Category: Δεσποτικές Εορτές

Τι σημαίνει η Ίνδικτος – Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους.

  Η Ίνδικτος προέρχεται από τη λατινική λέξη indictio η οποία σημαίνει ορισμός. Ο όρος προήλθε από τη συνήθεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να ορίζουν διά θεσπίσματος για διάστημα δεκαπέντε ετών το ποσό του ετήσιου φόρου που εισέπρατταν αυτή την εποχή για τη συντήρηση του στρατού. Κατ’ επέκταση καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτίωνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη υπεύθυνη του ερευνητικού Εργαστηρίου Παλαιογραφίας και Αρχείου Μικροταινιών του Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης: «Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους». Τι σημαίνει αρχή Ινδίκτου Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε να εορτάζουν οι χριστιανοί την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά του προς την κτίση. Είναι αυτό που ήδη έκαναν οι Ιουδαίοι σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου· την πρώτη δηλαδή ημέρα του εβδόμου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποίαν εσχόλαζαν από κάθε εργασία, για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων «εις οσμήν ευωδίας Κυρίω» (Λευϊτ. 23,18). Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δημιουργός του χρόνου και του σύμπαντος, ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων, ο οποίος εσαρκώθη, για να αποκαταλλάξη τα πάντα εις Εαυτόν και να συναγάγη Ιουδαίους και εθνικούς εις μίαν Εκκλησίαν, ήθελε να ανακεφαλαιώση εν Εαυτώ τον αισθητό κόσμο και τον γραπτό Νόμο. Έτσι, αυτήν την ημέρα που η φύσις ετοιμάζεται να διατρέξη ένα νέο κύκλο εποχών, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαϊου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν (= έτος) Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18). Όλες οι Εκκλησίες, συναθροισμένες «επί το αυτό», αναπέμπουν σήμερα δοξολογία προς τον ένα τρισυπόστατο Θεό, ο οποίος διαμένει στην αιώνια μακαριότητα, διακρατεί τα πάντα εν τη ζωή και στέλνει άφθονες τις ευλογίες του κάθε εποχή στα κτίσματά του. Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμε, για να γίνωμε μέτοχοι της αιωνιότητός του. (Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Μακαρίου ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος) Πώς καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους; Τα περισσότερα ημερολόγια στην περιοχή της Ανατολής είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή, όμως, στις 23 Σεπτεμβρίου ήταν τα γενέθλια του Αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού, η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 του ίδιου μήνα, ημέρα η οποία καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, της περιόδου, δηλαδή, του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια. Έτσι, Ίνδικτος κατέληξε να σημαίνει αργότερα το έτος και αρχή της Ινδίκτου η πρωτοχρονιά. Αυτή την πρωτοχρονιά βρήκε η Εκκλησία και της προσέδωσε χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σε αυτή την εορτή της σύλληψης του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής ιστορίας. Το 462 μ.Χ. για πρακτικούς λόγους αλλά και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μήνα, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην ορθόδοξη ανατολή κατά τα νεότερα χρόνια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι λίγα χρόνια πριν, η Εκκλησία όρισε την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στο φυσικό περιβάλλον. Η Ίνδικτος κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι). Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν

Ράσα και Ιερά άμφια.

Το ράσο, η ιδιαίτερη αυτή ενδυμασία των ορθοδόξων κληρικών, έχει την ιστορία του, μια ιστορία ζυμωμένη με δάκρυα και πόνο, μια ιστορία μακραίωνη. Το ράσο δεν αποτελεί δόγμα της πίστης μας. Η Εκκλησία μας στις μέρες της δοκιμασίας που ζούμε δεν έχει ανάγκη από εξωτερικές μεταρρυθμίσεις, αλλά από εσωτερικές αλλαγές. Έχει ανάγκη από αγίους και εμπνευσμένους κληρικούς, που θα φορέσουν και θα τιμήσουν το ράσο και θα το κάνουν λάβαρο των πιο ωραίων αγώνων για τη θρησκευτική, ηθική και εθνική αναγέννηση του Γένους μας. Δε φταίει το ράσο για τυχόν αστοχίες και σκάνδαλα των σημερινών κληρικών. Αυτά, ακόμα και αν αυτό καταργηθεί, δεν θα εκλείψουν. Η ενδυμασία αυτή από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, χρησιμεύει για να γίνεται διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Το ράσο αποτελεί ειδική περιβολή, η οποία συντελεί στη διατήρηση σεβασμού προς τους ιερείς. Σε καιρό διωγμών, (όπως ήταν οι διωγμοί των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού), οι κληρικοί δε φορούσαν ιδιαίτερη ενδυμασία, καθώς διέτρεχαν τον κίνδυνο να συλληφθούν και να θανατωθούν. Κανένας ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να τους διακρίνει από την εξωτερική τους περιβολή. Οι κληρικοί των πρώτων αιώνων ξεχώριζαν από το βίο τους. Το ράσο, όπως προαναφέραμε, ξεχωρίζει τον ιερέα από τους λαϊκούς. Προφυλάσσει τον ιερέα από δημόσιες εκτροπές. Για αυτό οι ιερείς που θέλουν να ζουν κοσμική ζωή και να απολαμβάνουν και αυτοί τις κοσμικές ηδονές, είναι συνήγοροι της κατάργησης του ράσου, του ράσου που δόξασαν αναρίθμητοι ευσεβείς κληρικοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και στους δικούς μας χρόνους σε μη Χριστιανικά κράτη απαγορεύουν την εμφάνιση των κληρικών με την ιδιαίτερη ενδυμασία τους και έτσι οι κληρικοί δε φορούν ράσο. Στην Τουρκία, όπου ο Χριστιανισμός είναι στο περιθώριο, (ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922), απαγορεύθηκε το ράσο, με εξαίρεση τους κληρικούς του Πατριαρχείου και τον Πατριάρχη, στον οποίο επετράπη να φοράει ράσο, όταν βγαίνει έξω από το Πατριαρχείο. Με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι φανέρωναν την άρνησή τους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά πως ο κλήρος ήταν εκείνος που διατήρησε 400 χρόνια και δεν άφησε να πεθάνει η εθνική συνείδηση όχι μονάχα της Ελλάδας, αλλά και των υπολοίπων βαλκανικών λαών. Επίσης στην Αμερική, στην Αυστραλία, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου δε θέλουν τους ρασοφόρους και οι ιερείς συχνά γίνονται αποδέκτες ύβρεων. Ο ιερέας, ο ευλαβής ιερέας όταν πρόκειται να πάει στο ναό για να τελέσει μια ιεροτελεστία, πρέπει να προετοιμάσει τον εαυτό του ψυχολογικά. Πρέπει να αφήσει έξω από το ναό ό,τι ανθρώπινο και κοσμικό, να ξεχάσει τον εαυτό του και τα πάθη του και να θυμηθεί τίνος εκπρόσωπος είναι. Ο ιερέας όταν λειτουργεί πρέπει να είναι και να φαίνεται σαν άγγελος. Κι όπως οι άγγελοι στον ουρανό στέκονται με φόβο και με τρόμο μπροστά στο θρόνο του Θεού, έτσι πρέπει και οι ιερείς να στέκονται μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Αν όλοι οι ιερείς είχαν αυτό τον άγιο φόβο και λειτουργούσαν με ιερή κατάνυξη, όλος ο κόσμος θα άλλαζε. Αυτοί που διαθέτουν καλή προαίρεση αισθάνονται πως κάτι μεγάλο και υψηλό τελείται την ώρα που ο Ιερέας λειτουργεί. Αλλά ο ορθόδοξος ιερέας δε διακρίνεται μόνο από το ράσο. Διακρίνεται και από τα άμφια. Τα άμφια είναι η επίσημη στολή που φοράει ο ιερέας όταν λειτουργεί. Τα άμφια έχουν τη δική τους γλώσσα. Συνοδεύονται από ρητά της Αγίας Γραφής και φωνάζουν στον ιερέα: «Πρόσεξε, απομάκρυνε από πάνω σου καθετί αμαρτωλό και κοσμικό, που είναι σαν ρούχο παλιό και ακάθαρτο. Ντύσου την αρετή, την αγιότητα, που είναι λαμπρή στολή της ψυχής. Ντύσου το Χριστό, κι έτσι φωτεινός και λαμπρός προχώρα στην τέλεση των ιερών μυστηρίων». Πολλά και διάφορα είναι τα άμφια που φορούν οι κληρικοί όταν λειτουργούν. Από τα άμφιά τους, διακρίνονται οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης. Αναφέρουμε εδώ τα κυριότερα. Ο διάκονος διακρίνεται από το άμφιο που λέγεται οράριο. Είναι μια πλατειά ταινία, που από το ένα άκρο της κρέμεται από τον αριστερό ωμό προς τα πίσω, το δε άλλο άκρο της το κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν εκφωνεί τις δεήσεις. Στην παλιά εποχή πάνω στο οράριο ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ». Το οράριο σημαίνει, πως ο διάκονος μιμούμενος τους αγγέλους πρέπει να προσεύχεται συνεχώς. Το οράριο θυμίζει το ρητό του αποστόλου Παύλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Άλλο άμφιο του διακόνου είναι τα επιμάνικα. Όπως αναφέρουν οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, τα επιμάνικα, που φορούν και οι διάκονοι και οι ιερείς και οι αρχιερείς σημαίνουν τα δεσμά με τα οποία έδεσαν το Χριστό. Ο κληρικός πρέπει να είναι έτοιμος, χάρη του Ευαγγελίου, να υποστεί το διωγμό, τη φυλακή και το μαρτύριο. Ο ιερέας διακρίνεται από τα εξής άμφια: Το επιτραχήλιο: Το πετραχήλι είναι το πιο σπουδαίο άμφιο του ιερέα. Χωρίς πετραχήλι καμιά ιεροτελεστία δεν μπορεί να κάνει ο ιερέας. Σημαίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πλούσια σαν ποτάμι τρέχει και ποτίζει τις ψυχές δια μέσου των ιερών μυστηρίων. Το πετραχήλι έχει στο κάτω άκρο τα λεγόμενα κρόσια. Σημαίνουν τις ψυχές που ο Θεός έχει εμπιστευτεί στον κάθε ιερέα. Ενώ ο λαϊκός θα δώσει λόγο για την ψυχή του, ο ιερέας θα δώσει λόγο και για τις ψυχές που ανήκουν στην ενορία του. Ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιερεμία λέει: «Θα ζητήσω το αίμα των ανθρώπων εκείνων που εξαιτίας των ιερέων έχουν χαθεί». Άλλο άμφιο του ιερέα είναι η ζώνη. Η ζώνη δεν είναι μόνο για να συγκρατεί την ενδυμασία, αλλά και για να θυμίζει στον ιερέα πως πρέπει να συγκρατεί τις κακές επιθυμίες και να κυριαρχεί στα πάθη του. Ευπρεπής, εύζωνος και ταχύς στην οδό του Κυρίου. Άλλο άμφιο του ιερέα είναι το φελόνιο, το φελόνι, που φοριέται από το λαιμό και θυμίζει την κόκκινη χλαμύδα που έντυσαν τον Ιησού οι στρατιώτες στο πραιτόριο του Πιλάτου για να τον εμπαίξουν. Έτσι και ο ιερέας που βαδίζει στα ίχνη του Χριστού θα εμπαιχθεί από ανθρώπους που αντιστρατεύονται το Χριστό μας. Ο αρχιερέας διακρίνεται από τα εξής άμφια: Ωμοφόριο. Είναι μια πλατειά ταινία, που ρίχνεται πάνω στους ώμους και τα άκρα της καταλήγουν μπροστά στο στήθος και θυμίζει την παραβολή του απολωλότος προβάτου. Άλλο άμφιο του αρχιερέα είναι ο σάκκος. Αντιστοιχεί προς το φελόνι του ιερέως, σημαίνει την κόκκινη χλαμύδα, έχει δε

Έχει ευθύνη η Εκκλησία για το κατάντημα της κοινωνίας;

  Μας ρωτήσατε το εξής: Είμαστε μια χώρα όπου το 90% είναι ορθόδοξοι, δεν είναι μια αποτυχία της εκκλησίας το γεγονός ότι έχει ευθύνες για μια τόσο εγωιστική κοινωνία όπως είναι η ελληνική; 1)Η ερώτησή σας από την αρχή είναι διατυπωμένη λάθος. Λέτε «εκκλησία». Τι είναι εκκλησία για εσάς; Δεν είναι κλήρος και λαός μαζί; Μάλλον με τον όρο «εκκλησία» εννοείται μόνο την διοικούσα εκκλησία, δηλαδή τους αρχιερείς και τους ιερείς και όχι τον λαό. Αυτό είναι λάθος. Ας πάρουμε όμως ως εκκλησία – σύμφωνα με το σκεπτικό σας- μόνο τον κλήρο. Τότε θα λέγαμε ότι σίγουρα υπάρχει κάποιο μέρος ευθύνης και σ’ αυτούς. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι ο κλήρος δεν ήρθε ουρανοκατέβατος, αλλά πηγάζει μέσα από τον πιστό λαό. Ως άνθρωποι λοιπόν οι κληρικοί ίσως κάνουν λάθη. Όμως σίγουρα δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις ότι ευθύνονται για το κατάντημα της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να μιλούμε με γενικότητες, δεν μπορούμε να κατηγορούμε το σύνολο του κλήρου για κάποια λάθη που έχουν γίνει από ένα μέρος του κλήρου. Όπως έλεγε ένας γέροντας, θέλετε καλούς ιερείς, κάντε τα παιδιά σας. Κατηγορούμε τους ιερείς ότι δεν είναι καλοί, ότι τα χωριά μας σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν ιερέα. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Η διοικούσα εκκλησία; Φυσικά όχι. Την ευθύνη έχει ο λαός, την ευθύνη έχουν οι γονείς που θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν οτιδήποτε άλλο, αλλά όχι ιερείς. Τί υποκρισία; Να κατηγορείς τον εκάστοτε αρχιερέα ότι δεν έστειλε ιερέα στο χωριό τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα (λες και το κάνει επίτηδες) και από τη άλλη ολόκληρο το χωριό εδώ και δεκαετίες να μην έχει ούτε έναν άνθρωπο που να θέλει να διακονήσει ως ιερέας στο χωριό του. Να περνούν οι γενιές των ανθρώπων και ούτε ένας!…ούτε ένας να μην θέλει να γίνει ιερέας. Ενώ από την άλλη όλοι να κατηγορούν την διοικούσα εκκλησία για αδιαφορία. Ποιος είναι τελικά ο αδιάφορος; 2)Έχει μέρος ευθύνης ο κλήρος για την τόσο εγωιστική κοινωνία; Έχει. Όπως έχει ευθύνη ένας δάσκαλος για την αποτυχία του μαθητή του. Όμως τελικά, ποιος ευθύνεται πιο πολύ; Ο δάσκαλος ή ο μαθητής; Μάλλον ο μαθητής για την αδιαφορία του. Μπορεί ο δάσκαλος να έκανε κάποια λάθη, όμως δεν ευθύνεται για την αποτυχία του μαθητή. Εάν υπήρχε ενδιαφέρον από το μαθητή θα άλλαζε διδάσκαλο, θα πήγαινε σε κάποιον άλλο που θα του μετέδιδε καλύτερα τις γνώσεις που επιζητούσε. 3) Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση μιλούμε για μια πνευματική αποτυχία. Ειδικά σε πνευματικά θέματα την ευθύνη τη φέρει κυρίως -αν όχι εξολοκλήρου- ο ίδιος ο άνθρωπος. Σίγουρα παίζουν ρόλο και οι δίπλα του αλλά την ευθύνη των πράξεων, των λόγων, της στάσης ζωής του την επιλέγει ελεύθερα ο ίδιος ο άνθρωπος. Με το σκεπτικό σας θα έπρεπε να κατηγορήσουμε και τον Θεό ότι απέτυχε για την παρακοή των πρωτοπλάστων, το Θείο Βρέφος για την σφαγή των νηπίων από τον μανιώδη Ηρώδη. Θα έπρεπε να κατηγορήσουμε τον Χριστό για τον Ιούδα και τους σταυρωτάς Του, τους Αποστόλους για τους διώκτες τους, τους Μάρτυρες για τους δημίους τους, τους Θεοφόρους Πατέρες για τους αιρεσιάρχες που πλάνεψαν και πλανούν εκατομμύρια ανθρώπων. Όμως κάτι τέτοιο θα είναι αναληθές. 4)Η πνευματική αναγέννηση και πρόοδος στηρίζεται στην ελευθερία, στηρίζεται στο αυτεξούσιο. Είναι πολύ βολικό να βρίσκουμε κουσούρια στους άλλους ώστε να δικαιολογούμε την δική μας ανεπάρκεια. Είναι εύκολο να λέμε «με έκοψε ο καθηγητής» από το να λέμε «κόπηκα γιατί δεν διάβασα». Από την άλλη μεριά λέμε «πέρασα το μάθημα» και όχι «με πέρασε ο καθηγητής». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το πρόβλημά μας είναι πολύ μεγάλο. Για όλα τα κακά κατηγορούμε τον Θεό, την Εκκλησία Του, τους ιερείς, τους πολιτικούς, τους άλλους…βάζουμε ταμπέλες σε όλους και όλα, και το κυριότερο βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω. 5) Η πραγματική αποτυχία είναι να αντιμετωπίζεις την αποτυχία του συνόλου ως ευκαιρία για κατάκριση των άλλων και όχι ως αφορμή για αυτοκριτική. Αποτυχία είναι να σηκώνεις τα χέρια σου και να μουτζώνεις, να βρίζεις, να γιουχάρεις τους άλλους χωρίς να σκέφτεσαι τα δικά σου λάθη και σφάλματα. Αποτυχία είναι να θέλουμε να βρούμε παντού και πάντοτε κάποιον Ηρώδη για να κατηγορήσουμε αφήνοντας τον Ηρώδη που κρύβουμε μέσα μας να μεγαλουργεί… Αποτυχία είναι να θεωρούμε Εκκλησία μόνο τους ιερείς και όχι τον εαυτό μου, τον δίπλα μου, την οικογένειά μου… Όταν η μετάνοια και η ταπείνωση έρθει στην ζωή μας, τότε και μόνο τότε θα αντιληφθούμε το κακό που έχουμε προκαλέσει εμείς οι ίδιοι στην κοινωνία παύοντας να κατηγορούμε τους άλλους. Διότι τελικά οι άλλοι είμαστε εμείς κι ας μην θέλουμε να το παραδεχτούμε… αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Χρονολογικό αρχείο

Πρόσφατα άρθρα

Ο αχάριστος είναι πάντα λυπημένος.

  -Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι, ενώ τα έχουν όλα, νιώθουν άγχος και στενοχώρια; -Όταν βλέπετε έναν άνθρωπο να έχει μεγάλο άγχος, στενοχώρια και λύπη, ενώ τίποτε δεν του λείπει, να ξέρετε ότι του λείπει ο Θεός. Όποιος τα έχει όλα, και υλικά αγαθά και υγεία, και, αντί να ευγνωμοσύνη τον Θεό , έχει παράλογες απαιτήσεις και γκρινιάζει, είναι για την κόλαση με τα παπούτσια. Ο άνθρωπος, όταν έχει ευγνωμοσύνη, με όλα είναι ευχαριστημένος. Σκέφτεται τι του δίνει ο Θεός κάθε μέρα και χαίρεται τα πάντα. Όταν όμως είναι αχάριστος, με τίποτε δεν είναι ευχαριστημένος γκρινιάζει και βασανίζεται με όλα. Αν, ας πούμε, δεν εκτιμάει την λιακάδα και γκρινιάζει, έρχεται ο Βαρδάρης και τον παγώνει …; Δεν θέλει την λιακάδα θέλει το τουρτούρισμα που προκαλεί ο Βαρδάρης. -Γέροντα, τι θέλετε να πείτε μ’ αυτό; -Θέλω να πω ότι, αν δεν αναγνωρίζουμε τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός και γκρινιάζουμε, έρχονται οι δοκιμασίες και μαζευόμαστε κουβάρι. Όχι, αλήθεια σας λέω, όποιος έχει αυτό το τυπικό , την συνήθεια της γκρίνιας, να ξέρει ότι θα του έρθει σκαμπιλάκι από τον Θεό, για να ξοφλήσει τουλάχιστον λίγο σ’ αυτήν την ζωή. Και αν δεν του έρθει σκαμπιλάκι, αυτό θα είναι χειρότερο, γιατί τότε θα τα πληρώσει όλα μία και καλή στην άλλη ζωή. -Δηλαδή , Γέροντα, η γκρίνια μπορεί να είναι συνήθεια; -Γίνεται συνήθεια, γιατί η γκρίνια φέρνει γκρίνια και η κακομοιριά φέρνει κακομοιριά. Όποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριά και αποθηκεύει άγχος. Ενώ, όποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται την θεϊκή χαρά και την αιώνια ευλογία. Ο γκρινιάρης, όσες ευλογίες κι αν του δώσει ο Θεός, δεν τις αναγνωρίζει. Γι’ αυτό απομακρύνεται η Χάρις του Θεού και τον πλησιάζει ο πειρασμός τον κυνηγάει συνέχεια ο πειρασμός και του φέρνει όλο αναποδιές, ενώ τον ευγνώμονα τον κυνηγάει ο Θεός με τις ευλογίες Του. Η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία, την οποία ήλεγξε ο Χριστός. «Ούχ οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα που», είπε στον λεπρό που επέστρεψε να Τον ευχαριστήσει . Ο Χριστός ζήτησε την ευγνωμοσύνη από τους δέκα λεπρούς όχι για τον εαυτό Του αλλά για τους ίδιους, γιατί η ευγνωμοσύνη εκείνους θα ωφελούσε. Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

διαβάστε περισσότερα »

Category: Δεσποτικές Εορτές

Πώς θα φτάσουμε κι εμείς στην θέα του Ακτίστου Φωτός.

Αδελφοί μου. Σήμερα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρεται σε ένα μεγάλο και σημαντικό γεγονός που συντελέσθηκε τεσσαράκοντα περίπου ημέρες πριν την Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου μας. Είναι το μεγάλο γεγονός της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής, ο Κύριος παρέλαβε εκ των 12 μαθητών Του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και ανέβηκαν σε όρος υψηλό μόνον αυτοί. Εκεί επέτρεψε να δουν οι μαθητές Του λίγη από την δόξα της Θεότητός Του. Είδαν λοιπόν οι τρεις μαθητές τα ρούχα του Ιησού να γίνονται κατάλευκα και να αστράφτουν σαν το φως, το δε πρόσωπό Του να λάμπει όπως ο ήλιος. Αυτό που ήταν, είναι και πάντοτε θα είναι ο Ιησούς, επέτρεψε να το δουν, όσο μπορούσαν με τα ανθρώπινα μάτια τους οι μαθητές Του. Να κατανοήσουν ότι είναι ο Μεσσίας, ο Σωτήρας, ο Υιός του Θεού, ο Χριστός του Ισραήλ και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ώστε όταν σε λίγες μέρες θα Τον έβλεπαν σταυρωμένο, άδοξο και ταπεινό κατά την ώρα του φρικτού πάθους Του, να μη κλονιστεί η εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό Του. Προς επιβεβαίωση όλων αυτών ήλθε και η φωνή του Θεού Πατρός εξ΄ ουρανού λέγουσα: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, τον οποίο εξέλεξα· σ’ αυτόν να υπακούετε». Παρ’ όλα αυτά, όπως γνωρίζουμε ο άνθρωπος σύντομα ξεχνά. Γι’ αυτό σε λίγες μέρες βλέπουμε τον Πέτρο ν’ αρνείται τον Χριστό, οι δε άλλοι μαθητές, πλην του Ιωάννη, έντρομοι να κρύβονται από τον φόβο τους μήπως συλληφθούν και τιμωρηθούν κι αυτοί σαν τον διδάσκαλό τους. Δείτε πόσο γρήγορα ξεχνά ο άνθρωπος τον Θεό, τις ευεργεσίες και τα θαύματα που κάνει στον καθένα από εμάς ξεχωριστά και αναλογισθείτε πόσο γρήγορα κι εμείς σαν τους μαθητές Τον προδίδουμε ή Τον εγκαταλείπουμε… Αδελφοί μου. Όπως και άλλοτε έχουμε αναφέρει, ο Κύριος δεν μεταμορφώθηκε, δεν άλλαξε, απλά επέτρεψε να δουν οι τρεις μαθητές Του αυτό που ήταν, είναι και θα είναι πάντα: Ο αληθινός Θεός. Είδαν λίγο από την δόξα Του, είδαν λίγο από το άκτιστο φως που περιβάλλει συνεχώς τον Ιησού ως Θεό. Αυτή τη λάμψη και τη δόξα την είχε προ πάντων των αιώνων. Αλλά και όταν γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, όταν βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό, όταν περπατούσε, δίδασκε και θεράπευε στις πόλεις και στα χωριά του Ισραήλ, όταν σταυρώθηκε πάνω στον σταυρό, πάντα είχε αυτή την θεϊκή δόξα και λάμψη. Πάντα έλαμπε και πάντα θα λάμπει περισσότερο από τον ήλιο, που είναι κι αυτός δημιούργημά Του. Ωστόσο, εξαιτίας των αμαρτιών και των παθών μας αδυνατούν τα ανθρώπινα μάτια της ψυχής  και του σώματος να δουν αυτή την δόξα και το άκτιστο φως του Χριστού. Όσοι όμως άνθρωποι διέλθουν από το στάδιο της καθάρσεως και περάσουν στα στάδια του φωτισμού και της θεώσεως, σ’ αυτούς επιτρέπει πολλάκις ο Θεός να βλέπουν την δόξα Του και να γεύονται μυστικές εμπειρίες από την Ουράνια Βασιλεία Του. Αυτό το γεγονός έρχεται σήμερα, αδελφοί μου, να μας υπενθυμίσει ο Απόστολος Πέτρος με την καθολική επιστολή του, που την απευθύνει πρός όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας. Μας υπενθυμίζει την δόξα που είδε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, πάνω στο Όρος της Μεταμορφώσεως, και την φωνή του Θεού που βεβαίωνε ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και η οποία ζήτησε από τους ανθρώπους Αυτόν να υπακούμε. Μας υπενθυμίζει ο Πέτρος σήμερα ότι αν επιθυμούμε κι εμείς ν’ ανεβούμε ψηλά πνευματικά και να ζήσουμε για λίγες στιγμές αυτή την ουράνια χαρά του ακτίστου φωτός, είναι ανάγκη να εγκαταλείψουμε τα αμαρτωλά πάθη και τις κακές μας συνήθειες, και να γεμίσουμε τη ζωή μας με άνθη ευωδιαστά, δηλαδή με τις αρετές που δίδαξε ο Κύριός μας. Τέτοιες είναι η τιμιότητα, η ειλικρίνεια, η υπομονή, η υπακοή, η ταπείνωση, η εγκράτεια, η αγνότητα, η παρθενία, η ελεημοσύνη, η αγάπη, η συγχωρητικότητα, η ανεξικακία, η ειρήνη και η πραότητα της ψυχής, η πίστη, η αγαθότητα, η αοργησία και άλλες πολλές αρετές που αναφέρονται μέσα στον λόγο του Θεού που είναι η Αγία Γραφή. Ο άνθρωπος καλείται και μπορεί να βιώσει την χαρά της Βασιλείας του Θεού από τώρα, όσο ζει επάνω σε τούτη τη γη, αλλά και μετά να συνεχίσει να έχει την χαρά αυτή στην ουράνια και αιώνια ζωή του Παραδείσου σε υπερμέγιστο βαθμό, που ο νους του ανθρώπου δεν έχει φανταστεί, ούτε και μπορεί να κατανοήσει.  Όσο είμαι ζωντανός ανάμεσά σας, τονίζει ο Απόστολος Πέτρος, θα συνεχίζω να υποδεικνύω σε όλους σας τον δρόμο των αρετών που έχει χρέος να βαδίζει ο πιστός χριστιανός. Αλλά και όταν φύγω, θα έχετε τις επιστολές μου. Να τις μελετάτε, για να μη ξεχνάτε τον σκοπό της ζωής σας και τον στόχο μας, που είναι η Βασιλεία του Θεού. Αν ακολουθήσετε όσα αναφέρω, βεβαιώνει ο Απόστολος, θα ζήσετε όχι μόνο επί γης, αλλά και εν ουρανοίς όσα έζησα κι εγώ, που ο Κύριος με πήρε κοντά Του μαζί με τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και μας ανέβασε στο ψηλό Όρος και εκεί μας επέτρεψε να δούμε λίγο από την θεϊκή Του δόξα. Ήταν στιγμές που δεν περιγράφονται, ήταν τόσο ωραία, ώστε ζητήσαμε να μείνουμε εκεί, μαζί Του για πάντα. Είδαμε και ζήσαμε μεγαλεία απερίγραπτα. Αδελφοί μου, ο Απόστολος Πέτρος υπενθυμίζει σε όλους όσοι ποθούμε και αναζητούμε σε αυτή, αλλά και στην άλλη ζωή την γνήσια χαρά και την ευτυχία, ότι θα τα γευθούμε, όταν με την βοήθεια του Κυρίου μας κάνουμε αγώνες πνευματικούς για ν’ αποκτήσουμε τις αρετές που προαναφέραμε. Όσοι λοιπόν λαχταρούν την ασύγκριτη δόξα του Θεού και την θέα του ακτίστου φωτός που μεταμορφώνει τον άνθρωπο προς τα θαυμαστά και τα ανώτερα, ας εφαρμόσουμε τις συμβουλές του Απ. Πέτρου στην καθημερινή ζωή μας, ώστε ο ουράνιος πόθος μας να εκπληρωθεί. Αμήν.  Του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος, Αρχιμανδρίτου  Νεκταρίου Μουλατσιώτη

διαβάστε περισσότερα »

Η Μεταμόρφωση προεικονίζει την Ανάσταση του Χριστού.

  Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όπως περιγράφεται στους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, ανέβηκε στο όρος Θαβώρ και «μετεμορφώθη» ενώπιον των τριών μαθητών Του: Πέτρου, Ιάκωβου και Ιωάννη. Οι μαθητές Του, κουρασμένοι, έπεσαν σε ύπνο βαθύ. Όταν ξύπνησαν αντίκρισαν ένα εξαίσιο και θαυμαστό θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν ήλιος και τα ενδύματά Του ήταν λευκά και λαμπερά σαν το φως. Μαζί Του, οι δυο μεγάλες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας: ο Μωυσής και ο Ηλίας. Τότε οι μαθητές, αφού συνήλθαν από την πρώτη έκπληξη, ζήτησαν να γίνουν τρεις σκηνές: μία για τον Κύριο, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία. Όμως, πριν ολοκληρώσουν τη σκέψη και τα λόγια τους, ένα φωτεινό σύννεφο τούς σκέπασε και μια φωνή εξ ουρανού ακούστηκε να τους λέει: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός! Αυτόν να ακούτε!». Το γεγονός της Μεταμορφώσεως αποτελεί μια από τις πέντε μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Διότι κατ’ αυτήν, λαμβάνει χώρα η ένωση του θείου με το ανθρώπινο, του προσωρινού και του γήινου με το αιώνιο, καθώς το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού προβάλλεται ως η νοητή γέφυρα που ενώνει γη και ουρανό. Η Μεταμόρφωση επιβεβαιώνει την θεότητα του Χριστού, αλλά και τον ρόλο Του, ως αγγελιοφόρου επί της γης. Γεγονός, το οποίο θεμελιώνεται από την παρουσία των δύο μεγάλων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, εκατέρωθεν του Ιησού: του Μωυσή, που εκπροσωπεί τον Νόμο και του Ηλία που εκπροσωπεί τους Προφήτες. Ο Ιησούς, επειδή είναι Υιός του Θεού, είναι υπεράνω του Νόμου και των Προφητών, συμπληρώνοντας και τελειοποιώντας τους, και όχι καταργώντας τους. Ο Κύριος τοποθετείται από τον Θεό ως κριτής, κυρίαρχος και βασιλέας όλης της Δημιουργίας, ζώντων και νεκρών. Οι μορφές του Μωυσή και του Ηλία, οι οποίοι δεν βρίσκονταν πλέον στη γη, αλλά επί αιώνες είχαν γήινα εκλείψει (ο μεν Μωυσής αποθανών, ο δε Ηλίας μεταστάς), τώρα ήταν ζωντανές, όπως όλοι οι εν ζωή άνθρωποι, ενώπιον του Κυρίου! Αυτό προεικονίζει και δείχνει τη νίκη της Ανάστασης του Χριστού ενάντια στον θάνατο και τη φθορά. Η πίστη, λοιπόν, στο Ευαγγέλιο και η έμπρακτη εφαρμογή του, οδηγεί στη θέωση και το φως! «Αυτού ακούετε»! Γένοιτο! Γράφει ο π. Αναστάσιος Στεριώτης

διαβάστε περισσότερα »

Τι σημαίνει μεταμορφώθηκε;

Λόγος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Αλλά όταν έφθασε η ογδόη, όπως έχει λεχθεί, ο Κύριος παραλαμβάνοντας τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί διότι πάντοτε, ή από όλους, και τους Αποστόλους ακόμη, απομακρυνόμενος προσευχόταν, όπως, όταν έθρεψε με πέντε άρτους και δύο ψάρια τους πέντε χιλιάδες άνδρες μαζί με γυναίκες και παιδιά, αμέσως τους απέλυσε όλους και ανάγκασε όλους τους μαθητάς να εμβούν στο πλοίο, και αυτός ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί ή παίρνοντας μαζί του λίγους, εκείνους που υπερείχαν από τους άλλους πράγματι και όταν επλησίαζε το σωτηριώδες πάθος, στους μεν άλλους μαθητάς λέγει, καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ παίρνει δε μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Αυτούς λοιπόν, αφού παρέλαβε κι εδώ μόνους, τους ανεβάζει ιδιαιτέρως σε όρος υψηλό και μεταμορφώθηκε εμπρός τους, δηλαδή ενώ αυτοί έβλεπαν. Τι σημαίνει μεταμορφώθηκε; Λέγει ο Χρυσόστομος θεολόγος άνοιξε, όπως ευδόκησε, ολίγο από τη θεότητα κι έδειξε στους μύστες τον ένοικο Θεό. «Διότι, ενώ προσευχόταν», όπως λέγει ο Λουκάς, «το είδος του έγινε διαφορετικό», «έλαμψε σαν ήλιος», όπως γράφει ο Ματθαίος είπε δε «σαν ήλιος», όχι για να εκλάβει κανείς ως αισθητό το φως εκείνο, μακριά από τη νοητική αβλεψία εκείνων που δεν μπορούν να εννοήσουν τίποτε υψηλότερο από τα κατ’ αίσθηση φαινόμενα, αλλά για να γνωρίσωμε ότι εκείνο που για τους ζώντας κατ’ αίσθηση και βλέποντας δια της αισθήσεως είναι ο ήλιος, τούτο για τους ζώντας κατά πνεύμα και βλέποντας δια του Πνεύματος είναι ο Χριστός ως Θεός, και δεν υπάρχει ανάγκη άλλου φωτός για τους θεοειδείς κατά την θεοπτία διότι για τους αϊδίους αυτός είναι φως και όχι άλλο τι χρειάζεται δεύτερο φως σ’ εκείνους που έχουν το μέγιστο; Όταν δε προσευχόταν έτσι, έλαμψε το απόρρητο εκείνο φως κι εφανέρωσε απορρήτως στους προκρίτους των μαθητών, ενώ ήσαν παρόντες οι κορυφαίοι προφήτες, για να δείξει ότι πρόξενος της μακαρίας εκείνης θέας είναι η προσευχή και να μάθωμε ότι δια του πλησιάσματος προς τον Θεό κατά την αρετή και της κατά τον νου ενώσεως προς αυτόν, προκαλείται και αναφαίνεται εκείνη η λαμπρότης, διδομένη σε όλους και βλεπομένη από όλους τους αδιαλείπτως υψουμένους δι’ ακριβούς αγαθοεργίας και ειλικρινούς προσευχής. Διότι, λέγει, κάλλος αληθινό και ερασμιώτατο, που θεωρείται μόνο από τον καθαρμένο στον νου, είναι το σχετικό με τη θεία και μακαρία φύση, με τις μαρμαρυγές και τις χάριτες του οποίου όποιος το αντικρύσει, μεταλαμβάνει κάτι από αυτό, σαν να ξαναχρωματίζεται στο πρόσωπό του με μια χαριτωμένη λάμψη. Γι’ αυτό και ο Μωυσής, όταν συνομιλούσε με τον Θεό εδοξάσθηκε στο πρόσωπο. Βλέπετε ότι και ο Μωυσής μεταμορφώθηκε αφού ανέβηκε στο όρος, κι έτσι είδε τη δόξα του Κυρίου. Αλλά υπέστη τη μεταμόρφωση, δεν την ενήργησε, συμφώνως προς τον λέγοντα ότι, σ’ αυτό με φέρει το μέτριο φέγγος της αληθείας, να ιδώ και να πάθω την λαμπρότητα του Θεού. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όμως είχε μόνος του τη λαμπρότητα εκείνη γι’ αυτό αυτός δεν εχρειαζόταν ούτε προσευχή που λαμπρύνει το σώμα με θείο φως, αλλά υπεδείκνυε από που θα προσγίνει στους αγίους η λαμπρότης του Θεού και πώς θα ιδωθεί από αυτούς• διότι θα λάμψουν και οι δίκαιοι σαν ήλιος στη βασιλεία του Πατρός των κι έτσι γινόμενοι ολόκληροι θείο φως, ως γεννήματα θείου φωτός, θα ιδούν απορρήτως τον θείο υπερλάμποντα Χριστό, από του οποίου τη θεότητα προερχομένη φυσικώς η δόξα εφάνηκε κοινή και στο σώμα τους επί του Θαβώρ εξ αιτίας του ενιαίου της υποστάσεως. Έτσι και δια μέσου τοιούτου φωτός έλαμψε το πρόσωπό του σαν ο ήλιος. Εκείνοι δε που στην εποχή μας προβάλλουν την ελληνική παιδεία και τη σοφία του Κόσμου τούτου και έχουν προτιμήσει να μη υπακούουν καθόλου στους πνευματικούς άνδρες επί των ζητημάτων του Πνεύματος, αλλά και ν’ αντιλέγουν, ακούοντας για φως της μεταμορφώσεως του Κυρίου επάνω στο όρος, για το φως που εθεάθηκε από τους αποστολικούς οφθαλμούς, κατέρχονται αμέσως στο αισθητό και κτιστό φως κατεβάζουν σ’ αυτό εκείνο το άυλο και ανέσπερο και αΐδιο που είναι όχι μόνο επάνω από την αίσθηση αλλά και επάνω από τον νου, επειδή αυτοί ευρίσκονται κάτω και δεν μπορούν να καταλάβουν τίποτε επάνω από τα γήινα. Και όμως αυτός που έλαμψε κατά τούτο, απέδειξε από πριν ότι αυτό είναι άκτιστο, αφού το εκάλεσε βασιλεία του Θεού διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι δούλη και κτιστή, αλλά αυτή μόνη από όλες είναι ανυπότακτη και αήττητη, και πέρα από κάθε χρόνο και αιώνα, και δεν είναι σωστό, λέγει, ότι έχει αρχίσει ή ότι φθάνεται από αιώνες και χρόνους η βασιλεία του Θεού. Αυτή πιστεύομε ότι είναι η κληρονομία των σωζομένων. Επειδή δε ο Κύριος, όταν μεταμορφώθηκε, έλαμψε κι έδειξε τη δόξα και τη λαμπρότητα και το φως εκείνο, και θα έλθει πάλι όπως ειδώθηκε από τους μαθητάς στο όρος, άρα προσέλαβε και θα έχει στους αιώνες κάποιο φως που δεν είχε προηγουμένως; Μακριά από αυτή τη βλασφημία διότι όποιος λέγει τούτο, θα δεχθεί τρεις φύσεις στον Χριστό, τη θεία, την ανθρωπίνη και την εκείνου του φωτός επομένως δεν εφανέρωσε άλλη λαμπρότητα, αλλ’ εκείνην που είχε αφανώς. Είχε δε κρυμμένην κάτω από τη σάρκα τη λαμπρότητα της θείας φύσεως. Επομένως το φως εκείνο είναι της θεότητος και είναι άκτιστο επειδή, κατά τους θεολόγους, ο Χριστός μεταμορφώθηκε, όχι προσλαμβάνοντας ό,τι δεν ήταν ούτε μεταβαλλόμενος σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανερώνοντας στους μαθητάς του ό,τι ήταν, αφού τους άνοιξε τα μάτια και από τυφλούς τους κατέστησε βλέποντας. Βλέπεις ότι οι κατά φύση βλέποντες οφθαλμοί είναι τυφλοί προς το φως εκείνο; Επομένως ούτε εκείνο το φως είναι αισθητό ούτε οι βλέποντες έβλεπαν απλώς με αισθητικούς οφθαλμούς, αλλά με οφθαλμούς που είχαν μετασκευασθεί δια της δυνάμεως του θείου Πνεύματος. Εναλλάχθηκαν λοιπόν, κι έτσι είδαν την εναλλαγή, την οποία δεν έλαβε προσφάτως το φύραμά μας, αλλά από τη στιγμή της προσλήψεως, οπότε εθεώθηκε δια της ενώσεως με τον Λόγο του Θεού. Γι’ αυτό και εκείνη που συνέλαβε παρθενικώς και εγέννησε παραδόξως ανεγνώρισε τον από αυτήν τεχθέντα ως σαρκοφόρο Θεό, καθώς και ο Συμεών που τον επήρε στα χέρια του ως βρέφος και η πρεσβύτις Άννα που τον συναπήντησε διότι η

διαβάστε περισσότερα »

Τὸ νόημα τῆς διάνοιξης τῶν οὐρανῶν, τῆς περιστερᾶς καὶ τῆς φωνῆς ἐξ οὐρανοῦ κατὰ τὴ Βάπτιση.

Τὸ νόημα τῆς διάνοιξης τῶν οὐρανῶν, τῆς περιστερᾶς καὶ τῆς φωνῆς ἐξ οὐρανοῦ κατὰ τὴ Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων Θεοφανείων εἶναι ἡ ἀκόλουθη ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Τότε ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Γαλιλαία στὸν Ἰορδάνη, πρὸς τὸν Ἰωάννη γιὰ νὰ βαφτιστεῖ ἀπ’ αὐτόν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως τὸν ἐμπόδιζε λέγοντάς του: «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαφτιστῶ ἀπὸ σένα κι ἔρχεσαι ἐσὺ σ’ ἐμένα;» Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἂς τ’ ἀφήσουμε τώρα αὐτά, γιατί πρέπει νὰ ἐκπληρώσουμε κι οἱ δύο μας ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ». Τότε ὁ Ἰωάννης τὸν ἄφησε νὰ βαφτιστεῖ. Βαφτίστηκε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς κι ἀμέσως βγῆκε ἀπὸ τὸ νερό. Κι ἀμέσως ἄνοιξαν γι’ αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ ἔρχεται πάνω του. Ἀκούστηκε τότε μία φωνὴ ἀπὸ τὰ οὐράνια ποὺ ἔλεγε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός, αὐτὸς εἶναι ὁ ἐκλεκτός μου»» (Ματθ.3,13-17). Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς Βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως τὴν ἀφηγοῦνται οἱ ἱεροὶ εὐαγγελιστές, εἶναι ἡ διάνοιξη τῶν οὐρανῶν: Μὴ ἔχοντας ἁμαρτίες νὰ ὁμολογήσει, ὅπως οἱ ἄλλοι βαπτιζόμενοι, ὁ Ἰησοῦς βγῆκε ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, «κι ἀμέσως ἄνοιξαν γι\’ αὐτὸν οἱ οὐρανοί». Ἡ διάνοιξη τῶν οὐρανῶν, γνωστὸ θέμα τῆς ἀποκαλυπτικῆς φιλολογίας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δηλώνει μὲ παραστατικὸ τρόπο τὴν ἐπικοινωνία ἐπίγειου καὶ οὐράνιου κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ» (Ἀπὸ τὸ ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ποὺ ἀναγινώσκεται στὸν Μ. Ἁγιασμὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων). Δεδομένου ὅτι οἱ οὐρανοὶ παραμένουν κλειστοὶ καὶ μόνο σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἀνοίγουν, ἡ διάνοιξή τους στὴν Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ ἐκφράζει, μὲ τὶς παραστάσεις βέβαια τοῦ κοσμοειδώλου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὴν πραγματικὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἴδια ἔννοια ἔχει καὶ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος στὸ Ναὸ τοῦ Σολομώντα κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκπνοῆς τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ (βλ.Μαρκ.15,38. Ματθ.27,51. Λουκ. 23,45). Τὸ καταπέτασμα ποὺ χωρίζει τὸν Ναὸ ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων δὲν χρειάζεται πλέον, διότι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἔκανε προσιτὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο. Κατὰ τὴ διήγηση τῆς Βάπτισης τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας βρίσκονται ἐπὶ σκηνῆς: Ὁ Πατέρας ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Υἱόν, ὁ ὁποῖος βαπτίζεται ἀρχίζοντας ἔτσι τὸ μεσσιανικὸ ἔργο του, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατέρχεται ἐπάνω του. Ἡ ὁρατὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δηλώνεται μὲ τὸ «ὡσεὶ περιστερά». Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ὡσεὶ περιστερὰ» ἔχει κατὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα βαθύτατο συμβολισμό, στηριγμένο σὲ ἀντίστοιχο παράλληλο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Νῶε ἡ περιστερὰ ποὺ ἔφερε κλαδὶ ἐλιᾶς ὑπῆρξε ἄγγελος καλῆς εἴδησης, γιατί δήλωσε τὸ τέλος τοῦ κατακλυσμοῦ (Γεν. 8, 8-12), ἔτσι καὶ τώρα ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος μὲ τὴ μορφὴ περιστερᾶς δηλώνει τὸ τέλος τοῦ κατακλυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἔναρξη νέας ἐποχῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσσία. Ἐκφράζεται συνεπῶς μὲ τὴν περιστερὰ ἕνα μήνυμα ἐλπίδας γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τὸ μήνυμα ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὴ δουλεία στὶς δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς. Ἡ σύντομη διήγηση τῆς Βάπτισης τελειώνει καὶ συγχρόνως ἀποκορυφώνεται στὴ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ τοῦ Θεοῦ Πατέρα: «Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα». Ἡ ἐπιγραμματικὴ αὐτὴ προσφώνηση τοῦ Θεοῦ Πατέρα πρὸς τὸν Ἰησοῦ μᾶς φέρει στὸ νοῦ μας δύο κυρίως χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ Ψαλμ. 2,7 («Υἱός μου εἶ σὺ») καὶ τὸ Ἡσ 42,1 («Ἰσραὴλ ὁ ἐκλεκτός μου, προσεδέξατο αὐτὸν ἡ ψυχή μου· ἔδωκα τὸ πνεῦμα μου ἐπ’ αὐτόν…»). Τὸ δεύτερο τμῆμα τῆς πατρικῆς προσφώνησης μᾶς θυμίζει τὰ ἄσματα τοῦ Πάσχοντος Δούλου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα. Μὲ τὴ φωνὴ ἀπὸ τὰ οὐράνια σημειώνεται μία σημαντικὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἀποστολῆς του στὸν κόσμο: Ἀναγνωρίζεται δημόσια ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μία ἰδιότητα ποὺ ὑπογραμμίζεται σὲ ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅπως ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ μὲ τὰ λόγια τοῦ Ψαλμοῦ 2,7 ἐνθρονίζεται καὶ ἀρχίζει τὸ ἔργο του, ἔτσι καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀρχίζει τὴ δημόσια δράση του μὲ τὴν ἀναγνώρισή του ὡς Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, δηλ. μὲ τὴν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς μεσσιανικῆς του ἰδιότητας, γιατί τελικὰ τὸ «Σὺ εἶ ὁ υἱός μου» ἰσοδυναμεῖ μὲ τό: Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας. Ὅτι ὅμως δὲν εἶναι ὁ πολιτικὸς ἐπίγειος Μεσσίας τῶν Ἰουδαϊκῶν προσδοκιῶν τῆς ἐποχῆς διαφαίνεται στὸ δεύτερο μέρος τῆς πατρικῆς φωνῆς: Ὁ Μεσσίας ἀναλαμβάνει τὸ δύσκολο ἔργο τοῦ Πάσχοντος Δούλου τοῦ Θεοῦ (Ἡσ 42,1.52,13-53,12), γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπανειλημμένως γίνεται λόγος στὴν Κ.Δ. καὶ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ Πάθος, ποὺ κατέχει κεντρικὴ θέση σὲ ὅλα τὰ Εὐαγγέλια. Ὁ θρόνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ καθίσει ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς θὰ εἶναι ὁ σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο προετοιμάζεται ὁ ἀναγνώστης ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα κεφάλαια τῶν εὐαγγελίων. Καραβιδόπουλος Ἰωάννης

διαβάστε περισσότερα »

Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή και ανήμερα τῶν Θεοφανείων;

  1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς; Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός. Μικρός Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν, καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στό Ναό. 2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο; Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις. Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ’ ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει». Ἀπαραίτητα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν τό ταχύτερο. 3. Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ’ αὐτόν σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ’ αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ…) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον» (πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία• «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν… καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»). Ἀναντίρρητα χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους («ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων. Προϋποτίθεται βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες). 4. Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ; Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς- γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν. Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τό χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν» (Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366). Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους: Πρῶτο, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού διατηρεῖται στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου. Πρίν ἀπό κάθε Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο. Καί δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν. Ἔτσι λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ηςἸανουαρίου. Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ’ αὐτούς ὁ Πνευματικός τους. Τέλος ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1). (+) Μητροπολίτης Πατρῶν Νικόδημος Βαλληνδρᾶς

διαβάστε περισσότερα »

H νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων.

