Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή και ανήμερα τῶν Θεοφανείων;

 

1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;

Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός.

Μικρός Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν, καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στό Ναό.

2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;

Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις. Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ’ ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει».

Ἀπαραίτητα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν τό ταχύτερο.

3. Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ’ αὐτόν σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ’ αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ…) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον» (πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία• «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν… καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»).

Ἀναντίρρητα χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους («ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων.

Προϋποτίθεται βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες).

4. Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;

Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς- γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν. Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τό χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν» (Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).

Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.

Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους: Πρῶτο, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού διατηρεῖται στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου. Πρίν ἀπό κάθε Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.

Καί δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν.

Ἔτσι λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ηςἸανουαρίου. Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ’ αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.

Τέλος ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).

(+) Μητροπολίτης Πατρῶν Νικόδημος Βαλληνδρᾶς

αν σας άρεσε το άρθρό κοινοποιήστε το:

Πρόσφατα άρθρα

Ο εορτασμός της μνήμης των Εθνοϊερομαρτύρων Μητροπολιτών της Μικρασιατικής Καταστροφής στον Ιερό Ναό μας. (Φωτο)

Την Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού τιμήθηκε στον Ιερό Ναό μας η μνήμη των Αγίων της Μικράς Ασίας, που θυσιάστηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος, κατά την Μικρασιατική Καταστροφή, του Περίβλεπτου Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου και των λοιπών Ιεραρχών, Κληρικών και λαϊκών μαρτύρων της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ιωνικής γης. Τελέσθηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Σεβ. Ποιμενάρχου μας κ. Δανιήλ. Κατά τη διάρκεια του κοινωνικού, αναγνώσθηκε η Εγκύκλιος του Σεβασμιωτάτου για την 102α επέτειο της Μικρασιάτης Καταστροφής από τον Ιεροκήρυκα π. Καλλίνικο Νικολάου. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας τελέστηκε Επιμνημόσυνη δέηση υπέρ «πάντων των υπέρ πίστεως και πατρίδος εν τη Μικρά Ασία, Πόντω και Αρμενία κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν ηρωϊκώς αγωνισαμένων και μαρτυρικώς σφαγιασθέντων, ολοκαυτωθέντων και οιωδήποτε τρόπω τελειωθέντων πατέρων και αδελφών ημών». Πριν το «Δι΄ ευχών» ο Σεβασμιώτατος απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα το παρότρυνε να τιμά και να σέβεται τους Μάρτυρες της εκκλησίας και τούς ήρωες της πατρίδας μας.

διαβάστε περισσότερα »

Η Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στον Ιερό Ναό μας. (Φωτο)

Τoν Σταυρόν σου προσκυνοῦμε Δέσποτα και την ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν. Πανηγυρικά και με την συμμετοχή πλήθους πιστών εορτάσαμε και φέτος, Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό μας της Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού.

διαβάστε περισσότερα »

Η σημασία του Τιμίου Σταυρού στη ζωή της Εκκλησίας μας.

Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι ένας ακόμα σημαντικός εορτολογικός σταθμός της Εκκλησίας μας. Οι πιστοί την ημέρα αυτή καλούνται να τιμήσουν και να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου ώστε να αντλήσουν δύναμη και χάρη από αυτόν. Η μεγάλη αυτή Δεσποτική εορτή δίνει επίσης την ευκαιρία σε όλους μας να σκεφτούμε ορισμένες βασικές αρχές και αλήθειες της πίστης μας, οι οποίες είναι συνυφασμένες με τη θεολογία του Σταυρού. Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησίας μας, η οποία διασώζει, μόνη Αυτή, ανόθευτη την βιβλική και πατερική διδασκαλία, αποδίδει την προσήκουσα τιμή στο Σταυρό του Χριστού, ως το κατ’ εξοχήν όργανο και σύμβολο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Σε αντίθεση με την ποικίλη ετεροδοξία, η οποία, είτε αδιαφορεί να αποδώσει τιμή στο Σταυρό (Προτεσταντισμός), είτε πολεμά ευθέως αυτόν, ως ειδωλολατρικό σύμβολο (Mάρτυρες του Ιεχωβά). Η Εκκλησία μας θέσπισε πολλές φορές προσκύνησης και τιμής του Σταυρού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με αποκορύφωμα τη μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου. Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελεί για τη χριστιανική πίστη κορυφαίο σύμβολο θυσίας και αγιασμού, διότι η σημασία του είναι πραγματικά τεράστια. Ο Σταυρός μαζί με την Ανάσταση λειτουργούν ως δυο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ζωή των πιστών χριστιανών. Η Ανάσταση έπεται του Σταυρού και προϋποθέτει το Σταυρό και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση. Χωρίς Σταυρό δεν γίνεται Ανάσταση. Πάνω σε αυτές τις αρχές στηρίζεται η θεολογία του Σταυρού και η σπουδαία σημασία του για τη ζωή της Εκκλησίας. Ο μέγας απόστολος των Εθνών Παύλος, ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Σταυρού, τονίζει συχνά στις θεόπνευστες επιστολές του ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι γι’ αυτόν και για την Εκκλησία καύχηση. «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ.6,13), διότι «ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α΄Κορ.1,17», επειδή ο Ιησούς Χριστός «εγενήθη εν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Α΄Κορ.1,30) ως ο «Εσταυρωμένος» (Α΄Κορ.1,23). Ο Κύριος της δόξης «υπό χειρών ανόμων» καρφώθηκε επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να υποστεί το επώδυνο μαρτύριο της σταυρώσεως και να πεθάνει ως αίσχιστος κακούργος. Αλλά όμως η ανθρώπινη αυτή κακουργία, εξ αιτίας της άμετρης θείας αγάπης, λειτούργησε ευεργετικά για το θεοκτόνο ανθρώπινο γένος, «συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιοθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,8-10). Ο σταυρικός θάνατος του Χριστού είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο! Ο Σταυρός πριν τη μεγάλη σταυρική θυσία του Χριστού ήταν έχθιστο φονικό όργανο εκτέλεσης κακούργων. Όποιος πέθαινε δια της σταυρώσεως χαρακτηρίζονταν «επικατάρατος» (Γαλ.3,1). Αφότου όμως ο σαρκωμένος Θεός πέθανε ως κακούργος πάνω στο εγκάρσιο ξύλο, αυτό κατέστη πηγή απολυτρώσεως. Από μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σε ακένωτη πηγή ζωής, από αποκρουστικό και απαίσιο όργανο των δημίων έγινε φωτεινό σύμβολο και δίαυλος ευλογιών, από ξύλο πόνου και ωδίνων κατέστη καταφύγιο ανάπαυσης και χαράς. Η παράδοξη αυτή και μεγάλη αλλαγή συντελέσθηκε επειδή η άμετρη θεία αγάπη και ευσπλαχνία δε λειτούργησε εκδικητικά προς την ανθρώπινη αγνωμοσύνη και κακουργία. Μέσα στην απύθμενη θεία φιλανθρωπία δεν υπάρχει «χώρος» για μίσος, θυμό και εκδίκηση. Ο Θεός, ως η απόλυτη αγάπη (Α΄Ιωάν.4,8,) αντί εκδίκησης ανταπέδωσε στον άνθρωπο ευσπλαχνία και του δώρισε τη λύτρωση από τα πικρά δεσμά της αμαρτίας και του κακού και του χάρισε την αιώνια ζωή. Χάρη λοιπόν στην άμετρη αγάπη του Θεού, το φρικτό φονικό όργανο των ανθρώπων μετεβλήθη σε πηγή αγιασμού και απολυτρώσεως. Σύμφωνα με την υψηλή θεολογία του ουρανοβάμονος Παύλου ο Σταυρός του Χριστού από ατιμωτικό και φρικτό φονικό όργανο θανατώσεως των κακούργων ανθρώπων, μετεβλήθη, μετά το σταυρικό θάνατο του Κυρίου, σύμβολο σωτηρίας, μέσο συμφιλίωσης με το Θεό και πηγή αγιασμού. Η ανθρώπινη κακία έδωσε στο Θεό πόνο και θάνατο δια του ξύλου του Σταυρού, η θεία ανεξικακία και άκρα φιλανθρωπία, έδωσε, αντίθετα, στο δήμιό Του αγάπη και λύτρωση! Η δύναμη λοιπόν του Σταυρού έγκειται στην ακένωτη αγάπη του Θεού, η οποία διοχετεύεται πλέον στην ανθρωπότητα και σε ολόκληρη τη δημιουργία μέσω του Σταυρού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχοντας υπόψη τους αυτή τη μεγάλη αλήθεια, διατύπωσαν την περίφημη θεολογία του Σταυρού. Το ιερότατο αυτό σύμβολο είναι πια συνυφασμένο με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από Εκείνον αντλεί την ανίκητη δύναμή του, τον αγιασμό και τη χάρη. Γι’ αυτό και δεν είναι ειδωλολατρία να προσκυνείται από τους πιστούς, διότι προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, σημαίνει προσκύνηση του ιδίου του Χριστού, του Οποίου είναι το σημείο και η ενθύμηση της απολυτρωτικής Του θυσίας. Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί πλέον την ενοποιό δύναμη της ανθρωπότητας. Αν το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού στην Εδέμ (Γεν.3ο κεφ.) έγινε πρόξενος κακού και έχθρας του ανθρωπίνου γένους, το ξύλο του Σταυρού έγινε σημείο επανένωσης των ανθρώπων στο Σώμα Του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τα δύο εγκάρσια ξύλα, που συνθέτουν το σύμβολο του Σταυρού, συμβολίζουν την ένωση των ανθρώπων με το Θεό (κάθετο ξύλο) και την ένωση των ανθρώπων μεταξύ τους (εγκάρσιο ξύλο). Φυσικά η ένωση των ανθρώπων περνά αναγκαστικά από τη σχέση τους με το Θεό. Το εγκάρσιο ξύλο παριστά, επίσης, τα δύο χέρια του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας, τα οποία είναι ανοιγμένα για να αγκαλιάσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μέσα σε αυτή τη θεώρηση η νέα εν Χριστώ ανθρώπινη κοινωνία έχει διαφορετική υφή από τις προχριστιανικές και εξωχριστιανικές κοινωνίες. Η ενοποιός δύναμη του Σταυρού του Χριστού αδελφοποιεί τους ανθρώπους, δημιουργώντας την κοινωνία της αγάπης, της αδελφοσύνης, της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού είναι ακόμα η φοβερή δύναμη κατά των αντίθεων δυνάμεων. Μέχρι το σταυρικό θάνατο του Χριστού, ως όργανο του κακού, χρησιμοποιούνταν για την καταστροφή και το θάνατο. Αφότου ο Θεός καταδέχτηκε να καρφωθεί και να πεθάνει πάνω σ’ αυτόν μεταβλήθηκε σε όπλο εναντίων εκείνων που το χρησιμοποιούσαν. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον σταυρόν Σου ημίν δέδωκας, φρύττει γαρ και τρέμει μη

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο