώ είμαι μέσα στην αμαρτία, μέσα στην δυσωδία, και δεν μπορεί να ενεργήσει σε μένα ο Θεός, ακόμη και αν δεν τον νοιώθω, το ξέρω και το πιστεύω ότι μαζί με τον άγιο είναι και ο Θεός.

Επίσης, το ξέρω ότι ο άγιος είναι για μένα μία ευφροσύνη. Πόσες φορές κουβεντιάζαμε για να απαλλαγούμε από το
βάρος της μοναξιάς! Πόσες φορές λέμε αηδίες, γιατί είμαστε στενοχωρημένοι και θέλομε να μας φύγει η δυσκολία, ο πειρασμός, η στενοχώρια, ή θέλομε να σπάσουμε τα οχυρά που μας χωρίζουν από τους άλλους! Πόσες φορές έχομε κάποιο σύμπλεγμα μέσα μας από την αμαρτία μας, από την αναπηρία μας, από την μειονεξία μας, και δεν ξέρομε τι να κάνουμε!

Τότε βγαίνουμε έξω να αναπνεύσουμε αέρα ή πάμε στο κελλί ενός αδελφού μας να του πούμε κάτι. Για την περίπτωση αυτή οι Πατέρες λένε, αν έλθει ο αδελφός σου και σου πει πως είναι στενοχωρημένος, πέταξε αμέσως το κομποσχοίνι σου, μη τυχόν το δει και καταλάβει ότι προσευχόσουν, και αμέσως πες του: Αδελφέ μου, τί έχεις; Διαφορετικά θα φερθούν οι άγιοι;
Αφού έτσι φερόμεθα εμείς, που διατρέχομε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε από τον αδελφό μας στην αμαρτία, δεν θα φερθεί ο άγιος, ο οποίος δεν παρασύρεται και μπορεί να διάλυση τα νέφη μας και να γίνει για μας μία πραγματική ευφροσύνη;

«Εγχρονίζει η ευφροσύνη τοις δικαίοις». λέγει η Άγια Γραφή. Η ευφροσύνη γίνεται στοιχείο συνακόλουθο, αδιαλείπτως ενωμένο με τον δίκαιο. Αν η Αγία Γραφή το λέγει αυτό για τους ζώντας δικαίους, οι οποίοι αύριο μπορεί να πέσουν, πόσο μάλλον ισχύει για τους αγίους, οι οποίοι δεν πίπτουν πλέον. Σε αυτούς η ευφροσύνη εγχρονίζει πολύ περισσότερο.

Ερχόμενος λοιπόν ο άγιος, έρχεται μαζί με την ευφροσύνη του, με το χαμόγελό του, με τα χαρακτηριστικά του, με τις εμπειρίες του, με την ζωή του• είναι ο ίδιος, έχει τα ίδια μυαλά, ζει όπως όταν ήταν κάτω στην γη. Επομένως, μπορώ πολύ εύκολα να αποκτήσω την ευφροσύνη, που μου είναι τόσο αναγκαία για να προσεύχομαι άνετα.

Ο άγιος όμως δεν είναι μόνον η συντροφιά μας, η ευφροσύνη μας, είναι και «η πανήγυρίς μας εν τοις πρωτοτόκοις», η
συμμετοχή μας στον χορό όλων των αγίων. Για να νοιώσουμε αυτή την πραγματικότητα, ας θυμηθούμε το όραμα του προφήτου Δανιήλ το σχετικό με την επικράτηση του Χριστού, της Εκκλησίας και των αγίων.

Ο Προφήτης παρουσιάζει με θηρία τα διάφορα έθνη, τα οποία νικώνται από τον Υιό του Θεού και πίπτουν, τον δε Υιό του ανθρώπου ερχόμενον επί νεφελών και τον Παλαιό των ημερών καθήμενο επί του θρόνου του για να δικάσει την οικουμένη, τα έθνη, τους βασιλείς, τις ψυχές των ανθρώπων. Τα πάντα εξουθενώνονται, δεν μένει τίποτε, δεν αντιστέκεται τίποτε στον Υιό του ανθρώπου.

Σε αυτόν ο Παλαιός των ημερών χαρίζει την αρχή και την τιμή και την βασιλεία. Δηλαδή ο Πατήρ μεταβιβάζει τα δικαιώματά του στον Υιό, παραδίδει τα πάντα στα χέρια του, μέχρις ότου αποκατασταθούν τα πάντα και ο Υιός τα παραδώσει στον Πατέρα.

Άλλος Προφήτης λέγει, «η αρχή επί του ώμου αυτού». Με το ουσιαστικό «αρχή» δεν εννοεί τόσο την εξουσία, όσο την θεότητα· θέλει να δηλώσει ότι η ύπαρξη του Υιού, και μάλιστα το είναι του, η δύναμίς του, είναι συνυφασμένη με την θεότητα, και επομένως ο Υιός είναι Θεός. Ο Υιός του ανθρώπου δεν είναι κάποιος άνθρωπος αλλά ο Υιός του Θεού.

Η λέξις «αρχή» αποκαλύπτει την θεότητα του Υιού, ήτοι την αΐδιο πρόσληψη των πάντων εν τω Θεώ και την βεβαιότητα αυτής της αληθείας, και έτσι νοιώθομε μια ασφάλεια. Ο Υιός του ανθρώπου, ο οποίος ίσταται ανάμεσα στον Παλαιό των ημερών και στον πεσμένο άνθρωπο, είναι ένας Θεός, μάλλον είναι ο Θεός.