Συνήθως λέγεται ὅτι ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανίων ἀφορᾶ στὴν πόση τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ καὶ ἑπομένως ὅτι ἡ προϋπόθεση γιὰ τὴν κοινωνία ἀπὸ αὐτὸν ἀποτελεῖ ἡ νηστεία μίας ἡμέρας. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἦταν σκόπιμο νὰ λεχθοῦν δύο λόγια, γιατί εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ συζητούμενα θέματα ἀπὸ αὐτὰ ποῦ σχετίζονται μὲ τὸν ἁγιασμὸ τῶν Θεοφανείων καὶ γιὰ τὰ ὁποία ζητοῦν οἱ πιστοὶ τὴ συμβουλὴ τῶν ἱερέων. Ὅτι ὁ μέγας ἁγιασμὸς «τὰ δευτερεῖα ἐπέχει τῶν Θείων Μυστηρίων» (Εὐχολόγιον, κώδ. Βατοπεδίου 134 [745] τοῦ ἔτους 1538), εἶναι δηλαδὴ τὸ δεύτερο μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία ἱερώτατον «Μυστηριακὸν εἶδος» (κατὰ τὴ σχολαστικὴ ὁρολογία), κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει. Εἶναι τὸ «ὕδωρ τῆς ἀναγεννήσεως» τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού διὰ τῆς ἐπικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἀναστοιχειοῦται» (ἢ «μεταστοιχειοῦται»), κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας (Εἰς Ἰωάννην Β΄ 1), καὶ γίνεται «ἀφθαρσίας πηγή, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον» γιὰ τοὺς πιστοὺς πού μεταλαμβάνουν ἢ χρίονται ἀπὸ αὐτό, πάροχο ἁγιασμοῦ καὶ εὐλογίας σ’ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ὅτι τὸ ὕδωρ τοῦ μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος εἶναι καταφανὲς καὶ ἀπὸ τὴν ταυτότητα τῶν καθαγιαστικῶν εὐχῶν, καὶ ἀπὸ τὴν παλαιά, καὶ τὴ σύγχρονη ἀκόμα, πράξη τῆς Ἐκκλησίας, πού βάπτιζε καὶ βαπτίζει σ’ αὐτὸ τοὺς κατηχουμένους, καὶ ἀπὸ ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, πού θεωρεῖ μάλιστα ἀντιστρόφως τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος «κὰτ΄ οὐδὲν ἐλαττούμενον τοῦ τῶν ἁγίων Θεοφανίων» (Διάλογος, κέφ. 70). Ὡς τέτοιο δίδεται ἀντὶ τῆς Θείας Κοινωνίας στοὺς πιστούς, πού γιὰ κάποιο λόγο κωλύονται νὰ προσέλθουν σ’ αὐτήν. Αὐτὸ ἀκριβῶς προκάλεσε δύο εὐλαβεῖς παρεξηγήσεις: ὅτι δηλαδὴ ὑποκαθιστᾶ τὴ Θεία Μετάληψη, ὡς κατὰ κάποιο τρόπο ἴσο μὲ αὐτήν, καὶ ὅτι κατ’ ἀναλογίαν προηγεῖται τῆς πόσεώς του νηστεία. Τὸ πρῶτο δὲν θὰ ἔπρεπε κὰν νὰ συζητεῖται, γιατί εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ μέγας Ἁγιασμὸς εἶναι μὲν γιὰ τοὺς λόγους πού εἴπαμε τὸ ἱερότερο μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία εἶδος, ἀλλὰ ἐπ’ οὐδενὶ εἶναι κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, οὔτε ποτὲ τὴν ἀντικαθιστᾶ. Παρὰ ταῦτα ὑπάρχει ἡ λαϊκὴ ἀντίληψη ὅτι τὰ Θεοφάνεια δὲν κοινωνοῦμε, γιατί θὰ πάρουμε ἁγιασμὸ καὶ «εἶναι τὸ ἴδιο». Ὅσο δὲ γιὰ τὴ νηστεία πρὸ τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ, καὶ αὐτὴ μᾶλλον καλλιεργήθηκε κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ νεώτερο ἔθος τῆς νηστείας πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας, πού δὲν μπόρεσε ὅμως καὶ αὐτὴ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τριήμερη, λόγω του ὅτι οἱ πρὸ τῶν Θεοφανείων ἡμέρες τοῦ ἑορταστικοῦ δωδεκαημέρου ἔχουν «κατάλυσιν εἰς πάντα», πλήν, ἐννοεῖται τῆς Παραμονῆς. Ὅσο γιὰ τὴ νηστεία αὐτὴ τῆς Παραμονῆς, πού κοινῶς θεωρεῖται ὅτι γίνεται γιὰ τὸν Ἁγιασμό, εἶναι ἄσχετη μὲ αὐτὸν καὶ τηρεῖται, εἴτε πρόκειται κανεὶς νὰ κοινωνήσει ἀπὸ αὐτὸν εἴτε ὄχι. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καταλύεται μετὰ τὴν τυχὸν πόση τοῦ ἁγιασμοῦ κατὰ τὴν Παραμονή. Ἔχει δὲ τὴν ἀρχή της στὸ ἀρχαῖο ἔθος νὰ προηγεῖται τῶν μεγάλων ἑορτῶν μία ἡμέρα νηστείας τῆς Ἐκκλησίας ὅλης, εἴτε γιὰ τὸ Βάπτισμα τῶν Κατηχουμένων, ὅπως κοινῶς λέγεται, πού ἐγίνετο κατ’ αὐτές, εἴτε, ἀσχέτως μᾶλλον πρὸς αὐτό, ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς τρόπους ἐξάρσεως τῆς κυρίας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς καὶ προπαρασκευῆς γι’ αὐτὴν μὲ νηστεία, ἐγκράτεια καὶ προσευχή. Ὅτι δὲ δὲν ἀφορᾶ στὴν πόση τοῦ ἁγιάσματος, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἁγιασμὸς ὄχι μόνον τελεῖται –ἑπομένως καὶ πίνεται– καὶ κατὰ τὴν Παραμονή, κατὰ τὸ νεώτερο ἔθος, τῆς ὁποίας Παραμονῆς δὲν προηγεῖται ποτὲ νηστεία, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι συχνὰ συμβαίνει καὶ ἡ Παραμονὴ νὰ μὴν εἶναι νήστιμος ἡμέρα, ὅταν συμπίπτει μὲ Σάββατο ἢ Κυριακή. Δὲν προηγεῖται δηλαδὴ τῆς πόσεως τοῦ μεγάλου Ἁγιασμοῦ νηστεία; Βεβαίως, ναί. Ἀλλ’ αὐτὴ δὲν εἶναι νοητὸ νὰ εἶναι αὐστηροτέρα ἢ μακροτέρας διαρκείας ἀπὸ τὴν προβλεπομένη γιὰ τὴν προσέλευση στὴ Θεία Κοινωνία νηστεία, τὴ λεγομένη «εὐχαριστιακὴ νηστεία». Καὶ αὐτή, ὅπως καὶ ἄλλοτε μᾶς δόθηκε ἀφορμὴ νὰ γράψουμε, εἶναι σαφὴς καὶ ἀπαράβατος, μὲ μόνιμη ἐξαίρεση ὅταν ὑπάρχει κίνδυνος θανάτου. Ἡ τελεία δηλαδὴ ἀποχὴ τροφῆς καὶ ποτοῦ ἀπὸ τοῦ δείπνου ἢ τοῦ μεσονυκτίου, τῆς προηγούμενης ἡμέρας μέχρι τῆς κοινωνίας, ὁποιαδήποτε ὥρα κι ἂν γίνεται αὐτή, τὸ πρωὶ δηλαδὴ κατὰ τὶς μὴ νήστιμες ἡμέρες καὶ τὸ ἑσπέρας κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας. Ὅπως δὲ εἴδαμε, ἡ τέλεση καὶ ἡ πόση τοῦ μεγάλου Ἁγιασμοῦ προβλέπεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας τάξη καὶ παράδοση μετὰ τὴ Θεία Μετάληψη καὶ πρὸ τῆς βρώσεως τοῦ ἀντιδώρου, δηλαδὴ λειτουργικότερα –τὸ ἐπαναλαμβάνουμε– μεταξύ της ἐκφωνήσεως τῆς εὐχῆς τῆς εὐχαριστίας μετὰ τὸ «πάντας μεταλαβεῖν» («Ὅτι σὺ εἰ ὁ ἁγιασμὸς ἠμῶν…»), κατὰ τὴν παλαιοτέρα τάξη, ἢ μετὰ τὴν ὀπισθάμβωνο εὐχή, κατὰ τὴ νεωτέρα, καὶ τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον…» καὶ τὴν ἐπακολουθοῦσα διανομὴ τοῦ ἀντιδώρου καὶ ἀπόλυση. Ἡ νηστεία, κατὰ τοὺς πατέρες καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «μέγα καλόν». Κινεῖται ὅμως μέσα σὲ ὁρισμένες ἀπὸ τὴν παράδοση προδιαγραφὲς χρόνου καὶ ποιότητος, πού καλούμαστε νὰ προβάλλουμε καὶ νὰ ἀξιοποιοῦμε. Ἡ ἐπέκτασή της ὅμως πέραν τῶν ὁρίων αὐτῶν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα καὶ νὰ ἀποβαίνει τελικῶς εἰς βάρος αὐτοῦ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν καὶ ὅλης της δημιουργίας διὰ τῆς μεταλήψεως καὶ τοῦ ραντισμοῦ διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων. Καλὸς συμβιβασμὸς τῆς παλαιᾶς μὲ τὴ νεωτέρα παράδοση μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σύσταση ξηροφαγίας κατὰ τὸ δεῖπνο τῆς Παραμονῆς, ὅταν συμπίπτει μὲ Σάββατο ἢ Κυριακή. Ἡ ἐπέκταση δηλαδὴ κατὰ κάποιο τρόπο τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας μέσα σὲ λογικὰ ὅρια. Φουντούλης Ἰωάννης

διαβάστε περισσότερα »

Πρωτοχρονιά στον Ιερό Ναό μας. ΦΩΤΟ.

Την Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024 Εορτή της κατα σάρκα Περιτομής και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και μνήμη του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό μας τελέσθηκε η Θεία Λειτουργίου με την συμμετοχή πλήθους πιστών. Ευλογήθηκε η παραδοσιακή Αγιοβασιλόπιτα και εψάλλει  η Δοξολογία για την είσοδό μας στον Νέο Έτος. Καλή και ευλογημένη χρονιά. 

διαβάστε περισσότερα »

Ἡ σημασία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν!

Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἕνας ἀκόμα σημαντικὸς ἐορτολογικὸς σταθμὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ πιστοὶ τὴν ἡμέρα αὐτὴ καλοῦνται νὰ τιμήσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου ὥστε νὰ ἀντλήσουν δύναμη καὶ χάρη ἀπὸ αὐτόν. Ἡ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικὴ ἑορτὴ δίνει ἐπίσης τὴν εὐκαιρία σὲ ὅλους μας νὰ…σκεφτοῦμε ὁρισμένες βασικὲς ἀρχὲς καὶ ἀλήθειες τῆς πίστης μας, οἱ ὁποῖες εἶναι συνυφασμένες μὲ τὴ θεολογία τοῦ Σταυροῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία διασώζει, μόνη Αὐτή, ἀνόθευτη τὴν βιβλικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία, ἀποδίδει τὴν προσήκουσα τιμὴ στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὄργανο καὶ σύμβολο τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ποικίλη ἑτεροδοξία, ἡ ὁποία, εἴτε ἀδιαφορεῖ νὰ ἀποδώσει τιμὴ στὸ Σταυρὸ (Προτεσταντισμός), εἴτε πολεμᾶ εὐθέως αὐτόν, ὡς εἰδωλολατρικὸ σύμβολο (Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά). Ἡ Ἐκκλησία μᾶς θέσπισε πολλὲς φορὲς προσκύνησης καὶ τιμῆς τοῦ Σταυροῦ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως, στὶς 14 Σεπτεμβρίου. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη κορυφαῖο σύμβολο θυσίας καὶ ἁγιασμοῦ, διότι ἡ σημασία τοῦ εἶναι πραγματικὰ τεράστια. Ὁ Σταυρὸς μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση λειτουργοῦν ὡς δύο βασικοὶ ἄξονες πάνω στοὺς ὁποίους κινεῖται ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν. Ἡ Ἀνάσταση ἕπεται τοῦ Σταυροῦ καὶ προϋποθέτει τὸ Σταυρὸ καὶ ὁ Σταυρὸς προμηνύει τὴν Ἀνάσταση. Χωρὶς Σταυρὸ δὲν γίνεται Ἀνάσταση. Πάνω σὲ αὐτὲς τὶς ἀρχὲς στηρίζεται ἡ θεολογία τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ σπουδαία σημασία του γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.  Ὁ μέγας ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τοῦ Σταυροῦ, τονίζει συχνὰ στὶς θεόπνευστες ἐπιστολές του ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καύχηση. «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχάσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γάλ.6,13), διότι «ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ τοῖς δὲ σωζομένοις ἠμὶν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Ἃ΄Κόρ.1,17», ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «ἐγενήθη ἐν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τὲ καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις» (Ἃ΄Κόρ.1,30) ὡς ὁ «Ἐσταυρωμένος» (Ἃ΄Κόρ.1,23). Ὁ Κύριος της δόξης «ὑπὸ χειρῶν ἀνόμων» καρφώθηκε ἐπάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὸ ἐπώδυνο μαρτύριο τῆς σταυρώσεως καὶ νὰ πεθάνει ὡς αἴσχιστος κακοῦργος. Ἀλλὰ ὅμως ἡ ἀνθρώπινη αὐτὴ κακουργία, ἐξ αἰτίας τῆς ἄμετρης θείας ἀγάπης, λειτούργησε εὐεργετικὰ γιὰ τὸ θεοκτόνο ἀνθρώπινο γένος, «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἠμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἠμῶν ἀπέθανε. Πολλῶ οὒν μᾶλλον δικαιοθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δὶ’ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῶ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῶ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τὴ ζωὴ αὐτοῦ» (Ρώμ.5,8-10). Ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο!  Ὁ Σταυρὸς πρὶν τὴ μεγάλη σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔχθιστο φονικὸ ὄργανο ἐκτέλεσης κακούργων. Ὅποιος πέθαινε διὰ τῆς σταυρώσεως χαρακτηρίζονταν «ἐπικατάρατος» (Γάλ.3,1). Ἀφότου ὅμως ὁ σαρκωμένος Θεὸς πέθανε ὡς κακοῦργος πάνω στὸ ἐγκάρσιο ξύλο, αὐτὸ κατέστη πηγὴ ἀπολυτρώσεως. Ἀπὸ μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σὲ ἀκένωτη πηγὴ ζωῆς, ἀπὸ ἀποκρουστικὸ καὶ ἀπαίσιο ὄργανο τῶν δημίων ἔγινε φωτεινὸ σύμβολο καὶ δίαυλος εὐλογιῶν, ἀπὸ ξύλο πόνου καὶ ὠδίνων κατέστη καταφύγιο ἀνάπαυσης καὶ χαρᾶς. Ἡ παράδοξη αὐτὴ καὶ μεγάλη ἀλλαγὴ συντελέσθηκε ἐπειδὴ ἡ ἄμετρη θεία ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία δὲ λειτούργησε ἐκδικητικὰ πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ἀγνωμοσύνη καὶ κακουργία. Μέσα στὴν ἀπύθμενη θεία φιλανθρωπία δὲν ὑπάρχει «χῶρος» γιὰ μίσος, θυμὸ καὶ ἐκδίκηση. Ὁ Θεός, ὡς ἡ ἀπόλυτη ἀγάπη (Ἃ΄Ἰωάν.4,8,) ἀντὶ ἐκδίκησης ἀνταπέδωσε στὸν ἄνθρωπο εὐσπλαχνία καὶ τοῦ δώρισε τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ πικρὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ χάρισε τὴν αἰώνια ζωή. Χάρη λοιπὸν στὴν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ φρικτὸ φονικὸ ὄργανο τῶν ἀνθρώπων μετεβλήθη σὲ πηγὴ ἁγιασμοῦ καὶ ἀπολυτρώσεως. Σύμφωνα μὲ τὴν ὑψηλὴ θεολογία τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ἀτιμωτικὸ καὶ φρικτὸ φονικὸ ὄργανο θανατώσεως τῶν κακούργων ἀνθρώπων, μετεβλήθη, μετὰ τὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, σύμβολο σωτηρίας, μέσο συμφιλίωσης μὲ τὸ Θεὸ καὶ πηγὴ ἁγιασμοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη κακία ἔδωσε στὸ Θεὸ πόνο καὶ θάνατο διὰ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, ἡ θεία ἀνεξικακία καὶ ἄκρα φιλανθρωπία, ἔδωσε, ἀντίθετα, στὸ δήμιό Του ἀγάπη καὶ λύτρωση! Ἡ δύναμη λοιπὸν τοῦ Σταυροῦ ἔγκειται στὴν ἀκένωτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διοχετεύεται πλέον στὴν ἀνθρωπότητα καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία μέσω τοῦ Σταυροῦ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔχοντας ὑπόψη τοὺς αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια, διατύπωσαν τὴν περίφημη θεολογία τοῦ Σταυροῦ. Τὸ ἱερότατο αὐτὸ σύμβολο εἶναι πιὰ συνυφασμένο μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀπὸ Ἐκεῖνον ἀντλεῖ τὴν ἀνίκητη δύναμή του, τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ χάρη. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι εἰδωλολατρία νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ τοὺς πιστούς, διότι προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, σημαίνει προσκύνηση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ὁποίου εἶναι τὸ σημεῖο καὶ ἡ ἐνθύμηση τῆς ἀπολυτρωτικῆς Του θυσίας. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πλέον τὴν ἐνοποιὸ δύναμη τῆς ἀνθρωπότητας. Ἂν τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ στὴν Ἐδὲμ (Γέν.3ο κέφ.) ἔγινε πρόξενος κακοῦ καὶ ἔχθρας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔγινε σημεῖο ἐπανένωσης τῶν ἀνθρώπων στὸ Σῶμα Τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ δύο ἐγκάρσια ξύλα, ποὺ συνθέτουν τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ, συμβολίζουν τὴν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεὸ (κάθετο ξύλο) καὶ τὴν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους (ἐγκάρσιο ξύλο). Φυσικὰ ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων περνᾶ ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὸ Θεό. Τὸ ἐγκάρσιο ξύλο παριστᾶ, ἐπίσης, τὰ δύο χέρια τοῦ Ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ μας, τὰ ὁποία εἶναι ἀνοιγμένα γιὰ νὰ ἀγκαλιάσουν ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴ θεώρηση ἡ νέα ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη κοινωνία ἔχει διαφορετικὴ ὑφὴ ἀπὸ τὶς προχριστιανικὲς καὶ ἐξωχριστιανικὲς κοινωνίες. Ἡ ἐνοποιὸς δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἀδελφοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους, δημιουργώντας τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εἰρήνης.  Τὸ σύμβολο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἀκόμα ἡ φοβερὴ δύναμη κατὰ τῶν ἀντίθεων δυνάμεων. Μέχρι τὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὄργανο τοῦ κακοῦ, χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν καταστροφὴ καὶ τὸ θάνατο. Ἀφότου ὁ Θεὸς καταδέχτηκε νὰ καρφωθεῖ καὶ νὰ πεθάνει πάνω σ’ αὐτὸν μεταβλήθηκε σὲ ὅπλο ἐναντίων ἐκείνων ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν σταυρόν Σου ἠμὶν δέδωκας, φρύττει γὰρ καὶ τρέμει μὴ φέρων καθορᾶν