«Αυτώ εδόθη η αρχή και η τιμή». Όλη η προσκύνηση, που απενέμετο στον Γιαχβέ, τώρα απονέμεται στον Υιό του Θεού. Εμείς οι χριστιανοί, επικαλούμενοι τον Θεόν, εννοούμε τον Χριστό. Ό,τι και αν κάνουμε, θα πούμε. Χριστέ μου. Και αν πούμε, Θεέ μου, πάλι τον Χριστό εννοούμε. Το ότι ο Πατήρ έδωσε στον Υιό όλη την τιμή, σημαίνει ότι τον έκανε και εκείνον βασιλέα, αρχιερέα, προφήτη, διδάσκαλο, τα πάντα.

Ο δημιουργός Πατήρ έκανε τον Υιό εξουσιαστή των πάντων και Κύριον όλων των ψυχών μετέδωσε τον εαυτό του στον Υιό, μολονότι δεν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίον ο Υιός δεν ήταν εν τω Πατρί, και τώρα, σαρκούμενος ο Υιός, ο Πατήρ του μεταδίδει με την αρχιερωσύνη και όλον τον κόσμο, ο οποίος συμβολίζεται με τα θηρία που νικά.

Εν συνεχεία του χαρίζει την βασιλεία, την καινούργια βασιλεία, την ερχόμενη, την βασιλεία του Θεού, των αγίων, και όχι τα βασίλεια. Αυτά τα διέλυσε ως ατμίδα, καταποντίζοντάς τα στην υπό των βιαίων άνεμων ταρασσομένην θάλασσαν.

Και συνεχίζει ο Προφήτης: Ο Παλαιός των ημερών «έδωκεν το κρίμα τοις αγίοις». Οι προφητείες συνήθως έχουν κάτι
ανακόλουθο· πρέπει κανείς να δη το νόημά τους με το πρίσμα της ιστορίας και με το πνεύμα των ιδίων των προφητών. «Το κρίμα σου τω βασιλεί δος», λέγει ο Ψαλμωδός. «Κρίμα» εμείς θα λέγαμε ότι είναι το δίκαιο, η απόδοση της δικαιοσύνης· κυρίως όμως είναι η δικαίωση.

Αλλά η δικαίωση μου είναι η νίκη μου. Αν παραδέχεσαι πως είχα δίκαιο, μου δίνεις την νίκη. Και εδώ το κρίμα έχει την έννοια της νίκης. Ο Παλαιός των ημερών όμως δεν έδωσε την νίκη σε αυτόν που έδωσε την βασιλεία και την τιμή και την αρχή, αλλά την έδωσε «τοις αγίοις». Δηλαδή τώρα όλα τα δικαιώματα του Υιού, την αρχή, την εξουσία, την προφητεία, την αρχιερωσύνη, τα παραδίδει στους αγίους, σε μας τον νέο Ισραήλ.

«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Πόσο εκφραστική είναι η Παλαιά Διαθήκη! Ανοίγεις τις πύλες, μπαίνεις μέσα και παίρνεις τα πάντα υπό την κατοχή σου. Ο Πατήρ παίρνει τα πάντα από τον Υιό, με την αγάπη και την αποδοχή του Υιού, και τα παραδίδει στους αγίους. Την βασιλεία που είχε χαρίσει στον Υιό, την παίρνομε εμείς. Επίσης, την τιμή του Υιού την δίνει σε μας. Άρα οι άγιοι γίνονται φορείς όλων των δυνατοτήτων, όλων των δυνάμεων, όλων των εξουσιών, όλης της οντότητος, θα λέγαμε, του Χριστού.

Εντεύθεν ο Χριστός είναι οι άγιοι και οι άγιοι είναι ο Χριστός, και έτσι έχομε πλέον την πανηγύρι των πρωτοτόκων, την ίδια την Εκκλησία, δηλαδή το σύνολο των αγίων, οι οποίοι λαμβάνουν από τον Θεόν την δικαίωση και την νίκη. Ο Χριστός ευχαρίστως τους παραχωρεί τα πάντα, μέχρις ότου έλθει η ώρα που και εμείς θα τα παραδώσουμε σε εκείνον και εκείνος θα τα παραδώσει στον Πατέρα. Τότε, θα κλείσει η ιστορία, για να ανοίξει πια η αιωνιότητα, η διαρκής σχέση Θεού και ανθρώπου.

«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Οι άγιοι άρπαξαν την βασιλεία, την κέρδισαν, την κατέκτησαν και την κρατούν γερά· την κατέχουν, δεν θα την κατάσχουν, τους την έδωσε ο Πατήρ. Και αν ερμηνεύσουμε τυπολογικά την Παλαιά Διαθήκη, το ανωτέρω χωρίο αναφέρεται στην Εκκλησία, πολύ δε περισσότερο στην βασιλεία των ουρανών. Αυτή η κατοχή δηλαδή είναι πληρέστατη και τελεία στους άγιους, οι οποίοι ήδη θριαμβεύουν στον ουρανό.

Οι άγιοι λοιπόν, τους οποίους προσκαλούμε στο κελλί μας, έχουν την νίκη, την κατοχή της βασιλείας των ουρανών. Επομένως, οι άγιοι είναι για μας η δυνατότητά μας, το περιβάλλον μας μέσα στο οποίο συγχορεύουμε και εμείς ενώπιον του πολιού
ουρανίου Πατρός και ενώπιον του Υιού του Θεού, ο οποίος μας παρέδωσε τα πάντα και μας έκανε θεούς, διά της προσλήψεως του φυράματός μας.

Άραγε, πώς οι άγιοι γίνονται για μένα η νίκη; Βεβαίως η νίκη υπήρξε ο Χριστός. Αυτός «εξήλθε νικών», αλλά την νίκη την παρέδωσε στους αγίους. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι είναι η νίκη των δύο κόσμων που φέρω μέσα μου. Μέσα μου έχω από την μια τον φρικτό κόσμο των παθών μου, που δεν μπορώ να τον κάνω τίποτε. Δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου και να βγάλω τα πάθη από την καρδιά μου. Δεν μπορώ να διώξω τον λογισμό μου· δεν μπορώ να συγκρατήσω τα λόγια μου, διαρκώς μου
ξεφεύγουν.

Είμαι όλος εμπαθής, μαύρος, δυσώδης και τερατώδης. Από την άλλη όμως είναι μέσα μου και ο κόσμος των θείων επιθυμιών, ο κόσμος της αγάπης του Θεού, το όνειρό μου να πάω στον ουρανό. Εγώ στέκομαι ενώπιον των αγίων με αυτούς τους δύο κόσμους. Οι άγιοι είναι «η νίκη η νικήσασα τον κόσμον». Ποιός είναι ο κόσμος; Ο κόσμος είναι η αμαρτία, ο σατανάς,
είναι όμως και η Εκκλησία, η ίδια η παρουσία του Χριστού.

Ο κόσμος είναι αυτοί οι δύο οι κόσμοι, ο Χριστός και η αμαρτία, δηλαδή ο σατανάς, ο οποίος οργιάζει και κυβερνάει τα πάντα -ακόμη και μένα- και τα ρίχνει στην φθορά. Οι άγιοι είναι η νίκη και των δύο αυτών κόσμων. Συγκαλώντας εγώ τους αγίους μου, συμμετέχω στην νίκη του αγίου και επιβάλλω την νίκη αυτή και στον κόσμο.

Οι άγιοι είναι ακόμη η προσκύνηση του Κυρίου, ο οποίος, αφού εκενώθη, εδόθη σε αυτούς και υπάρχει εντός τους. Άλλωστε οι Πατέρες σαφώς λέγουν ότι «επί το πρωτότυπον διαβαίνει η προσκύνησις». Όπως, όταν προσκυνώ την εικόνα ενός αγίου ή το λείψανό του που πολλώ μάλλον έχει τα στίγματα όχι των αιμάτων, αλλά του Αγίου Πνεύματος διότι αγιάσθηκε, η προσκύνηση γίνεται στον άγιο, έτσι και η προσκύνηση ενός αγίου, της ζώσης εικόνος του Θεού, μεταβαίνει επί το πρωτότυπον, τον Θεόν.

Ποιός μπορεί να αρνηθεί τις Οικουμενικές Συνόδους, την πείρα των Πάτερων; Όσο ανόητος και ψυχρός να είναι, αυτό
δεν μπορεί να το κάνει. Δηλαδή μπορεί να πει, δεν σε νοιώθω, Θεέ μου. Αλλά  δεν μπορεί να πει, δεν υπάρχεις, διότι δεν μπορεί να είπε ψέματα ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Χρυσόστομος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο άγιος Διονύσιος. Κάποιος θα είπε την αλήθεια. Ένας μόνον να είπε την αλήθεια, ο Θεός είναι εδώ μπροστά μου.

Οι άγιοι είναι και το μέλλον μου, η βασιλεία των ουρανών. Επειδή, οι άγιοι «κατέσχον την βασιλείαν», σημαίνει ότι τώρα αυτοί κυριαρχούν, αυτοί έχουν τα κλειδιά, για να ανοίξει η θύρα της βασιλείας, αυτοί έχουν τους θρόνους. Επομένως, έχοντας
μαζί μου τον άγιό μου ή τους άγιους μου, κατέχω το μέλλον, εισέρχομαι στο μέλλον, στην βασιλεία των ουρανών, που θέλω να πάω. Η εσχατολογία μου δεν είναι κάποια θεωρία, κάποια φιλοσοφία, είναι μία αλήθεια. Με τους αγίους εισέρχομαι στον κόσμο τον οποίο επιθυμούσα μέχρι προ μιας στιγμής ή, καλύτερα, έχω το μέλλον μου εδώ, διότι το μέλλον μου είναι οι
άγιοι.

Οι άγιοι είναι επίσης η παρρησία μου. Όταν τόσο δικαιωματικά, τόσο εξουσιαστικά εισέρχομαι με τον άγιο στην βασιλεία των ουρανών, ο άγιος είναι για μένα η παρρησία μου. Επειδή αυτός είναι μέσα, αρπάζει και μένα. Λέμε στην λειτουργία μας, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων: «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών». Γιατί; Διότι αυτοί μπήκαν στην βασιλεία των ουρανών.

Εφ’ όσον λοιπόν οι άγιοι είναι το μέλλον μου, και εφ’ όσον εγώ είμαι μέλος του σώματος του Χριστού, οι άγιοι αυτοί είναι η οικογένειά μου και η τιμή μου. Μπαίνοντας και εγώ στον χορό τους, γίνομαι οικείος του Θεού. Από εκεί που ήμουν ένας απλός
άνθρωπος, γεννημένος σε ένα σπίτι, δούλος ή υιός, γίνομαι ο οικείος, ο σύμφυτος, ο φίλος, ο υιός του Θεού. Τί άλλο μπορώ
να επιθυμήσω;

Τί άλλο θα ήθελα να έχω και δεν το παίρνω καλώντας μπροστά μου τους αγίους; Και όλα αυτά μου τα δίνει ο άγιος, χωρίς εγώ να τα επιδιώκω, χωρίς να αναλογίζομαι τι θέλω. Όλα τα τακτοποιεί ο άγιος. Όπως πάω στον δικηγόρο μου και εκείνος τακτοποιεί την υπόθεσή μου και μου στέλνει την απόφαση, έτσι ακριβώς και οι άγιοι ρυθμίζουν τα πάντα. Εγώ, αφού τον επικαλέστηκα, πάω και κοιμάμαι· εκείνος όμως, ενώ εγώ κοιμάμαι, συνεχίζει την πορεία του και μου ετοιμάζει τα πάντα.