διαβάστε περισσότερα »

Τί σημαίνει να σηκώσουμε το σταυρό μας;

Είπε ο Κύριος: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μάρκ. η’ 34). Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, πρέπει ν’ απαρνηθεί τον παλιό και αμαρτωλό εαυτό του, να πάρει πάνω του το σταυρό των θλίψεων και των δοκιμασιών και τότε ας με ακολουθήσει. Ο Κύριος δεν οδηγεί τους ανθρώπους στο σταυρό πριν απ’ Αυτόν. Τους καλεί να τον ακολουθήσουν, αφού Εκείνος πρώτος κουβάλησε τον σταυρό. Τί σημαίνει ν’ αναλάβουμε το σταυρό μας; Σημαίνει την από μέρους μας ελεύθερη αποδοχή κάθε μέσου θεραπείας που μας προσφέρει η πρόνοια του Θεού, έστω κι αν είναι πικρό. Σου έτυχαν μεγάλες καταστροφές; Κάνε υπακοή στο θέλημα του Θεού, όπως έκανε κι ο Νώε. Χρειάζεται να κάνεις θυσία; Παραδώσου στα χέρια του Θεού με την ίδια πίστη που είχε ο Αβραάμ όταν πορευόταν για να θυσιάσει το γιο του. Καταστράφηκε η περιουσία σου; Πέθαναν ξαφνικά τα παιδιά σου; Να τα υπομένεις όλα με καρτερία, με την καρδιά σου προσκολλημένη στο Θεό, όπως έκανε ο Ιώβ. Σ’ εγκαταλείπουν οι φίλοι σου και βρίσκεσαι ξαφνικά περικυκλωμένος από εχθρούς; Να τα υπομείνεις όλα χωρίς γογγυσμό, όπως έκαναν κι οι απόστολοι, με πίστη στο Θεό πως η βοήθειά Του είναι άμεση. Καταδικάστηκες να πεθάνεις για το Χριστό; Δόξασε το Θεό που αξιώθηκες τέτοια τιμή, όπως χιλιάδες χριστιανοί μάρτυρες. «Ακολουθήτω μοι», λέει. Γιατί ο Κύριος κάνει την κλήση αυτή σ’ εκείνους που αναλαμβάνουν το σταυρό τους; Πρώτα για να μην πέσουν και τσακιστούν κάτω από το βάρος του. Η ανθρώπινη ράτσα είναι τόσο οδυνηρά αδύναμη, που κι ο ελαφρύτερος σταυρός φαίνεται βαρύς στο δυνατότερο άνθρωπο, αν τον φέρει χωρίς τη βοήθεια του ουρανού… Μόνο αν ακολουθούμε πίσω Του θα μπορούμε να κουβαλάμε το σταυρό μας. Σ’ Εκείνον θα βρούμε δύναμη, θάρρος και παρηγοριά. Θα γίνει σ’ εμάς φως στο σκοτεινό δρόμο μας, υγεία στην αρρώστια, σύντροφος στη μοναξιά, χαρά στους πειρασμούς και πλούτος στην ένδεια. Το ανεξάντλητο φως του Χριστού μας χρειάζεται για να σβήσει τον πόνο μας και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα μας στο χάραμα της μέρας. Εκείνος όμως που αναλαμβάνει το σταυρό του κι ακολουθεί το Χριστό, ελευθερώνεται από την έπαρση και την αλαζονεία, από τη φιλαυτία κι από κάθε επιθυμία για εγκόσμια δόξα και κέρδος. «Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν• ος δ’ άν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκ. η’ 35). Όποιος θέλει να σώσει την επίγεια ζωή του, αυτός θα χάσει την αιώνια και μακαρία ζωή. Όποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει τη ζωή του αυτή για μένα και το ευαγγέλιο, αυτός θα σώσει τη μέλλουσα ζωή και μακαριότητά του… Αυτά είναι σκληρά λόγια, αδυσώπητα. Αυτή είναι μια φωτιά που γυρεύει να κατακάψει τον παλιό άνθρωπο ως τις ρίζες του, ν’ αφανίσει τις ίδιες τις ρίζες. Ο Χριστός δεν ήρθε απλά για ν’ αναμορφώσει τον κόσμο, αλλά να τον ανακατασκευάσει, να φέρει καινούργια ζωή. Να ρίξει το παλιό σίδερο στη φωτιά και να το σφυρηλατήσει από την αρχή. Δεν είναι αναμορφωτής, αλλά ο Δημιουργός. Δεν είναι επιδιορθωτής, αλλά υφαντής. Ευλογημένοι είναι εκείνοι που σ’ αυτή τη ζωή αγάπησαν το Χριστό κι έμαθαν να επικαλούνται το όνομά Του μέρα και νύχτα, μαζί με την ανάσα και το χτύπο της καρδιάς τους. Πάνω από την άβυσσο θα γνωρίζουν ποιον πρέπει να καλέσουν για βοήθεια. Θα ξέρουν ποιο όνομα να επικαλεστούν. Θα ξέρουν από ποιο άκρο ιματίου να πιαστούν. Εκείνοι θα βρίσκονται πραγματικά εκτός κινδύνου, θα καλύπτονται κάτω από τις φτερούγες του αγαπημένου τους Κυρίου. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΧΡΙΔΑΣ

διαβάστε περισσότερα »

Ένα γεγονός αμφισβήτησης ή μια γιορτή της πίστης;

  Η σημερινή ημέρα, η Κυριακή του Θωμά, ο οποίος κατά γενική ομολογία αδίκως έμεινε στην ιστορία ως «άπιστος», αποτελεί μία ξεχωριστή γιορτή για την Εκκλησία. Είναι η μόνη Κυριακή της Πασχάλιας περιόδου η οποία εμφανίζει μία σχετική λειτουργική και υμνολογική αυτονομία σε σχέση με τις υπόλοιπες, μέχρι την απόδοση της «Εορτής των Εορτών». Περισσότερο ξεχωριστή όμως είναι για το βαθύτερο νόημά της, μιας και η βασική αναφορά της ευαγγελικής περικοπής του Ιωάννη (Ιω. 20, 19-31), η οποία διαβάζεται σήμερα, αναφέρεται στο ζήτημα της Πίστης. Έτσι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την Κυριακή του Θωμά, ή του Αντίπασχα, όπως την αναφέρει εν παρενθέσει το Τριώδιο, ως μία γιορτή της Πίστης. Ο Θωμάς θέλει να δει για να πιστέψει. Και μάλιστα όχι απλά να δει, αλλά να ψηλαφήσει, να ακουμπήσει, να αισθανθεί, να ακούσει. Θέλει να γεμίσουν όλα τα αισθητήρια της ψυχής και του σώματός του με την παρουσία του επί τρεις ημέρες Μεγάλου και Αγαπημένου Απόντος. Ο Χριστός βέβαια σωματικώς ήταν απών, αλλά ως τέλειος Θεός ποτέ δεν εγκατέλειψε το κατ’ εικόνα δημιουργηθέν πλάσμα Του και προ πάντων τους μαθητές Του. Εκείνοι όμως βίωναν πολύ έντονα την απουσία Του ως εγκατάλειψη. Αυτό βίωνε και ο Θωμάς. Η στάση του ωστόσο εκφράζει και την μεγάλη του επιθυμία να ξαναδεί τον Διδάσκαλο, Κύριο και Θεό Του. Θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε να πούμε ότι ο Δίδυμος επείγεται προς την ψηλάφηση των τύπων των ήλων και της λόγχης ώστε με περισσή δύναμη και χαρά να αναφωνήσει «ο Κύριός μου και ο Θεός μου!». Η πίστη του Θωμά είναι βιωματική και άμεση. Όμως ο ίδιος ο Χριστός, αν και δεν του στερεί την χαρά της άμεσης και αισθητής γνώσης, ομιλεί τρόπον τινά, εσχατολογικά μακαρίζοντας όσους θα πιστέψουν στο πρόσωπό Του και τον λόγο Του, χωρίς να δουν και να ψηλαφήσουν όπως εκείνος. Η ιστορία της Εκκλησίας έδωσε εκατομμύρια τέτοιων παραδειγμάτων. Άγιοι, μάρτυρες, όσιοι, ευλαβείς, απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας, αμαρτωλοί, μορφωμένοι, αγράμματοι πίστεψαν στον λόγο του Ευαγγελίου χωρίς να «δουν», έχοντας αισθητήρια καρδιακά, νοερά και μυστηριακά. Αυτό όμως δεν ελάττωσε την πίστη τους, αντίθετα την ενδυνάμωσε, την στερέωσε, την κατέστησε καρποφόρα, άλλαξε τον ρου της ιστορίας και σήμερα εμείς, τα μέλη της στρατευόμενης Εκκλησίας τους μακαρίζουμε στοιχούμενοι με το κυριακό λόγιο «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». (Ιω. 20,29) Στη νεώτερη εποχή, η οποία κυρίως σηματοδοτήθηκε από το φαινόμενο – κίνημα του Διαφωτισμού στην Δύση, η θρησκευτική πίστη δέχθηκε δριμύτατη κριτική από την διανόηση και την φιλοσοφία. Η κριτική αυτή υπήρξε από σχετικά νηφάλια (π.χ. Καντ, Φρόμμ) έως ριζοσπαστική και ακραία (Ντιντερό, Φόιερμπαχ, Νίτσε). Η πίστη στον Θεό θεωρήθηκε ως πηγή φαλκίδευσης της ελευθερίας του ατόμου, ετερονομίας της ηθικής του και αποπροσανατολισμού του ορθού λόγου, παθητικότητας στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Είναι σχεδόν αμέτρητα αυτά που μπορεί κάποιος να διαβάσει ως κριτική προς την θρησκευτική πίστη. Υπήρξαν ωστόσο στον αιώνα μας σημαντικότατοι διανοητές οι οποίοι διέκριναν μέσα από μία δική τους οπτική, την δυνατότητα του σύγχρονου ανθρώπου να οδηγηθεί στην ελευθερία και την ηθική του αυτονομία μέσα από την θρησκευτική πίστη. Ένας από τους σπουδαιότερους στοχαστές που εκπροσωπούν μία τέτοια τάση είναι ο Καρλ Πόππερ (Sir Karl Raimund Popper ). Αυστροβρεττανός φιλόσοφος ο οποίος γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1902 και πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1994. Τις περισσότερες επιρροές στην σκέψη του δέχθηκε από τον Αϊνστάιν, με τον οποίο διατηρούσε προσωπική γνωριμία και από τον Καντ, τον οποίο είχε μελετήσει σε βάθος και πλάτος. Αν και η μεγάλη του αγάπη ήταν οι θεωρητικές φυσικές επιστήμες, μέσα από την μελέτη των οποίων έκανε τομές στην επιστημολογία, περισσότερο έγινε γνωστός με το βιβλίο του «Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της», ένα μνημειώδες και ογκώδες έργο πολιτικής φιλοσοφίας. Στο έργο του αυτό ο Πόππερ αναδεικνύει τούς αρχαίους Έλληνες Σοφιστές ως τους θεμελιωτές του παγκόσμιου ανθρωπιστικού κινήματος. Τους αποκαλεί «κίνημα τής Μεγάλης Γενιάς», το οποίο κάνει λόγο όχι μόνο για ηθική αυτονομία, αλλά και για την ισότητα των ανθρώπων μεταξύ τους σέ μία εποχή, πού ἡ ανισότητα θεμελιωνόταν θεωρητικά από τούς μεγαλύτερους νόες, εννοώντας τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Κατά τον Πόππερ, ο πρώτος πού αμφισβητεί την φυσικότητα των ιδιομορφιών του κοινωνικού περιβάλλοντος είναι ο Πρωταγόρας. Με τον Πρωταγόρα αναδεικνύεται ο ανθρώπινος παράγοντας ως ο μοναδικός καθοριστικός κριτής των θετών νόμων και της ηθικής. Ωστόσο, παρά το ότι θεωρούσε τον άνθρωπο κριτή και δημιουργό των ηθικών κανόνων, έκρινε ως άκρως απαραίτητη τη θεϊκή βοήθεια για την ορθή και πλήρη εκτέλεσή τους. Αναγνώριζε έτσι το πεπερασμένο και αδύναμο της ανθρώπινης φύσης.