Συχνά παρουσιάζουν τους ασκητές να προσεύχονται μέσα σε μια σπηλιά μπροστά σε μια εικόνα, κατά κανόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κάποιος άγιος προσερχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας είχε πάρα πολλούς σαρκικούς πειρασμούς. Μα τί έπαθα, αναρωτιόταν. Εγώ προσεύχομαι στην Παναγία, και ο σατανάς συνεχώς με πειράζει. Πότε θα σταματήσει; Τότε παρουσιάζεται ο σατανάς και του λέγει: Γιατί διαμαρτύρεσαι; Εσύ φταις. Μην προσκυνάς αυτή την εικόνα, και εγώ δεν θα σε πολεμήσω άλλη φορά. Του είπε την αλήθεια. Ο σατανάς στις υποσχέσεις του είναι πιο τίμιος από εμάς. Οι άγιοι εξόρκιζαν τον σατανά και έλεγε την αλήθεια. Εμείς, και να μας εξορκίζουν, δεν την λέμε.

Δέχθηκε ο σατανάς να φύγει, αρκεί ο μοναχός να σταματούσε να προσκυνά την εικόνα, διότι η προσκύνηση, το άνοιγμα των χειρών μπροστά σε εκείνη την εικόνα, ήταν η τελεία επιτυχία. Αν, σκέφθηκε ο σατανάς, σταματήσει να προσκυνά την εικόνα, τότε δεν χρειάζεται να τον πειράζω εγώ. Μόνος του θα χάσει την βασιλεία, την παρρησία, και θα πέσει σε απομόνωση, θα ξεφύγει από τα χέρια του Θεού και θα παύση να είναι κάτω από το εκχυνόμενο αίμα του Χριστού, και κάτω από το Άγιον Πνεύμα που τον βρέχει και τον σκεπάζει.

Έχουμε λοιπόν μαζί μας τον Θεόν, την Αγία Γραφή, δηλαδή όλη την ιστορία της Εκκλησίας και όλη την οικονομία του
Θεού, έχομε τους αγίους, πιθανόν και τα έργα των χειρών μας. Ποιός απομένει να μπει στο κελλί μας; Αυτός που κατά κανόνα λείπει είναι ο εαυτός μας, και κυρίως ο νους μας, διότι τριγυρίζει. Το πρόβλημα τώρα είναι να βάλουμε μέσα εκεί και τον εαυτό μας.

Οι άγιοι έρχονται, ο Θεός έρχεται, όλοι υπακούουν στον «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένον» άνθρωπο, δεν υπακούει μόνον ο ίδιος στον εαυτό του ούτε και στην πρόσκληση του Θεού. Γι’ αυτό, το μεγάλο πρόβλημα στην αγρυπνία μας είναι η παρουσία του ιδίου του εαυτού μας. Προφανώς, αυτή επιτυγχάνεται διά της προσευχής.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος – Αθήναι 2011, σ. 482-494)

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Συμμετέχοντας στις Ιερές Ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

  Διανύουμε την ιερότερη περίοδο του εκκλησιαστικού μας έτους. Την Μεγάλη Σαρακοστή. Ένα χρονικό διάστημα που θα μας οδηγήσει στο Πάσχα. Κι ως τότε: Νηστεία, εγκράτεια, αγώνας και μπόλικη προσευχή. Ως την «ἑορτή τῶν ἑορτῶν», τό Πάσχα, οἱ Ἱερές Ἀκολουθίες, οἱ ὁμαδικές αὐτές προσευχές πού τελοῦνται στούς Ὀρθόδοξους Ναούς μας – τουλάχιστον ὅπου ὑπάρχει ἐφημέριος – εἶναι ἀρκετές, εἶναι κατανυκτικές, γλυκές, κουραστικές καί ταυτόχρονα …ξεκούραστες. Κουραστικές για το στόμα από τα πολλά ψαλλόμενα, κουραστικές για τα πόδια από την ορθοστασία, αλλά ξεκούραστες για τη ψυχή και το ανθρώπινο ταλαιπωρημένο πνεύμα. Η κάθε ενορία, με τούτο το Σαρακοστιανό λειτουργικό πρόγραμμα, μεταμορφώνεται σ’ ένα μικρό Μοναστήρι! Κι είναι όμορφη αυτή η εμπειρία. Η κάθε ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι ένα εικοσιτετράωρο γεμάτο προσευχή! «Ἀπό φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός». Η εκκλησιαστική ημέρα ξεκινά πάντα το απόγευμα. Έτσι οι καμπάνες, τα στόματα αυτά των Ναών που προσκαλούν όσους πιστούς θέλουν στο επίγειο σπίτι του Θεού Πατέρα, χτυπούν ρυθμικά κάθε απόγευμα. Κι ο Ιερεύς και οι λιγοστοί πιστοί συμπροσεύχονται με την Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου. Ένα σύνολο ψαλμών, κατανυκτικών ύμνων και ευχών. Οι παλαιότεροι την ονόμαζαν «Κύριε τῶν δυνάμεων», γιατί ακούγεται τούτος ο υπέροχος ύμνος. Ένας ύμνος που διαδηλώνει προς κάθε κατεύθυνση πως ο Θεός είναι δυνατότερος, ισχυρότερος, βοηθός, σκεπαστής και σωτηρία. Ένας ύμνος που προσκαλεί το Θεό να έλθει κοντά στον άνθρωπο! «Μεθ’ ἠμῶν γενού», έλα μαζί μας… Το λειτουργικό πρωινό ξεκινά με την Ακολουθία του Μεσονυκτικού. Προσευχή που παλαιότερα γινόταν τα μεσάνυχτα. Καθώς απλώνει η νύκτα τη σκοτεινιά της, ο πιστός σκέφτεται το θάνατο, το τέλος της επίγειας ζωής του και καταφεύγει στον Πλάστη του ζητώντας το θείο Του έλεος! Μιλά με το Θεό χωρίς πολλούς ύμνους, τροπάρια και ψαλμωδίες. «Ἐλέησον με», Του λέει και Τον παρακαλεί. Καί καθώς συμμαζεύει ἡ νύχτα τή ψύχρα καί τή μαυρίλα της, συνεχίζουμε τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Σάν τίς Μυροφόρες πού μαζί μέ τή Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ «ὄρθρου βαθέως» έτρεξαν στον Τάφο του Κυρίου, τρέχουμε κι εμείς στο Ναό. Είναι μία προσευχή που μας θυμίζει πολλά μα, κυρίως τον Άγιο που γιορτάζει τη κάθε μία ημέρα και τους βασικούς στόχους της Μεγάλης Σαρακοστής, τη μετάνοια, τη νηστεία, την εγκράτεια… Λίγο πριν κλείσει ο Όρθρος αρχίζουν οι Ακολουθίες των Ωρών. Η κάθε μία – η Πρώτη, η Τρίτη, η Έκτη και η Ενάτη – μας θυμίζει κάποιο σημαντικό γεγονός από τη ζωή της Εκκλησίας μας. Τη Σταύρωση, το Θάνατο του Ιησού, την Πεντηκοστή… Και, Τετάρτες και Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, έχουμε τη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Εσπερινός και Λειτουργία μαζί! Ήθελαν οι παλαιότεροι Χριστιανοί να κοινωνούν τακτικότερα: Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο! Τι να γράψω για τα δειλινά των Παρασκευών, με την Ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου; Άλλη νότα, άλλο ύφος, άλλα λόγια, άλλα ψαλσίματα. Ελπιδοφόρα, χαρούμενα. Κυριαρχεί Αυτή που βασιλεύει στις καρδιές μας, η Παναγία η Κεχαριτωμένη, όπως Την ονόμασε ο Αρχάγγελος. Πόσες παιδικές θύμισες δεν κουβαλά ο καθένας μας από τα βράδια εκείνα των Χαιρετισμών! Δυστυχώς, τα παιδιά μας σήμερα, πνιγμένα στα