διαβάστε περισσότερα »

«Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός»

  «Δεύτε ουν, ίδετε παράδοξα θαύματα». Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης λούζεται στου Ιορδάνη τα νερά. Η φωτιά βουτάει και σμίγει με τα νερά. Και ο Θεός από άνθρωπο αγιάζεται. Με αυτούς τους λόγους, ο Άγιος Πρόκλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μαθητής και διάδοχος στην αποστολική καθέδρα του Ιερού Χρυσοστόμου, εξυμνεί τα θαυμάσια της σημερινής μεγάλης Δεσποτικής εορτής. Μάλιστα, ερμηνεύοντας το ιερό κείμενο της Αγίας Γραφής, παραλληλίζει τη Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό με τον κατακλυσμό που έγινε επί Νώε στην Παλαιά Διαθήκη: «Εκεί το νερό έπνιξε τους ανθρώπους, εδώ το νερό του βαπτίσματος με τη χάρη του Θεού τους ανιστά. Εκεί ο Νώε έφτιαξε στέρεα κιβωτό από ξύλα, εδώ ο νοητός Νώε, ο Χριστός, προσλαμβάνει από την άφθορο Παρθένο την κιβωτό του σώματος… Εκεί περιστερά που βάσταζε κλάδο ελαίας, εδώ το Πνεύμα το Άγιον εν είδει περιστεράς φανερώνει τον ελεήμονα Κύριο». Ελάτε, λοιπόν, να ανυμνήσουμε «της περί ημάς του Θεού οικονομίας το μέγεθος», αφού για τα δικά μας παραπτώματα ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και επιτελεί την δική μας κάθαρση στον Ιορδάνη, Αυτός που είναι ο μόνος καθαρός και αμόλυντος. Ελάτε να φιλοσοφήσουμε για την υπόθεση της σημερινής εορτής και μάλιστα να ερμηνεύσουμε σύμφωνα με τις υποτυπώσεις των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, τη διακήρυξη του Ουρανίου Πατρός προς τον Βαπτιζόμενο Υιό, καθώς μας παραδίδουν τα κείμενα των Ιερών Ευαγγελιστών. «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα». Πρώτον. «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός» Ο Χριστός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά ο Υιός του Πατρός, ο γεννηθείς υπό του Πατρός προ πάσης της κτίσεως. Είναι Εκείνος που γίνεται άνθρωπος δια φιλανθρωπίαν, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο. «Τούτον γαρ ο πατήρ εσφράγισεν ο Θεός». Είναι ο υιός της αγάπης του πατρός, «ο ων εις τον κόλπον του πατρός», η ευδοκία του Πατρός πάντοτε. Ιδιαιτέρως όμως είναι ο εγγυητής της σωτηρίας των ανθρώπων. Είναι ο μεσίτης μεταξύ ημών και του Πατρός. Γι’ αυτό, ο Πατήρ αυτόν «αγαπά, ότι αυτός έδωκε την ψυχήν αυτού, ίνα πάλιν λάβη αυτήν». Οι άνθρωποι Τον θεωρούσαν ως απλό άνθρωπο. Στα μάτια τους φαινόταν ως υιός του Ιωσήφ. Έτσι, περιέκρυβε τον εαυτό Του και την εξουσιαστική Του δύναμη. Όμως, για να μην αμφιβάλλει κανείς για την αυθεντικότητα της παρουσίας Του, της θείας αποστολής Του και του σωτηριώδους έργου Του, τώρα στα νερά του Ιορδάνου, «η Τριάς ο Θεός ημών… αδιαιρέτως πεφανέρωκεν». Ο Πατήρ μαρτυρεί την υιότητα του Υιού, ο Υιός κλείνει την κορυφή στον Βαπτιστή και Πρόδρομο, το Πνεύμα το Άγιον εν είδει περιστεράς κατεβαίνει ουρανόθεν. Δεύτερον. «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός» Αυτή η μαρτυρία του Πατρός, φανερώνει ότι ο βαπτιζόμενος είναι τέλειος Θεός και συγχρόνως τέλειος άνθρωπος. «Θεός όλος υπάρχων, όλος βροτός γέγονας, όλη τη Θεότητι μίξας, την ανθρωπότητα». Ακριβώς την ίδια μαρτυρία του Πατρός έχουμε και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως στο όρος Θαβώρ: Ο μαρτυρούμενος Υιός φανερώνεται ότι είναι «απαύγασμα της δόξης του Πατρός», σύμφωνα με τον φοβερό λόγο του Αποστόλου Παύλου. Το επίθετο «αγαπητός» φανερώνει τη σχέση του Πατέρα με τον Υιό. Είναι σχέση αγαπητική, σχέση ενότητος. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι «εγώ και ο πατήρ έν εσμέν». Φανερώνει, ακόμη, η φράση αυτή κάτι που δυστυχώς σήμερα έπαψε να χαρακτηρίζει τους ανθρώπους• και αυτό είναι η αγάπη. Δείχνει, δηλαδή, τη θυσία που έκανε ο Θεός Πατήρ για το ανθρώπινο γένος. Πόσο συγκλονιστικοί είναι οι λόγοι του Χριστού: «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». Αυτή η φράση ακόμη, προσδιορίζει και τις σχέσεις που εμείς οφείλουμε να έχουμε με το πρόσωπο του Χριστού. Είναι Αυτός, που θα πρέπει να αποτελεί το κέντρο της καρδιάς μας. Είναι Αυτός, τον Οποίο πρέπει να αγαπάμε «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας», γιατί «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Τρίτον. «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα» Είναι αξιοπρόσεκτη, σύμφωνα με τον θεόπτη Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η μαρτυρία του Ουρανίου Πατρός «εν ω ηυδόκησα». Σημαίνει ότι η ενανθρώπηση ήταν το κατ’ ευδοκία θέλημα του Θεού. Δηλαδή, η ενανθρώπηση προσχεδιάστηκε από τον Θεό ανεξάρτητα από το εάν ο άνθρωπος θα υφίστατο τα αποτελέσματα της πτώσεως. Γιατί απλούστατα, μόνο δια της ενώσεως του κτιστού με το Άκτιστο στο πρόσωπο του Σαρκωμένου Λόγου του Θεού θα μπορούσε να σωθεί και συγχρόνως να θεωθεί και να δοξασθεί στη Βασιλεία των Ουρανών. «Όλα όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη, επειδή ήταν αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, ήταν ατελή αφού δεν έγιναν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Όλα όμως απέβλεπαν στην ενανθρώπιση του Λόγου… και την ένωση της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως, την ένωση κτιστού και ακτίστου». Άλλωστε και η θεμελίωση του κόσμου από την αρχή προς Αυτόν έβλεπε, τον μεν κάτω βαπτιζόμενον ως υιό ανθρώπου, από πάνω δε μαρτυρούμενον από τον Θεό ως μόνον αγαπητό Υιό, για τον Οποίον έγιναν τα πάντα και δια του οποίου έγιναν τα πάντα, όπως λέγει ο Απόστολος (Παύλος). Θεοφάνεια, λοιπόν, σήμερα! «Σήμερον η κτίσις φωτίζεται• σήμερον τα πάντα ευφραίνονται, τα ουράνια άμα και τα επίγεια. Άγγελοι και άνθρωποι συμμίγνυνται • όπου γαρ Βασιλέως παρουσία, και η τάξις παραγίνεται». Η σημερινή δεσποτική εορτή έρχεται να μας υπενθυμίσει πως όλα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας και στην πολύπαθη πατρίδα μας (ανεργία, φτώχεια, μετανάστευση, χαμένη αξιοπρέπεια, παντοειδείς ταπεινώσεις, πνευματική κρίση) είναι αποτέλεσμα της δικής μας απομακρύνσεως από τον Θεό και της θεωρήσεως του ανθρώπου ως κέντρο του κόσμου και της ζωής του. Γι’ αυτό και επιβάλλεται να εγκαταλείψουμε τη νοοτροπία αυτή, εάν θέλουμε να επιζήσουμε ως Ορθόδοξο Γένος, ακολουθώντας την Ορθόδοξη Παράδοσή μας, όπως την έζησαν οι Άγιοί μας. Να αποκτήσουμε θεανθρωποκεντρικότητα: δηλαδή κέντρο της ζωής μας να γίνει ο Θεάνθρωπος Χριστός και όχι ο άνθρωπος. Γιατί ο Χριστός είναι το φως το αληθινόν. Είναι ο ποιμήν ο καλός. Είναι η θύρα των προβάτων. Είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Είναι ο Ων και ο Ερχόμενος, ο ζων εις τους αιώνας. Αυτήν την επιφανή ημέρα της πίστεώς μας, σας εύχομαι μέσα από την καρδιά μου, αδελφοί μου και παιδιά μου αγαπητά, η πορεία της ζωής

διαβάστε περισσότερα »

Τα Άγια Θεοφάνεια.

  Τα Αγία Θεοφάνεια είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίσθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. και αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού. Η ιστορία της βάπτισης έχει ως εξής: Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε. Εκεί παρουσιάσθηκε κάποια ημέρα ο Ιησούς και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιωάννης, αν και το Άγιο Πνεύμα τον είχε πληροφορήσει ποιος ήταν εκείνος που του ζητούσε να βαπτισθεί, στην αρχή αρνείται να τον βαπτίσει ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς όμως του εξήγησε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και τον έπεισε να τον βαπτίσει. Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»). Από τότε και το Βάπτισμα των χριστιανών, δεν είναι «εν ύδατι», όπως το βάπτισμα «μετανοίας» του Ιωάννη, αλλά «εν Πνεύματι Αγίω». Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι η Βάπτιση του Κυρίου άνοιξε τη θύρα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Με την καθαρτική χάρη του αγίου Βαπτίσματος ο παλαιός αμαρτωλός άνθρωπος ανακαινίζεται και με την τήρηση των θείων εντολών γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.  

διαβάστε περισσότερα »

Η νηστεία των Χριστουγέννων.

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Ἡ νηστεία δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, καθιερώθηκε  ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί εἶναι ἔκφραση ἀγγελικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἁρμόζει σέ κάθε Χριστιανό πού ἐπιθυμεῖ νά ὑπερβεῖ τά ἀνθρώπινα ὅρια καί νά βρεθεῖ στήν πνευματική σφαίρα. Εἶναι εἰδικός τρόπος ζωῆς γιά νά ἐλέγχει τόν ἑαυτό του. Στήν Παλαιά Διαθήκη μᾶς εἶναι γνωστό ὅτι ὁ προφήτης Μωϋσῆς, προτοῦ πάρει τίς Δέκα ἐντολές στό Ὄρος Σινᾶ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, νήστεψε σαράντα ἡμέρες. Στήν Καινή Διαθήκη τό παράδειγμα μᾶς τό δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, πού νήστεψε πρῶτα σαράντα ἡμέρες καί κατόπιν ἄρχισε τό σωτηριῶδες ἔργο Του. Ἀκόμη θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ ἁμαρτία καί ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἦταν παράβαση καί κατάλυση τῆς νηστείας. Νά τί εἶπε ὁ Θεός στούς πρωτοπλάστους: «Θά τρῶτε ἀπό ὅλα τά καλά τοῦ Παραδείσου. Δέν θά φᾶτε μόνο ἀπό ἕναν καρπό, τόν καρπό τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε ἀπ’ αὐτόν θά πεθάνετε» (Γέν. β΄ 16-17). Ἡ ἀπαγορευτική, λοιπόν, αὐτή ἐντολή ἦταν ἐντολή νηστείας. Καί ἦταν ἡ πρώτη ἐντολή πού ἔδινε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό καί ὁ Μέγας Βασίλειος τήν ὀνομάζει «νόμου πρεσβυτέραν καί συνηλικιῶτιν τῆς ἀνθρωπότητος», δηλ. ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαιότερη ἀπό τό νόμο πού ἔδωσε ὁ Θεός στούς Ἐβραίους καί ἔχει τήν ἴδια ἡλικία μέ τήν ἀνθρωπότητα. ΠΟΤΕ ΑΡΧΙΖΕΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΛΗΓΕΙ Ἀρχίζει τήν 15η Νοεμβρίου καί λήγει τήν 24η Δεκεμβρίου. ΠΩΣ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ Την 15 Νοεμβρίου, ἄν συμπέσει Τετάρτη ἤ Παρασκευή, τρῶμε ψάρι. Σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς αὐτῆς δέν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά καί αὐγά. Καταλύουμε ὅμως ψάρι ὅλες τίς ἡμέρες ἐκτός ἀπό τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, άπό τήν 15η Νοεμβρίου μέχρι καί τήν 17η Δεκεμβρίου. Φυσικά ἐπιβάλλεται ἡ νηστεία ἀπό λάδι κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή, έκτός άν συμπέσουν οι εορτές: τήν 16η Νοεμβρίου τοῦ Ἀποστόλου Ματθαίου, τήν 25η Νοεμβρίου τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, τήν 30η Νοεμβρίου τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τήν 4η Δεκεμβρίου τῆς  Ἁγίας Βαρβάρας, τήν 5η Δεκεμβρίου τοῦ Ἁγίου Σάββα, τήν 6η Δεκεμβρίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τήν 9η Δεκεμβρίου τῆς  Ἁγίας Ἄννης, τήν 12η Δεκεμβρίου τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τήν 15η Δεκεμβρίου τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, τήν 17η Δεκεμβρίου τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καί τήν 20η Δεκεμβρίου τοῦ Ἁγίου Ίγνατίου. Ἡ νηστεία στήν ἀρχή, καθώς φαίνεται, ἦταν μικρῆς διάρκειας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, πού γράφει κατά τόν ιβ΄ αἰώνα – καί κατά συνέπεια μᾶς πληροφορεῖ γιά τά ὅσα ἴσχυαν στήν ἐποχή του -, σαφῶς τήν ὀνομάζει «ἑπταήμερον», γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τρῶμε ψάρι μέχρι τίς 17 Δεκεμβρίου. Ἀπό τήν 18η μέχρι καί τήν 23η Δεκεμβρίου ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση οἴνου καί ἐλαίου μόνο, ἐκτός Τετάρτης καί Παρασκευῆς.Ὅσοι ἔχουν τήν δυνατότητα τίς ἡμέρες αὐτές, μποροῦν νά φᾶνε ἄλαδα ἐκτός Σαββάτου καί Κυριακῆς, πού τρῶμε λάδι. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων δέν καταλύουμε λάδι ἐκτός ἄν συμπέσει ἡμέρα Σάββατο ἤ Κυριακή. Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΤΡΟΦΕΣ; Πρέπει νά ἔχουμε πάντα ὑπόψη μας ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία μας ἡ ἀληθινή νηστεία δέν εἶναι μόνο ἡ ἀποχή ἀπό τροφές, ἀλλά καί ἡ ἀποχή ἀπό πάθη καί ἁμαρτίες. Σύμφωνα μέ τίς ἀπόψεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐἐκκλησίας μας, ἡ νηστεία χαλιναγωγεῖ τά πάθη, διώχνει τούς δαίμονες, δίνει κατάνυξη καί φωτισμό, καθαρίζει τήν ψυχή καί τό σῶμα. Λέγει χαρακτηριστικά ὁ Μέγας Φώτιος: «Νηστεία δεκτή ἀπό τόν Θεό εἶναι αὐτή πού μαζί μέ τήν ἀποχή τῶν τροφῶν συνδυάζει καί τήν ἀποστροφή πρός τήν φλυαρία, τό φθόνο, τό μίσος καί τά ἄλλα ἁμαρτήματα. Αὐτός πού νηστεύει ἀπό τροφές, ἀλλά δέν ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, μοιάζει μέ ἐκείνον πού ἔβαλε λαμπρά θεμέλια στό σπίτι, πού ἔκτισε, ἀλλά ἀφήνει νά συγκατοικοῦν μαζί τοῦ φίδια, σκορπιοί καί κάθε φαρμακερό ἑρπετό». Ἐπιδίωξή μᾶς, λοιπόν, γιά τούτη τήν περίοδο εἶναι καί ἡ πνευματική νηστεία, δηλ. ἡ ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀγάπης, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ ἀπόκτηση ἀκόμη μεγαλύτερης ἀρετῆς. Μέ τόν τρόπο αὐτό κατανοοῦμε καλύτερα καί πραγματώνουμε τό λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση ἀπό κάθε κακό, ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε ἐμπαθή λογισμό, ἀπό κάθε βρώμικη ἐπιθυμία». Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστή καί ὡς σαραντά(η)μερο εἶναι ἡ δεύτερη μεγάλη περίοδος νηστείας. Περιλαμβάνει σαράντα ἡμέρες, χωρίς ὅμως νά ἔχει τήν αὐστηρότητα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς  τοῦ Πάσχα. ΜΕ ΤΙ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ Μέ τήν νηστεία καί τήν προετοιμασία μας γιά τά Χριστούγεννα συνδέεται καί ἡ μετάνοια. Ἡ εἰλικρινής ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ παραδοχή τῶν σφαλμάτων μας καί ἡ συμμετοχή μας στό ἱερό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ἀποτελοῦν ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά μιά πραγματικά ἄξια συμμετοχή στήν Χριστουγεννιάτικη  θεία Λειτουργία. Μάλιστα, εἶναι καλό νά φροντίσουμε ὥστε νά προσέλθουμε στό ἱερό Μυστήριο ἐγκαίρως καί ὄχι τήν τελευταία στιγμή. Ἡ προπαρασκευαστική αὐτή περίοδος πρό τῶν Χριστουγένννων μᾶς παρέχει μιά πολύ καλή δυνατότητα νά ἀντιληφθοῦμε τήν ἀθλιότητα πού κρύβουμε στά βάθη τοῦ «εἶναι» μας, νά ἀποκτήσουμε φρόνημα ταπεινό καί ἐλεγκτικό τοῦ ἑαυτοῦ μας, νά μεταμορφωθοῦμε ψυχικά, νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί νά τολμήσουμε τήν μεγάλη συνάντηση μέ τόν Νεογέννητο Κύριο τῆς Βηθλεέμ. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ  ΣΤΗΝ  ΛΑΤΡΕΙΑ Σέ μιά περίοδο πνευματικῆς προετοιμασίας καί προσμονῆς, ὅπως οἱ Σαράντα ἡμέρες πρίν τά Χριστούγεννα, οὐσιαστικό ρόλο διαδραματίζει ἡ προσευχή τῶν πιστῶν καί ἡ συμμετοχή μας στήν Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Τίς ἡμέρες αὐτές ἔχουμε πλῆθος ἑορτῶν καί μνῆμες Ἁγίων, πού μᾶς φέρνουν πιό κοντά στήν χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τόν Ἑσπερινό καί τήν θεία Λειτουργία, πού τελοῦμε. Παράλληλα, ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καθημερινά τίς ἡμέρες αὐτές, (τό λεγόμενο «Σαρανταλείτουργο») ἀποτελεῖ μία ἀκόμη εὐκαιρία γιά νά μείνει ἀνύστακτη ἡ διάθεσή μας γιά κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Θεό. Νά, λοιπόν, εἶναι μπροστά μας ὁ δρόμος πρός τήν Βηθλεέμ. «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, πού ἐγενήθη ὁ Χριστός», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἄς ἀκολουθήσουμε τίς συμβουλές τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄς προετοιμασθοῦμε κατάλληλα ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες καί ἄς ἀξιωθοῦμε νά προσκυνήσουμε «τόν Παλαιό τῶν ἡμερῶν πού ἔγινε Βρέφος γιά χάρη μᾶς. Τόν καθήμενο σέ Οὐράνιο Θρόνο ὑψηλό  πού ταπεινώθηκε καί τοποθετήθηκε σέ Φάτνη. Ἐκείνον πού ἔσπασε τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τώρα τυλίγεται μέ τά Σπάργανα, ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ θέλησή Του» (Ἱερός Χρυσόστομος). π. Αθανάσιος Κατζιγκάς