φροντιστήρια και στις άλλες εξωσχολικές τους ενασχολήσεις, αύριο θα είναι στεγνά από όλα δαύτα… Ακολουθία – κατά τη γνώμη μου –  γλυκύτερη, θεωρώ πως είναι ο Κατανυκτικός Εσπερινός της Κυριακής, ο Εσπερινός της συγνώμης. Θαυμάσια τροπάρια! Μας μεταγγίζουν το θείο έλεος. Μας αρπάζουν τη ψυχή και μας τη μεταφέρουν στο θρόνο του Θεού για να Του πούμε δακρυσμένοι: «Κύριε, μη αποστρέψεις το πρόσωπό Σου, από μένα το παιδί Σου, γιατί θλίβομαι, υποφέρω και πονώ παντοιοτρόπως»… «Κύριε, συγχώρεσε με, γιατί κι εγώ συμφιλιώθηκα με τον αδελφό μου». Τι κρίμα που όλες αυτές τις Ακολουθίες της «Ἁγίας Σαρακοστῆς», τις αγνοούν οι Χριστιανοί μας! Σίγουρα είναι δύσκολο κάποιος να τις παρακολουθήσει όλες. Οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, οι εργασίες μας αποπνικτικές, ο χρόνος μας λίγος κι η θέλησή μας μηδαμινή… Όμως, αξίζει τον κόπο. Μία απόφαση χρειάζεται, μία προσπάθεια. «Πίστη» και «πόθος»… Για να καταλάβουμε πως ήρθε Σαρακοστή και πως, έρχεται το Πάσχα. π. Χρήστος Πιτιρίνης

διαβάστε περισσότερα »

Ο Ψάλτης και ο διάβολος.

Ο μοναχός Προκόπιος από το κελί «Εισόδια της Θεοτόκου», Αγία Άννα το ερημητήριο, είχε μεγάλη επιθυμία να μάθει μουσική, για να δοξάσει τον Θεό όπως οι άλλοι μοναχοί. Επειδή όμως ήταν λίγο ψεύτικος, οι γονείς του απέφευγαν να του μάθουν μουσική. Ο μοναχός Προκόπιος είχε το χάρισμα από τον Θεό να λέει ακατάπαυστα την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», και στο αριστερό του χέρι κρατούσε πάντα το κομποσχοίνι, το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ. Μια μέρα, λυπημένος γιατί δεν έβρισκε κανέναν να του διδάξει μουσική και ανησυχώντας υπερβολικά γι’ αυτό, σταμάτησε να λέει την προσευχή. Περπατώντας στην έρημο, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένας ευσεβής γέρος, άγνωστος στον μοναχό, ο οποίος του είπε: – Αδελφέ Προκόπιε, γιατί είσαι τόσο λυπημένος; Τι σε νοιάζει; Τότε ο μοναχός Προκόπιος του απάντησε: – Τι φταίει, Γκερόντα, θέλω κι εγώ να μάθω λίγη μουσική και δεν βρίσκω κανέναν να με μάθει, γιατί οι Γονείς μου λένε ότι είμαι λίγο ψεύτικος. Ο γέρος του είπε: – Μα γι’ αυτό στενοχωριέσαι, καημένη; Θα σου διδάξω μουσική και θα σε κάνω το καλύτερο ψαλτήρι του Αγίου Όρους. Θα τραγουδήσεις σαν το πιο όμορφο αηδόνι, αλλά θέλω κι εγώ κάτι από σένα. – Δηλαδή, τι θέλεις από μένα;, τον ρώτησε ο μοναχός Προκόπιος. Θέλεις να σε πληρώσω; Θα σου δώσω όσα ζητήσεις. Τότε εκείνος ο γέρος του απάντησε: – Η πληρωμή που θα μου δώσετε είναι να πετάξεις από τα χέρια σας αυτό που ονομάζετε κομποσχοίνι και να σταματήσεις να λές αυτή την προσευχή. Και για αυτό θα σας διδάξω ό,τι θέλετε. Μόλις το άκουσε αυτό, ο μοναχός Προκόπιος κατάλαβε ότι αυτός που του εμφανίστηκε δεν ήταν μοναχός, αλλά ο πολύ πανούργος διάβολος, που ήθελε να τον κάνει να σταματήσει να προσεύχεται. Αμέσως έκανε το σημείο του Σταυρού και είπε: «Πήγαινε πίσω μου, πονηρέ σατανά! Δεν χρειάζομαι τη μουσική σου, ούτε τα κόλπα σου, ούτε τα υπάρχοντά σου ». Και αμέσως ο διάβολος εξαφανίστηκε. ______________________________ Από αυτό μαθαίνουμε πόσο φοβάται ο διάβολος το κομποσχοίνι για τον οποίο καλά λένε οι Πατέρες ότι είναι το όπλο του χριστιανού ενάντια στον διάβολο, και της Προσευχής του Ιησού, που καίει τον πονηρό. Ενώ δεν φοβούνται τόσο πολύ και προσέχουν τους ψαλμούς, γιατί ξεχωρίζουν εύκολα από την προσευχή τραγουδώντας και πέφτουν σε εγωισμό και υπερηφάνεια.

διαβάστε περισσότερα »

Για να φτάσει κάποιος στο σημείο να ματιάζει, πρέπει να έχει κάνει πλήθος μεγάλων αμαρτημάτων.

  Γεννιέται ένα παιδί και παρατηρούμε την ανοησία πολλών, να κρεμάνε στο χέρι και στα ρούχα του παιδιού «φυλαχτά», για να μην το ματιάξουν. Τί πιο γελοίο υπάρχει απ’ αυτό, από το να εμπιστεύονται την ασφάλεια του παιδιού σε κλωστές και νήματα και σε άλλα παρόμοια «φυλαχτά» και όχι στον Κύριο; Δεν θα έπρεπε να κρεμάνε «φυλαχτά», παρά μόνο το σταυρό, που κατακεραύνωσε τον διάβολο. (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) Πρώτος βαθμός μαγείας, της πιο μικρής που μπορεί να υποστεί ένας Ορθόδοξος, είναι η βασκανία, το μάτιασμα. Το μάτιασμα, είναι το μαύρο φως του διαβόλου που σκοτώνει τον άνθρωπο. Το φως αυτό είναι σαν ακτίνες Χ και περνούν από τα μάτια αυτού που βασκαίνει, στα μάτια αυτού που βασκαίνεται. Αυτοί που ματιάζουν, έχουν άπειρο μίσος, είναι πολύ κακοί άνθρωποι, στους οποίους υπάρχουν δαιμόνια στον εγκέφαλο και μέσω των ματιών τους, τα δαιμόνια διαχέουν το μαύρο φως του διαβόλου στα μάτια αυτών που βασκαίνουν. Για να φτάσει κάποιος στο σημείο να ματιάζει, πρέπει να έχει κάνει πλήθος μεγάλων αμαρτημάτων. Αυτός που ματιάζεται, έχει ένα μόνο πρόβλημα: Έχει τουλάχιστον μία ανεξομολόγητη αμαρτία, η οποία τον κάνει ευάλωτο στο μάτιασμα. Επομένως κάνοντας κανείς καθαρή εξομολόγηση, κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να τον ματιάσει. (Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα) Η βασκανία είναι μια μορφή δαιμονισμού, αλλά πάρα πολύ μικρή, διότι ο δαίμονας της βασκανίας είναι νάνος, πάρα πολύ μικρός σε σχέση με τα άλλα δαιμόνια. (Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα) Όταν τα παιδιά τα μικρά συμβεί να ματιαστούν, θα παίρνετε λίγο βαμβάκι, θα το βουτάτε στο κανδήλι που έχετε στις εικόνες σας και θα αλείφετε το παιδί στο μέτωπο και το πρόσωπο σταυροειδώς και θα λέτε τα εξής τροπάρια: «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της Οικουμένης, Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας, Σταυρός βασιλέων το κραταίωμα, Σταυρός πιστών το στήριγμα, Σταυρός Αγγέλων η δόξα καί των δαιμόνων το τραύμα. Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ημίν Σωτήρ ημών Δόξα Σοι.» Μπορείτε και με ένα Σταυρό μικρό να τα σταυρώνετε και να λέγετε τα ανωτέρω τροπάρια. Όταν υπάρχει Ιερεύς να τα σταυρώνει εκείνος και να λέει την ευχή της βασκανίας. Ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή είναι πρόσωπα ιερά και έχουν εξουσία στα παιδιά τους, μπορούν να «σταυρώνουν» τα παιδιά τους και μόνο τα παιδιά τους. Το ίδιο ισχύει και για τον παππού ή τη γιαγιά σε σχέση με τα εγγονάκια τους. (Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος) Ο άνθρωπος που τον πιάνει το «μάτι» και ματιάζεται είναι άοπλος, γιατί δεν έχει Χριστό πάνω του και δεν ζει τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας. Μοιάζει με έναν αδύναμο οργανισμό, που με την παραμικρή αφορμή αρρωσταίνει, γιατί δεν έχει τα ανάλογα αντισώματα. (Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας) Η Εκκλησία λύνει τα μάγια κατά της ψυχής και του σώματος, ενώ οι μάγοι και οι μάγισσες λύνουν τα μάγια του σώματος, όχι όμως και της ψυχής και έτσι παραμένει σκλαβωμένη η ψυχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μάτιασμα, η βασκανία, που η Εκκλησία την παραδέχεται και έχει ευχές για να «λύσει» το μάτιασμα. Όταν όμως οι άνθρωποι δεν καταφεύγουν στην Εκκλησία, δια των ιερέων Της, αλλά πάνε στην κυρία «Κατίνα» που ξεματιάζει και που είναι όργανο του σατανά, ο σατανάς αποσύρεται. Έτσι η κυρία Κατίνα γίνεται «αγία» στα μάτια του κόσμου και αυτός που θεραπεύτηκε από αυτήν, την βλέπει σαν σωτήρας της. Είναι τέχνασμα του σατανά. Ο σατανάς είναι αυτός που προκάλεσε το όλο ζήτημα του ματιάσματος και αυτός είναι πάλι που αποσύρεται. Και οι άνθρωποι πηγαίνοντας στον διάβολο (στην κυρία Κατίνα) και όχι στην Εκκλησία, χαίρεται, γιατί συλλαμβάνει την ψυχή κάνοντας καλά το σώμα. (Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας) Βλέπουμε πολλές κατεξοχήν γυναίκες να «ξεματιάζουν» και να υποκαθιστούν έτσι την Εκκλησία, που έχει ειδική ευχή για την βασκανία. Πίσω από αυτήν την ενέργεια του «ξεματιάσματος» κρύβεται ο διάβολος. Μα το «Πάτερ ημών…» λέει η κυρία Κατίνα και «ξεματιάζει» που είναι το κακό, λένε πολλοί. Κανένα αγκρίστρι δεν πιάνει ψάρι, χωρίς δόλωμα. «Πάτερ ημών» θέλει ο διάβολος να του βάλεις, μα είναι δικό του το αγκίστρι. Και φεύγει ο διάβολος από τον ματιασμένο από σκοπού, για να φανεί στον άλλον, ότι η Εκκλησία δεν έχει δύναμη, «να η κυρία Κατίνα την έχει την δύναμη», αλλά και η κυρία Κατίνα, που είναι όργανο του σατανά, χωρίς να το καταλαβαίνει, να πιστέψει ότι είναι κάποια. Μ’ αυτόν τον πονηρό τρόπο, ο διάβολος λύνει τα μάγια του σώματος εκείνου που «ματιάστηκε», αλλά παράλληλα σκλαβώνει την ψυχή του. (Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας)  