διαβάστε περισσότερα »

Ύψωση του Τιμίου Σταυρού – Γιατί νηστεύουμε;

Στις 14 Σεπτεμβρίου εορτάζουμε την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού: Για ποιο λόγο, όμως, νηστεύουμε αυτή την ημέρα; Το 326 μ.Χ. η Αγία Ελένη πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει το Θεό για τους θριάμβους του γιου της Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Θείος ζήλος όμως, έκανε την Άγια Ελένη να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Όταν ανακάλυψαν τον Τίμιο Σταυρό τον ύψωσαν μέσα στο ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι. Για την Ανάμνηση λοιπόν της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, επειδή ο Σταυρός είναι Ανάμνηση του Πάθους του Χριστού. Διότι όπως ο κάθε άνθρωπος που κάνει την ανακομιδή (εκταφή) των λειψάνων ενός συγγενή του (για παράδειγμα του πατέρα του, της μητέρας του και άλλων), λυπάται ενθυμούμενος το πρόσωπο αυτό, έτσι και εμείς οι Χριστιανοί βλέποντες τον Σταυρό και αναλογιζόμενοι ότι ο Χριστός Σταυρώθηκε για εμάς τους αμαρτωλούς και ως Άνθρωπος Έπαθε, ταπεινωνόμαστε και δείχνουμε Συντριβή καρδιάς νηστεύοντες. Οι μεν Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, επισημαίνουν ότι «η Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι Ισότιμη με την Μεγάλη Παρασκευή», αφού και τις δύο αυτές Ημέρες τιμούμε εξίσου τα Πάθη και την Σταύρωση του Κυρίου. Η Νηστεία κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «δεν γίνεται για το Πάσχα, ούτε για τον Σταυρό, αλλά για τις αμαρτίες μας….επειδή το Πάσχα δεν είναι υπόθεση Νηστείας και πένθους, αλλά ευφροσύνης και χαράς. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να λέμε ότι πενθούμε για τον Σταυρό. Ούτε για εκείνον πενθούμε. Αλλά για τα δικά μας αμαρτήματα». Επίσης νηστεύουμε για να μιμηθούμε τον Κύριο, ο Οποίος ενήστευσε για σαράντα ημερόνυχτα επάνω στο Σαραντάριον Όρος.

διαβάστε περισσότερα »

2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ – ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». (Λουκ. β΄ 34) Μὲ συγκίνησιν πολλὴν ὁ δίκαιος Συμεὼν κρατεῖ εἰς τὰς ἀγκάλας του τὸ θεῖον βρέφος. Η καρδία του εἶναι πλημμύρισμένη ἀπὸ ἀγαλλίασιν. Ἔχει ἐστραμμένον τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ χείλη του κινοῦνται εὐλαβικά, διὰ νὰ προφέρουν θερμὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἡ μακαρία ἐκείνη στιγμὴ ἔφερεν εἰς τὸ στόμα του· «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» Ο τρισευτυχισμένος ἐκεῖνος πρεσβύτης στρέφεται κατόπιν πρὸς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ τῆς εἴπῃ βαρυσημάντους λόγους. Μὲ σοβαρότητα, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει προφήτην φωτισμένον ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκαλύπτοντα τὰς βουλὰς τοῦ Ὑψίστου, λέγει: «ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Λόγοι ἀληθῶς προφητικοί, τοὺς ὁποίους ἡ Παναγία ἀκούει, ὄχι ἁπλῶς μὲ συγκίνησιν, ἀλλὰ μὲ δέος. Διότι προφητεύουν γεγονότα θλιβερὰ καὶ δυσάρεστα, ἐφ’ ὅσον μάλιστα συνεχίζονται μὲ τὴν διαβεβοίωσιν: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία», τ.ἔ. καὶ τὴν ἰδικήν σου μητρικὴν καρδίαν θὰ διατρυπήσῃ δίστομος μάχαιρα. Αἱ τελευταῖαι λέξεις τῆς προφητείας αὐτῆς ἀναφέρονται εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θὰ ἐσπαράσσετο ἡ μητρικὴ καρδία. Τὰ προηγούμενα ὅμως προφητικὰ λόγια «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» εἶχον καὶ ἔχουν τὴν πραγματοποίησίν πᾶσαν ἐποχήν. 1. «Σημεῖον ἀντιλεγόμενον». ᾿Αφ᾿ ὅπου ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔγινε τὸ σοβαρώτερον σημεῖον τῆς ἀντιλογίας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ προσωπικότης Του καὶ ἡ διδασκαλία Του ὑψώνονται ὡς στήλη φωτεινὴ ποὺ ἑλκύει ὁπωσδήποτε τὴν προσοχὴν ὅλων, ἀλλὰ καὶ καλεῖ ὅλους νὰ λάβουν θέσιν ἀπέναντί της. ᾿Αναλόγως δὲ πρὸς τὴν στάσιν ποὺ παίρνουν ἀπέναντι τοῦ Χριστοῦ, χωρίζονται πάντοτε εἰς δύο παρατάξεις οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος κινεῖται περὶ ἄξονα τὸν Χριστόν. Τὸ βαθύτερον νόημα τῶν ἱστορικῶν γεγονότων κάθε ἐποχῆς δὲν εἶναι -ὅπως ἠθέλησαν αὐθαιρέτως νὰ ὑποστηρίξουν μερικοὶ- ἐπαύγασμα ὑλικῶν (καὶ δὴ οικονομικῶν) παραγόντων, ἀλλ᾽ εἶναι ἔκφρασις, καὶ ἐκδήλωσις τῆς στάσεως ποὺ λαμβάνουν ἑκάστοτε οἱ λαοὶ ἀπέναντι τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Νόμου Του. Αὐτὸς εἶναι τὸ «ἀντιλεγόμενον σημεῖον». ῎Αλλοι Τὸν δέχονται καὶ ἄλλοι Τὸν ἀρνοῦνται. ῎Αλλοι τάσσονται ὑπὸ τὴν σημαίαν Του, πιστοὶ στρατιῶται τῆς βασιλείας Του, καὶ ἄλλοι πολεμοῦν τὰ ἰδανικά ποὺ Ἐκεῖνος ἔγραψε μὲ τὸ Αἷμα τῆς θυσίας Του. Καὶ ἡ μετὰ Χριστὸν Ἱστορία, διὰ μέσου ποικίλων γεγονότων, δεικνύει τὴν κίνησιν καὶ τὴν πορείαν ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ καμπύλη τῆς χριστιανικότητος ἢ μὴ τῆς ζωῆς τῶν ἀτόμων καὶ τῶν κοινωνιῶν. Πράγματι! ῎Ατομα καὶ οἰκογένειαι ποὺ Τὸν δέχονται καὶ συμμορφώνονται πρὸς τὸ θέλημά Του έχουν μίαν ἐξέλιξιν «εἰς ἀνάστασιν» τ. ἔ. ἐξέλιξη εὐτυχῆ, παρ’ ὅλας τὰς τυχὸν δοκιμασίας των. Αντιθέτως, ἐκεῖνοι ποὺ παίρνουν ἠρνητικὴν στάσιν καὶ δὲν δέχονται ὑποταγὴν εἰς τὸ θεῖόν Του θέλημα, ἐξελίσσονται κατὰ τρόπον ποὺ ὁδηγεῖ «εἰς πτῶσιν», δηλ. ἐπακολουθεῖ εἰς αὐτοὺς κατάπτωσις καὶ καταστροφή· «σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν» (Ρωμ. γ 16-17), διότι τὸ εἶπε πρὸ αἰώνων πολλῶν ὁ προφήτης «οι μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀπολοῦνται». (Ψαλμ. β΄ 27) Καὶ κοινωνίαι ὁλόκληροι ὁδηγοῦνται «εἰς ἀνάστασιν» ἢ «εἰς πτῶσιν», ἀναλόγως τῆς ἐπικρατήσεως εἰς αὐτὰς χριστιανικοῦ ἢ ἀντιχριστιανικοῦ πνεύματος. Ὑπάρχει καὶ τοῦ πολιτισμοῦ πτῶσις καὶ ἀνάστασις (ἄνοδος), ἀναλόγως πρὸς τὸ κλῖμα καὶ τὰ ρεύματα ποὺ ἐπικρατοῦν. Μὲ τὴν χριστιανικὴν πνοὴν προάγεται ὁ πολιτισμός· καὶ χωρὶς αὐτὴν φθάνει γρήγορα εἰς τὴν παρακμὴν καὶ τὴν δύσιν του. Εἶναι ἀδιάψευστος ἡ προφητεία, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». 2. Ἤδη ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου ἐτέθη αὐτὸ τὸ δίλημμα εἰς τοὺς ἀνθρώπους· καὶ παρουσιάζετο ἡ Προσωπικότης Του καὶ τὸ κήρυγμά Του ὡς «σημεῖον ἀντίλεγόμενον» ὑπὸ διπλῆν ἔννοιαν. Πρῶτον μὲν πολλοὶ διηρωτῶντο: «Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν;» (Μάρκ. δ΄ 41). Μήπως ἄλλωστε καὶ ὁ Κύριος δὲν ἠρώτησε τοὺς μαθητάς Του διὰ νὰ ἀκουσθῇ ἡ ἀπήχησις τῆς κοινῆς γνώμης, «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Ματθ. ιστ΄ 13). Καὶ ἡ ἀπάντησις, ἐκ μέρους τῶν μαθητῶν, ἦτο: «οἱ μὲν Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν». Αλλὰ καὶ πάλιν ἐρωτᾷ ὁ Κύριος: «Ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε εἶναι;» Καί, ἐξ ὀνόματός των, ὁ Πέτρος ἐκφράζει τὸ ἀληθὲς φρόνημα περὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ πανηγυρικῶς ὁμολογεῖ: «σύ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». (αὐτ. 14-16). Έκτοτε, διὰ μέσου τῶν αἰώνων και τῶν γενεῶν, ὅλοι οἱ σοβαρῶς σκεπτόμενοι ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τὸ ἐρώτημα τοῦτο: «τίς ἄρα οὗτός ἐστιν»; Ποῖος εἶναι λοιπὸν Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος παρουσιάζεται ὡς θεία μορφή, ὡς προσωπικότης ἀγιωτάτη καὶ ὡς διδάσκαλος ὑψηλοτάτων ἀληθειῶν; ῎Αλλοι μὲν εὐλαβῶς ὑποκλίνονται ἐνώπιον τῆς ἁγίας Του προσωπικότητος καὶ εὐλαβῶς ὑπακούουν εἰς τὸ θεῖόν Του θέλημα. Καὶ σοφοὶ τοῦ κόσμου καὶ ἁπλοϊκοὶ τοῦ λαοῦ. Ὑπὸ τὴν σημαίαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐπὶ τῶν γραμμῶν τοῦ Εὐαγγελίου Του συναντῶνται ὅσοι ὁμολογοῦν πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς Αὐτόν, λατρεύοντες τὴν θεότητα Του. ῎Αλλοι ὅμως ἔχουν τὰς ἐπιφυλάξεις των. Τὸν θεωροῦν ἁπλῶς ὡς μίαν ὑπέροχον φυσιογνωμίαν, ἀλλὰ προβάλλουν τὰς ἀμφιβολίας τῶν ἐν σχέσει πρὸς τὴν Θεότητά Του. Δὲν εἶναι ὅμως ὁ Κύριος μόνον ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς πίστεως «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ηθικολογικοῦ πεδίου. Διὰ τοῦτο κυρίως «σχίσμα ἐγένετο ἐν τῷ ὄχλῳ δι’ αὐτόν» (Ἰω. ζ’. 43) Διότι ὁ Κύριος δὲν προβάλλει μόνον ὡς διδάσκαλος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀπαίτησιν τῆς συμμορφώσεως τῆς ζωῆς μας σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλίαν Του. Διχάζονται λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἄλλοι μέν, κατανοοῦντες ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶναι ἡ ὑψίστη ἠθικὴ διδασκαλία, τὴν ἀποδέχονται καὶ συμμορφώνονται πρὸς αὐτὴν· ἄλλοι ὅμως ἐπαναλαμβάνουν «σκληρὸς ἐστιν οὗτος ο λόγος τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» (Ἰω. στ΄ 60). Σκληραὶ δηλ. αἱ ἀπαιτήσεις τῆς διδασκαλίας αὐτῆς· ποῖος μπορεῖ νὰ τὴν ἀκούῃ καὶ νὰ τὴν ἀποδέχεται; Στρέφουν λοιπὸν τὰ νῶτα καὶ ἐγκαταλείπουν τὴν γραμμὴν τοῦ Κυρίου, καθ᾿ ὅν χρόνο, ἄλλοι, συνετώτεροι καὶ μὲ εἰλικρινεστέραν διάθεσιν, ἐπαναλαμβάνουν διὰ μέσου τῶν αἰώνων: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπέλευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». (αὐτ. 68) Ποῦ ἀλλοῦ νὰ καταφύγωμεν ἐκτὸς ἀπὸ Σένα; Σὺ δίδεις τὴν ὀρθὴν κατεύθυνσιν τοῦ βίου καὶ ἐξασφάλισιν ζωῆς αἰωνίου. 3. Ἐνῷ ὅμως ὁ Κύριος, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, παρουσιάζεται ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν», ἀναλόγως τῆς στάσεως ἑνὸς ἑκάστου, μένει πραγματικότης ἀνεπίδεκτος ἀμφισβητήσεως, ὅτι

διαβάστε περισσότερα »

Πρόσφατα άρθρα

Mείζων εν γεννητοίς γυναικών ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ανήκει στη χωρία των μεγάλων προφητών και ομολογητών της πίστεώς μας. Ο Ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός τον χαρακτήρισε ως το μέγιστο άνθρωπο που φάνηκε στον κόσμο: «αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του βαπτιστού» (Ματθ.11,11). Η αγία μας Εκκλησία τον έθεσε σε τιμή μετά τη Θεοτόκο, μάλιστα στην εικονογραφία παριστάνεται μαζί με την Παναγία μας να ικετεύει για τη σωτηρία του κόσμου. Είναι η γνωστή εικονογράφηση της «δεήσεως». Ο μεγάλος αυτός άνδρας πάνω απ’ όλα είναι ο πρόδρομος της εμφανίσεως του Χριστού στον κόσμο, αυτός που άνοιξε το δρόμο να περάσει ο Λυτρωτής μας. Είναι ο μεγάλος αγγελιοφόρος της πιο χαρμόσυνης και ελπιδοφόρας αγγελίας όλων των εποχών: της εν Χριστώ απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Είναι ο κομιστής και ο διαπρύσιος κήρυκας της μετάνοιας και ο άτεγκτος ελεγκτής της ανομίας και της αμαρτίας. Σύμφωνα με τις αγιογραφικές μαρτυρίες ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος υπήρξε κορυφαίο όργανο της θείας πρόνοιας και του έργου της σωτηρίας του κόσμου, διαδραματίζοντας πρωτεύοντα ρόλο. Μεγάλοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είχαν προφητεύσει για το πρόσωπό του και τη δράση του. Ο προφήτης Μαλαχίας προανήγγειλε τη βουλή του Θεού για την εμφάνιση του Τιμίου Προδρόμου: «Ιδού εγώ εξαποστέλλω τον άγγελόν μου, και επιβλέψεται οδόν προ προσώπου μου, και έξαίφνης ήξει εις ναόν εαυτού Κύριος, όν υμείς ζητείτε, και ο άγγελος της διαθήκης, όν υμείς θέλετε. Ιδού έρχομαι, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Μαλ.3,1). Η γέννησή του υπήρξε θαυμαστό γεγονός, διότι γεννήθηκε από μητέρα στείρα. Ήταν γιος του ευσεβή ιερέα Ζαχαρία, από την εφημερία Αβιά (Α΄Βασιλ.24,10) και της Ελισάβετ (Λουκ.1,7) η οποία καταγόταν από τον ιερατικό οίκο «Ααρών» (Λουκ.1,5). Ο αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε στο Ζαχαρία την ώρα που θυμίαζε στο ναό, για να του αναγγείλει τη γέννηση του παιδιού του. Για την καλόπιστη απιστία του έμεινε άλαλος ως τη γέννησή του. Ο Ιωάννης ήταν εκλεγμένος από το Θεό «εκ κοιλίας μητρός», διότι όταν επισκέφτηκε η Θεοτόκος τη συγγενή Της Ελισάβετ, ούσες έγγειοι και οι δύο άγιες γυναίκες, «εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής» (Λουκ.1,41). Με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος έγνωσε ο Πρόδρομος, ως βρέφος αγέννητο ακόμη, τον ερχομό του Κυρίου και χάρηκε! Το όνομά του σημαίνει δώρο Θεού (Θεοχάρης για την ακρίβεια), και ήταν επιλογή του ιδίου του Ζαχαρία, διότι πίστευε ακράδαντα ότι το παιδί αυτό ήταν χάρισμα του Θεού, για τον ίδιο και για όλη την ανθρωπότητα. Αυτό αποδεικνύεται από τις προφητικές ρήσεις του αγίου ιερέα, μετά τη «λύση» της γλώσσας του. Μεγάλωσε μέσα σε περιβάλλον ευσέβειας, πίστεως στο Θεό και εναγώνιας αναμονής του Μεσσία. Οι άγιοι γονείς του γέμισαν την ψυχή του με την βεβαία προσμονή του Λυτρωτή του κόσμου. Τον έμαθαν να κλείνει ερμητικά τα αφτιά του στην κοσμική σαπίλα και να αποστρέφεται την αμαρτία, διότι έπρεπε να τους βρει ο Μεσσίας καθαρούς, όσο γινόταν, ώστε να σχηματιστεί ο αρχικός πυρήνας των συνεργατών Του. Σε ηλικία τριάντα ετών αποσύρθηκε στην έρημο της Ιουδαίας για να ζήσει βίο ασκητικό, για την προσωπική του κάθαρση. Αυτό έκαναν και άλλοι ευσεβείς Ιουδαίοι της εποχής του, όπως οι Εσσαίοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει ολόκληρες κοινότητες ασκητών στην περιοχή της Νεκράς Θαλάσσης. Ο Ιωάννης πιθανότατα δεν ανήκε σε αυτές τις ομάδες, διότι η ιδέα του περί του αναμενόμενου Μεσσία είναι ριζικά διάφορη από εκείνη των Εσσαίων, οι οποίοι περίμεναν δύο Μεσσίες. Ζούσε με προσευχή και νηστεία. Ως ένδυμα είχε τρίχες καμήλας και έτρωγε ακρίδες (βλαστάρια φυτών της ερήμου) και μέλι από αγριομέλισσες. Δεν αρκούνταν μόνο στην προσωπική του άσκηση, αλλά εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, ως «ρήμα Θεού» (Λουκ.3,2), φώναζε με γοερή φωνή πάνω από τους γυμνούς βράχους της ερήμου, για να ακουστεί όσο το δυνατό μακρύτερα: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ.3,3). Κήρυσσε «βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Μαρκ.1,4), και βάπτιζε τα πλήθη στα νερά του Ιορδάνη, «εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών» (Ματθ.3,6), αφού «εξεπορεύετο προς αυτόν πάσα η Ιουδαία χώρα και οι Ιεροσολυμίται» (Μάρκ.1,5). Ταυτόχρονα δίδασκε τους πολυάριθμους επισκέπτες του, την ευσέβεια και τη δικαιοσύνη και στηλίτευε την ασέβεια και την αδικία, αλλά και «πολλά μεν ουν έτερα παρακαλών ευηγγελίζετο τον λαόν» (Λουκ.3,18). Η συνάντησή του με το Χριστό και η βάπτισή Του από τον Πρόδρομο υπήρξε η κορυφαία στιγμή για το θεοφόρο άνδρα. Πληρωμένος από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος προανάγγειλε την έλευση του Σωτήρα: «ο οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν. Ου ουκ ειμί ικανός τα υποδήματά βαστάσαι. Αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί. Ου το πτύον εν τη χειρί αυτού, και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω» (Ματ.3,11-12). Από μακριά διέκρινε το Χριστό και ομολόγησε: «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Ούτος εστιν περί ου εγώ είπον» (Ιωάν.1,29). Η ομολογία; Του και η μαρτυρία του υπήρξε καταλυτικός παράγων για τα παραβρισκόμενα πλήθη. Είναι η πρώτη μεγάλη δημόσια αναγνώριση του ερχομού του Μεσσία. Επίσης συγκλονιστικό γεγονός υπήρξε και η τελετή της βαπτίσεως του Κυρίου από τα χέρια του Ιωάννη, την οποία επισφράγισε η φανέρωση της Αγία Τριάδος. Το αξιοσημείωτο στη βάπτιση του Κυρίου είναι η άρνηση του Προδρόμου να βαπτίσει το Χριστό, διότι ο θεοφόρος άνδρας διέγνωσε την απόλυτη αναμαρτησία Του και είχε τη συναίσθηση της τυπικότητας του βαπτίσματος του δικού του, το οποίο ήταν τύπος του αγίου Βαπτίσματος της Εκκλησίας του Χριστού, ως το μόνο που μπορεί να αναγεννήσει τον άνθρωπο. Στόχος του Τιμίου Προδρόμου υπήρξε κυρίως η πολιτική και πνευματική εξουσία της εποχής του, η οποία είχε φτάσει σε έσχατα σημεία κατάπτωσης και ηθικής σήψης. Πυρωμένος από θείο ζήλο, αλλά και αγανάκτηση ο ιερός άνδρας μύδρους κατά των δυναστών του λαού. Ήταν κυριολεκτικά ασυμβίβαστος και ασκούσε κριτική προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες της παρουσίας του. Καταφέρθηκε εναντίον των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων, οι οποίοι στο όνομα του Θεού και της υποκριτικής τους ευσέβειας καταπίεζαν και εκμεταλλεύονταν αφόρητα το λαό. Τους χαρακτήριζε δημόσια ως «γεννήματα εχιδνών» και τους προειδοποιούσε ότι αν δεν μετανοήσουν δε θα ξεφύγουν «από της μελλούσης οργής» (Ματθ.3,8). Με παραστατικότατο τρόπο τους ανάγγειλε πως ήδη, με τον ερχομό του

διαβάστε περισσότερα »

Περισσότερη σημασία δίδεται στο διάβασμα της Φανουρόπιτας, παρά στην Θεία Λειτουργία που τελείται.

Ο Άγιος Φανούριος έζησε επί ρωμαϊκής εποχής. Πολλά στοιχεία για τη ζωή του δεν έχουμε. Πληροφορίες γι’ αυτήν μας δίδει εικόνα που βρέθηκε στο νησί της Ρόδου τον 15ο αιώνα όπου απεικονίζεται ο Άγιος Φανούριος και 12 παραστάσεις από τα διάφορα μαρτύρια που υποβλήθηκε, υποκύπτοντας εν τέλει στον διά πυράς θάνατο εξαιτίας της αντίστασής του στον κόσμο των ειδώλων. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του  την 27η Αυγούστου. Στη μνήμη του έχει καθιερωθεί  οι πιστοί να προσφέρουν την γνωστή Φανουρόπιτα. Η προσφορά της Φανουρόπιτας  ξεκίνησε με κίνητρα αγνά και ευλαβή στην αρχή. Την έφτιαχναν οι γυναίκες και την πρόσφεραν στους πιστούς με την ευχή “ο Θεός να συγχωρέσει τη μάνα του Αγίου Φανουρίου”, η οποία λέει η παράδοση, ότι ήταν μια πολύ αμαρτωλή γυναίκα και διακρινόταν για την σκληρότητά της προς τους φτωχούς. Στην όλη προσπάθεια που έκανε ο Άγιος γιος της, για να την σώσει από τα δεινά της κολάσεως μεταξύ άλλων αναφέρει η παράδοση, ότι ζήτησε να μην φτιάχνουν κάτι γι’ αυτόν, αλλά μια πίτα για την μητέρα του και να την μοιράζουν στους φτωχούς για συγχώρηση της ψυχής της. Επειδή το όνομα του Αγίου Φανουρίου παραπέμπει στο ρήμα φανερώνω έγινε αιτία να αποδοθούν στον Άγιο ιδιότητες που σχετίζονται με την φανέρωση προσώπων και πραγμάτων. Με την πάροδο του χρόνου οι ιδιότητες αυτές άρχισαν στην λογική του κόσμου, να αποκτούν μαγική δύναμη. Κι έτσι παρατηρείται το φαινόμενο να φτιάχνονται και να προσφέρονται Φανουρόπιτες  για πράγματα απίθανα που πολλές φορές το λιγότερο δημιουργούν θυμηδία. Άνθρωποι που έχουν από χλιαρή έως ανύπαρκτη σχέση με την Εκκλησία, εμφανίζονται προσφέροντες Φανουρόπιτα με αιτήματα απίθανα και σαφέστατα υλιστικά. Μέχρι και για το φανέρωμα γαμπρού ή νύφης προσφέρονται Φανουρόπιτες. Είναι κρίμα και αποτελεί παραλογισμό να απομακρυνόμαστε από την ευσεβή παράδοση, που αφορά στην προσφορά της Φανουρόπιτας  και να της προσδίδουμε μαγικές ιδιότητες. Ο Μεγαλομάρτυρας Φανούριος είναι Άγιος της Εκκλησίας μας και όχι κάποιος μάγος, που μπορεί να βρίσκει απολεσθέντα με τρόπο μαγικό. Θα πρέπει να εξηγήσουμε στον κόσμο ότι, η προσφορά της Φανουρόπιτας γίνεται προς τιμή του Αγίου και αποτελεί ευλογία για εκείνον που την προσφέρει, όπως γίνεται και με τους άρτους. Δεν γνωρίζω κατά πόσο συμβάλουμε κι εμείς οι κληρικοί στην διαιώνιση αυτής της διαστρέβλωσης. Κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου από πολλούς, περισσότερη σημασία δίδεται στο διάβασμα της Φανουρόπιτας, παρά στην Θεία Λειτουργία που τελείται, αν τελεσθεί φυσικά στην μνήμη του. Ανακοινώνονται ωράρια ευλογίας της Φανουρόπιτας κατά την διάρκεια της ημέρας, χωρίς να γίνεται αναφορά στην τέλεση Θείας Λειτουργίας. Από την μια η αγωνία των πιστών για το αβέβαιο μέλλον σε συνδυασμό με την αφέλεια κάποιων θρησκόληπτων οι οποίοι διακατέχονται από διάφορες προλήψεις και προκαταλήψεις και από την άλλη τα οποιαδήποτε οφέλη κυρίως υλικά και οικονομικά μπορούν να προκύψουν από την εκμετάλλευση αυτών των τάσεων, δυστυχώς προκαλούν στον κόσμο των Χριστιανών φαινόμενα τα οποία θα τα ζήλευαν και οι πιο ακραιφνείς ειδωλολάτρες. Το άσχημο είναι ότι αυτές τις δοξασίες τις ντύνουν με μανδύα Χριστιανικό και μάλιστα Ορθόδοξο. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο, Ορθόδοξοι να βάζουν δίπλα στον κρεμαστό σταυρό το ζώδιο ή την μπλε χάντρα, μαζί με την εικόνα που τοποθετούν ως φυλαχτό στα μωρά, να συνυπάρχει και το γαλάζιο ματάκι και άλλα παρόμοια. Ορθόδοξοι επίσης επισκέπτονται μέντιουμ, αστρολόγους, χαρτομάντεις, καφεμάντεις, χειρομάντεις και όλους γενικώς τους μελλοντολόγους. Ορθόδοξοι επίσης κάνουν χρήση του φένγκ σούι και άλλων πρακτικών που χρησιμοποιούνται από διάφορες ειδωλολατρικές θρησκείες. Τελευταία έχει γίνει πολύ της μόδας η ύπαρξη ομοιωμάτων του Βούδα σε όλο σχεδόν τον λεγόμενο δυτικό κόσμο και κατά συνέπεια και στους χώρους των Ορθοδόξων. Σε καταστήματα και σπίτια δεσπόζει όλο και κάποιο αγαλματίδιο του Βούδα. Όμως μην πάμε μακριά. Οι μαγικές προλήψεις δίνουν και παίρνουν μεταξύ των Ορθοδόξων. Θεωρούν ως παράγοντες αρνητικών επιδράσεων, αν συμπέσει Τρίτη και 13 του μήνα, τη συνάντηση με μαύρη γάτα, το σπασμένο καθρέφτη, αποτρέπουν γάμους αδελφών την ίδια χρονιά ή δεν κάνουν γάμο σε δίσεκτα χρόνια, οι νεόνυμφοι δεν πάνε σε κηδεία, όσοι πενθούν για μεγάλο διάστημα δεν εκκλησιάζονται και διάφορα άλλα. Η αλήθεια βέβαια είναι, ότι κάποιες φορές κι εμείς οι ιερείς καλλιεργούμε με την συμπεριφορά μας την αντίληψη στον κόσμο ότι είμαστε κάτι σαν «γκουρού» που μπορούμε με τρόπο μαγικό να λύνουμε προβλήματα. Με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Φανουρίου ας μην βοηθούμε με την λάθος στάση μας να δημιουργείται η ψευδαίσθηση, ότι με μια πίτα μπορούμε να δωροδοκήσουμε ή να καλοπιάσουμε ή να εξαναγκάσουμε τον Άγιο, για να βρούμε κάτι χαμένο ή να μας φανερώσει γαμβρό ή νύφη, ζώα, πράγματα, τιμαλφή ή εργασία. Αυτό όχι τιμή δεν περιποιεί στον Άγιο Φανούριο, αλλ’ αντιθέτως αποτελεί ύβρη. Ας ενημερώσουμε σωστά τον κόσμο και ας λιγοστέψουν οι Φανουρόπιτες. Τουλάχιστον αυτές που θα προσφέρονται, να προσφέρονται προς τιμήν του Αγίου, την μεσιτεία του οποίου ας παρακαλέσουμε να έχουμε με την ευκαιρία της εορτής του. Του Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη Αννόβερο Γερμανίας

διαβάστε περισσότερα »
Χρονολογικό αρχείο

Φόρμα επικοινωνίας

Εορτολόγιο