διαβάστε περισσότερα »

Η νυχτερινή προσευχή καθαρίζει την σκουριά των αμαρτιών μας.

Η προσευχή της Εκκλησίας έχει τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε και αν ακόμη είμαστε πιο άφωνοι και από τις πέτρες, θα μπορούσε να κάνει τη γλώσσα μας πιο ελαφρά από το φτερό. Διότι, όπως ο ζέφυρος (άνεμος) όταν φυσάει στα πανιά του πλοίου το κάνει να τρέχει πιο γρήγορα από το βέλος, έτσι και η προσευχή της Εκκλησίας όταν πέσει στη γλώσσα αυτού που τη λέει, κινεί τον λόγο δυνατότερο από τον ζέφυρο. Πόση τιμή δεν έχει το πράγμα, να είναι κάποιος άνθρωπος και να συνομιλεί με τον Θεό, όλοι το γνωρίζουν, αλλά να δείξουν με λόγια το μέγεθός της δεν μπορούν οι πολλοί, διότι αυτή η τιμή ξεπερνά και των Αγγέλων τη μεγαλοπρέπεια. Αυτό το γνωρίζουν οι ίδιοι οι Άγγελοι, αφού φαίνονται πως έφερναν τις δεήσεις των Προφητών στον Θεό, τους ύμνους και τις λατρείες στον Δεσπότη με φόβο πολύ, έχοντας και τα πόδια σκεπασμένα από τη μεγάλη ευλάβεια. Αλλά αν εκείνοι που πετούν και δεν ησυχάζουν καθόλου δείχνουν τον φόβο που έχουν, τούτο μου φαίνεται ότι το κάνουν για να εκπαιδεύουν εμάς στον καιρό της προσευχής, για να λησμονούμε την ανθρώπινη φύση. Και με την προθυμία και τον φόβο που έχουμε, να μην βλέπουμε, ούτε να φανταζόμαστε κανένα πράγμα τούτου του κόσμου, αλλά να μας φαίνεται πως είμαστε μεταξύ των Αγγέλων και προσφέρουμε τη λατρεία που προσφέρουν κι εκείνοι. Διότι όλα τα άλλα, τα δικά μας, είναι πολύ χωρισμένα από τα δικά τους· και η φύση και ο τρόπος ζωής και η σοφία και η φροντίδα και ό,τι άλλο· η προσευχή όμως είναι κοινό έργο των Αγγέλων και των ανθρώπων. Αυτή η προσευχή σε ξεχωρίζει από τα άλογα ζώα, αυτή η προσευχή σε κάνει σύντροφο των Αγγέλων· αυτή μπορεί γρήγορα να σε ανεβάσει στη δική τους πολιτεία, στη ζωή, στη δίαιτα, και την τιμή και τη συγγένεια, και τη σύνεση και τη σοφία, και να σε κάνει να φροντίζεις όλη σου τη ζωή να βρίσκεσαι σε προσευχές και στη λατρεία του Θεού. «O Πέτρος» λέει «ήταν στη φυλακή· η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στον Θεό γι’ αυτόν» (Πράξ. 12, 5). Ακούτε πώς τους αισθάνονταν τους δασκάλους τους; Δεν επαναστάτησαν, δεν θορυβήθηκαν, αλλά κατέφυγαν στην προσευχή, την πραγματικά άμαχη σύμμαχο… Άρα τίποτε δεν είναι καλύτερο από τη μέτρια θλίψη. Ανυμνούσαν τον Θεό με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αγόρια, κορίτσια, και είχαν γίνει με τη θλίψη πιο καθαροί από τον ουρανό. Ενώ τώρα, αν δούμε μικρό κίνδυνο, πέφτουμε σε αδράνεια. Τίποτε δεν ήταν λαμπρότερο από εκείνη την Εκκλησία. Ας τους μιμηθούμε αυτούς, ας τους ζηλέψουμε. Η νύχτα δεν έγινε για να κοιμόμαστε συνεχώς και να βρισκόμαστε σε αργία. Και αυτό το μαρτυρούν οι χειροτέχνες, οι αμαξηλάτες, οι έμποροι, η Εκκλησία του Θεού, που ξυπνά μέσα στη νύχτα. Σήκω και εσύ και κοίταξε τον χορό των άστρων, τη βαθιά σιγή, την πολλή ησυχία. Τότε η ψυχή είναι καθαρότερη· είναι πιο ελαφρά και πιο λεπτή, πετά πιο ελεύθερη· αυτό το σκοτάδι, η σιγή η πολλή, είναι ικανά να προκαλέσουν κατάνυξη. Και αν δεις τον ουρανό και τα στίγματα των άστρων σαν να είναι άπειρα μάτια, θα αισθανθείς κάθε γλυκύτητα, φέρνοντας αμέσως στον νου σου τον Δημιουργό. Αν σκεφτείς ότι αυτοί που στη διάρκεια της ημέρας κραυγάζουν, γελούν, σκιρτούν, πηδούν, πλεονεκτούν, απειλούν ότι θα προκαλέσουν χιλιάδες κακά, αυτοί τώρα δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους νεκρούς, θα κατηγορήσεις όλη την ανθρώπινη αυθάδεια. Ήρθε ο ύπνος να ελέγξει τη φύση· είναι εικόνα του θανάτου, εικόνα της συντέλειας. Αν σκύψεις στο στενό, δεν θα ακούσεις φωνή· αν δεις στο σπίτι, θα τους δεις όλους ξαπλωμένους κάτω, σαν σε τάφο. Όλα αυτά είναι αρκετά για να διεγείρουν την ψυχή και να της προκαλέσουν την έννοια της συντέλειας. Γονάτισε, στέναξε, παρακάλεσε τον Κύριό σου να δείξει ευσπλαχνία· κάμπτεται ευκολότερα στις νυχτερινές προσευχές, όταν εσύ κάνεις την ώρα της αναπαύσεως ώρα θρήνων. Θυμήσου τον βασιλέα Δαυίδ τι έλεγε: «Κουράστηκα από τον στεναγμό μου, κάθε νύχτα λούζω το κρεβάτι μου, και βρέχω το στρώμα μου με τα δάκρυά μου» (Ψαλ. 6, 6). Όσο και να ζεις μέσα στις ανέσεις, πάντως όχι περισσότερο από εκείνον, όσο και να είσαι πλούσιος, δεν είσαι πλουσιότερος από τον Δαυίδ. Και πάλι ο ίδιος λέει: «Τα μεσάνυχτα σηκωνόμουν…» (Ψαλ. 118, 62). Τότε ούτε η κενοδοξία μας ενοχλεί, διότι πώς να μας ενοχλήσει όταν όλοι κοιμούνται και δεν βλέπουν; Τότε δεν μας επιτίθεται η ραθυμία και το χασμουρητό· πώς να μας επιτεθεί, όταν η ψυχή έχει τόσες αφορμές να διεγείρεται; Μετά δε από τέτοιες αγρυπνίες και ο ύπνος είναι γλυκός και αποκαλύψεις θαυμαστές συμβαίνουν. Όπου είναι ο Χριστός στη μέση, εκεί υπάρχει και πλήθος πολύ· όπου είναι ο Χριστός, απαραιτήτως βρίσκονται και Άγγελοι και Αρχάγγελοι και άλλες νοερές Δυνάμεις. Άρα δεν είστε μόνοι, αφού έχετε τον Κύριο των όλων. Αλλά κουράστηκα, λέει, την ημέρα πολύ και δεν μπορώ. Αυτά είναι δικαιολογίες και προφάσεις, επειδή όσο και να κουραστείς δεν θα κοπιάσεις όσο ο σιδηρουργός, που χτυπά τόσο βαρύ σφυρί από πολύ ψηλά πάνω στα πυρωμένα σίδερα και δέχεται όλη την κάπνα στο σώμα του, και όμως το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας το καταναλώνει έτσι. Κάνε, λοιπόν, και εσύ πνευματικό σιδηρουργείο που θα κατασκευάσει όχι χύτρες και καζάνια, αλλά την ψυχή σου, που είναι πολύ πιο πολύτιμη από τον σιδηρουργό και τον χρυσοχόο. Αυτήν που πάλιωσε από τις αμαρτίες, βάλε τη μέσα στο χωνευτήρι της εξομολογήσεως. Χτύπησε το βαρύ σφυρί από πολύ ψηλά, δηλαδή τους λόγους της κατακρίσεως του εαυτού σου. Άναψε τη φωτιά του Πνεύματος. Έχεις πολύ μεγαλύτερη τέχνη. Δεν συναρμολογείς σκεύη χρυσά, αλλά την πολυτιμότερη απ’ όλα τα χρυσάφια ψυχή. Άναψε την ψυχή με τη προσευχή. Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας. Ας ντραπούμε, αν όχι κανέναν άλλον, τους νυχτερινούς φύλακες. Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και τη σωτηρία σου και για τη φύλαξη των χρημάτων σου. Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή; Και

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο